Γκελ Bistrot, εστιατόριο

POP_L1006869

Master Φανή Χρυσή Σπυριδάκη

Est. 15 Μαρτίου 2013

Best Σπιτικό καλομαγειρεμένο γκουρμέ φαγητό. Το μενού εναλλάσσεται συνέχεια αναλόγως την εποχή.

Present “Το μαγαζί λέγεται Γκελ Bistrot. Γκελ σημαίνει έλα στα Τούρκικα και θέλαμε ένα όνομα να είναι εύηχο, να έχει καλή ενέργεια και επειδή είναι και της μόδας τα Τούρκικα αποφασίσαμε να το πούμε Γκελ. Και κολλάει και το Bistrot δίπλα γιατί έχει γαλλικό ύφος. Το σημαντικότερο πράγμα που μπορείς να βρεις στο μαγαζί είναι η παρέα, η φιλοξενία, η ζεστασιά. Σερβίρουμε φρέσκο πρωινό, σοκολατένιες λιχουδιές, τάρτες, υπέροχες λεμονόπιτες ημέρας με βελούδινες μαρέγκες από πάνω, εξωτικές σαλάτες -με πιο ιδιαίτερη την Αβάνα, η οποία είναι πλιγούρι, μοτσαρέλα και αβοκάντο και τη συνοδεύουμε με μια σος μοχίτο.

Δουλεύουμε με εποχιακά προϊόντα. Αυτή τη στιγμή στην κουζίνα μας βασιλεύει η κολοκύθα, καθώς είναι η εποχή της. Υπάρχει ένας βασικός σκελετός στο μενού που αποτελείται από γρήγορα και προσιτά γκουρμέ πιάτα αλλά προσθέτουμε διαρκώς διάφορα. Το φαγητό κατά τη γνώμη μου, δε μπορεί να διαχωρίζεται από τη γενικότερη κατάσταση και το κοινωνικό μας επίπεδο. Αυτή τη στιγμή λοιπόν επειδή στη συνείδηση όλων μας κυριαρχεί η πολιτική και οικονομική επικαιρότητα, έχουμε βγάλει ένα πιάτο, το οποίο είναι ένα ελληνικότατο, παραδοσιακό πιάτο: μια τεράστια μοσχαρίσια μπριζόλα με πατάτα βουτύρου που συνοδεύεται από τρεις αρωματισμένες μουστάρδες, μουστάρδα βανίλιας, με φρούτα του δάσους και μουστάρδα με πέστο. Το έχουμε ονομάσει Βενιζέλο!

Γενικότερα ετοιμάζουμε αυτή την περίοδο πολλές εκπλήξεις στο μενού, μιας και έρχονται Χριστούγεννα όπου και εκεί θα υπάρχουν χιουμοριστικές αναφορές αλλά και πιο παραδοσιακές. Το μαγαζί είναι δικό μου αλλά εγώ ανήκω στην οικογένεια του Booze ψυχή και σώματι. Η δική μου πρόταση στον πολυχώρο ήταν το φαγητό, που έλειπε τόσα χρόνια. Είμαι παιδί του κέντρου εξάλλου, δε μπορώ να ζήσω έξω από το κέντρο. Ακόμα και στην Αμερική που ζούσα, επέλεγα το κέντρο. Επίσης, αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι στα προάστια έχουν τα περισσότερα ποσοστά στα ψυχοφάρμακα και στην κατάθλιψη. Επομένως το συνιστώ στον κόσμο να έρθει στο τρελάδικο του κέντρου.

Το Booze μάλιστα ήταν από τα πρώτα μαγαζιά που άνοιξαν εδώ στο κέντρο, ουσιαστικά όρισε το κέντρο της νυχτερινής Αθήνας πριν από 25 χρόνια που άνοιξε. Η Κολοκοτρώνη ήταν ο δρόμος με τα υφασματάδικα και ξαφνικά δύο τρελοί καλλιτέχνες αποφάσισαν να ανεβάσουν τον κόσμο στο 2ο όροφο για να τους κάνουν τη δική τους πρόταση όσον αφορά τη νυχτερινή διασκέδαση και κουλτούρα. Μετά ήρθαμε όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως είναι πάρα πολύ ευχάριστο, γιατί δημιουργείται μια πιάτσα, δημιουργείται ένα κέντρο, ένας πυρήνας προβληματισμού, διασκέδασης και ψαξίματος. Το κέντρο της Αθήνας και όλα τα κέντρα αντικατοπτρίζουν αυτό που συμβαίνει.

Και πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχει τόσο πολύ βιτρίνα, όπως συμβαίνει στα περισσότερα Ευρωπαϊκά κέντρα. Έξω από το κέντρο ζει ο υπόκοσμος και μέσα στο κέντρο όλα είναι καλά. Είμαι εντελώς αντίθετη στο είδωλο και στην εικόνα των πραγμάτων. Είμαι υπέρ της ουσίας. Αυτό που βλέπουμε στο κέντρο, αυτή είναι η Ελλάδα τώρα. Η Ελλάδα των αντιφάσεων, βλέπεις να ανοίγουν τα υπέρ-πολυτελή ξενοδοχεία και καταστήματα επενδύσεων τεράστιων και ταυτόχρονα βλέπεις τα αδέσποτα ζώα, βλέπεις τους αστέγους, το μεταναστευτικό πρόβλημα. Αυτό είμαστε όμως και καλό είναι να έρθουμε σε τριβή με αυτό το πράγμα και να μην προσπαθήσουμε να το κουκουλώσουμε.

Αν δεν μας αρέσει ας οικειοποιηθούμε με την πόλη μας και ας της συμπεριφερθούμε με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στα σπίτια μας. Όσον αφορά τη διάθεση του κόσμου, αυτό που πιστεύω είναι ότι έχει πάψει να είναι χαρούμενος. Είναι ολίγον τι χαζοχαρούμενος. Βρίσκει πράγματα τα οποία του δίνουν χαρά, όλοι μας το κάνουμε αυτό. Πως μπορούμε όμως να χαρούμε όταν δύο μέλη κάθε ελληνικής οικογένειας είναι άνεργα, όταν η πιο μορφωμένη γενιά της Ελλάδας, η γενιά των 30άρηδων, δεν έχει καμία ευκαιρία στην αγορά εργασία. Πως μπορούμε να χαρούμε ουσιαστικά όταν δεν έχουμε την ανάσα της πρόσβασης στη δημιουργία, στον πολιτισμό, στις τέχνες, στο να γίνουμε πολίτες αυτής της πόλης και να την πάρουμε στα χέρια μας και όχι να είμαστε ψηφοφόροι της. Πώς μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι όταν έχουμε ένα πολιτικό σύστημα που υποτιμά τη νοημοσύνη μας και παίζει τζόγο με το μέλλον μας;

Αυτά είναι πολύ ουσιαστικά ζητήματα, όμως από την άλλη πρέπει να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε και να αρχίσουμε να διαμαρτυρόμαστε, γιατί ο Έλληνας πάσχει από ένα γεροντοκορισμό, ο οποίος καταντάει γραφικός. Πέρα από όλα αυτά, ο Αθηναίος δεν ξέρει να τρώει σωστά, καθόλου. Έχω γεννηθεί στην Κρήτη, έχω μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, έχω ζήσει το Παρίσι και λατρεύω την ασιατική κουζίνα. Επίσης, δεν έχω κανένα λόγο να κολακεύσω τον Αθηναίο. Νομίζω πως δεν έχουν γνωρίσει το καλό φαγητό. Υπάρχουν διάφορες τάσεις, όπως η τάση του σουβλατζίδικου και μετά υπάρχει ένα τεράστιο κενό για να φας στην υψηλή κουζίνα.

Το γκουρμέ που πολύ έχουν παρεξηγήσει δεν είναι αυτή η μινιατούρα φαγητού, δε το υποτιμώ καθόλου και ίσα ίσα θαυμάζω την υψηλή κουζίνα. Τη θεωρώ εικαστική τέχνη. Είναι ένα πράγμα σχεδόν ισότιμο με τον άλλων τεχνών για μένα. Και πόσο μάλλον έχει μεγαλύτερη αξία γιατί το βάζεις και μέσα σου. Μη νομίζεις ότι με όλα αυτά που σου λέω ξέρω από κουζίνα. Τίποτα δε ξέρω, τα στοιχειώδη ξέρω. Εμένα το μεγάλο μου χόμπι και το “ταλέντο” μου είναι να προσπαθώ να δίνω στη ζωή ένα τόνο παραμυθιού.

Έχω σπουδάσει θέατρο, είμαι επηρεασμένη από τις τέχνες, από τον κινηματογράφο, τα βιβλία, τη λογοτεχνία και είμαι από τους ανθρώπους που δε βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο, το βλέπουν σαν ένα δισκοπότηρο. Όλοι οι πελάτες μας, μας δίνουν συγχαρητήρια για το φαγητό αλλά αυτό που με συγκινεί είναι που μου λένε ευχαριστούμε για τη φιλοξενία. Αυτό με ενδιαφέρει και μένα. Να κάνω τον κόσμο να περάσει καλά, να ξεχάσει λίγο τα προβλήματα του, να σεβαστείς τα χρήματα που σου αφήνει, να τον περιποιηθείς σα να τον έχεις καλέσει σπίτι σου, να του δώσεις ζεστασιά, να του δώσεις αγάπη.

Το φαγητό μάλιστα είναι συνδεδεμένο με το αρχέτυπο της μητέρας, ο καθένας μας έχει μια πρώτη εικόνα για το φαγητό από τον τρόπο με τον οποίο μαγείρευε η μητέρα του. Η μητέρα μου εκτός του ότι μαγείρευε εξαιρετικά, μέσα από το φαγητό εκδήλωνε την αγάπη της προς εμάς και έτσι και εγώ χρησιμοποιώ το φαγητό ως πρόσχημα για να επικοινωνήσω συναισθηματικά με τους ανθρώπους. Από μουσική έχουμε κινηματογραφικές αναφορές, αναφορές στη τζαζ, soundtracks, μουσική από θεατρικές παραστάσεις και από φίλους καλλιτέχνες. Μασκότ μπορώ να πω ότι είναι ακόμα και κάποιοι τακτικοί πελάτες του μαγαζιού, σίγουρα θα έρθουν μια φορά τη βδομάδα και ο γάτος του Bistrot,ο γάτος Μάο, που έχει φανατικούς οπαδούς”.

Info Κολοκοτρώνη 59Β, 211 4000863. Λειτουργεί από τις 11 το πρωί καθημερινά μέχρι τη 1 το βράδυ προσωρινά αλλά αργότερα θα γίνει all night long για τους ξενύχτιδες.

 Στην επόμενη σελίδα μαχαιροπίρουνα, πιατέλες, τυριά και αλλαντικά.