Θυμάμαι πριν αρκετά χρόνια που είχαν έρθει οι Life Without Buildings στο An Club και είχε δημιουργηθεί τόσο hype πριν από τη συναυλία τους που όχι μόνο έγινε sold out αλλά πρέπει να έμειναν και καμιά διακοσαριά άτομα απ’ έξω. Και μιλάμε για ένα συγκρότημα το οποίο δεν πρέπει να είχε παίξει ποτέ, σε καμία χώρα του κόσμου μπροστά σε πάνω από 100 άτομα (ίσως με την εξαίρεση κάποιου φεστιβάλ). Χτες το βράδυ έγινε κάτι αντίστοιχο (σίγουρα θα υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις τις οποίες ξεχνάω τώρα). Μια μικρή μπάντα από την Καλιφόρνια κατάφερε να κάνει ένα εύκολο (και ασφυκτικό) sold out πάλι στο An, με το core κοινό που βρισκόταν μπροστά από τη σκηνή να βρίσκεται σε παροξυσμό και όλους τους υπόλοιπους να προσπαθούμε να δούμε τη συναυλία ανεβασμένοι σε καρέκλες, τραπέζια, ώμους κλπ. Και μιλάμε για μια εμφάνιση κάτω του μετρίου με έναν από τους πιο αδιάφορους τραγουδιστές (Brooks Nielsen) που έχω δει σε τέτοιου είδους συναυλία (οι «δικοί» μας Acid Baby Jesus είναι απείρως καλύτεροι). Δεν θα πω ότι οι Growlers μπήκαν αυτοστιγμεί στο κλειστό club (με πρόεδρο τους Puressence) των συγκροτημάτων που στο εξής θα κάνουν καριέρα μόνο στην Ελλάδα και θα παίζουν στο φεστιβάλ του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σίγουρα θα τους ξαναδούμε την επόμενη φορά που θα περιοδεύσουν στην Ευρώπη (και μάλλον και σε μεγαλύτερο χώρο ή σε κανένα Plissken). Περπατώντας όμως στα Εξάρχεια (που υπό συνθήκες θα μπορούσαν να είναι μακράν η καλύτερη γειτονιά της Αθήνας) σκεφτόμουν την κουβέντα που επιστρέφει συνέχεια σε τέτοιες περιπτώσεις. Την ιδιοσυγκρασία του ελληνικού μουσικού κοινού και αυτής της πόλης που βουλιαγμένη στην οικονομική κρίση και στροβιλισμένη στη δίνη του σκυλάδικου, αντιστέκεται σθεναρά και κρατάει έναν indie/underground χαρακτήρα (και τελευταία ακόμα πιο έντονα). Ας πούμε δύσκολα θα βρεις σε άλλη πόλη (εκτός Ελλάδας εννοείται) dj σχεδόν σε κάθε μπαρ και σχεδόν καθημερινά. Στην Βαρκελώνη π.χ. που υποτίθεται ότι είναι από τις indie πρωτεύουσες του κόσμου και διοργανώνει και ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ (Primavera) του είδους, τους djs στα μπαρ τους κυνηγάς με το τουφέκι μιας και οι περισσότεροι έχουν αντικατασταθεί από υπολογιστές με εγκατεστημένο το Spotify. Στο Λονδίνο για να πετύχεις μπαρ ή παμπ με μουσική που δεν είναι 80ς ή cheesy βρετανική ποπ, θα πρέπει να μπεις σε κανά καταγώγιο του Shoreditch ή να πετύχει ειδική βραδιά. Στη Νέα Υόρκη το ίδιο. Για να μην παρεξηγηθώ μιλάω και πάντα σε αναλογία πληθυσμού και αριθμού μπαρ. Στη «μικρή» μας Αθήνα έχεις σχεδόν καθημερινά (ακόμα και Δευτερότριτα) αρκετές επιλογές για να ακούσεις καλή «εναλλακτική» μουσική, για να μην πω για τα Παρασκευοσάββατα που δεν προλαβαίνεις να πας σε όσα πάρτι γίνονται. Όσες φορές έχει τύχει να κάνω bar crawling με ξένους -και υποψιασμένους μουσικά- η αντίδρασή τους είναι πάντα ίδια. Παθαίνουν την πλάκα τους με την ποιότητα της μουσικής και με τον αριθμό των μαγαζιών που παίζουν αυτή τη μουσική. Την ίδια στιγμή τα δύο μεγάλα αθηναϊκά free press προωθούν κυρίως την εναλλακτική μουσική, τουλάχιστον δέκα (ίσως και παραπάνω) web radios της πόλης παίζουν μουσική πιο «ψαγμένη» και από το East Village Radio και αυτό το ΠΣΚ έχουν έρθει στην Αθήνα για λάιβ περίπου δέκα συγκροτήματα από το εξωτερικό! Δεν ξέρω πως θα μεταφραστεί στο μέλλον όλο αυτό αλλά είναι μια βάση για κάτι νέο και ελπιδοφόρο. Για να δούμε.
Υ.Γ. Όταν τελείωσε η συναυλία των Growlers μπήκα από περιέργεια δίπλα στη Μποέμισσα, το γνωστό ρεμπετάδικο. Είχε μόνο ένα (1) τραπέζι γεμάτο.