Μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες που πλήρωνες δυο τάλληρα και τους χάιδευες τα φτερά κι έμενε μια νυχτιά στην παλάμη σου η σφραγίδα του βελούδου τους, τα ωραία τους μαύρα-κίτρινα χρώματα και μια μυρωδιά γύρης μεθυστική.

Πιο πολύ στις γυναίκες άρεσε αυτή η διασκέδαση. Ερχόνταν από μακριά, μόνο και μόνο για ν’ αγγίξουν τα πλατιά, πολύχρωμα εκείνα φτερά. Ύστερα τρουπώναν γύρω στα περιβόλια, κάθουνταν κάτου απ’ τις μηλιές και αδιαφορώντας για τα τραγούδια και τα καλέσματα των αμαξάδων, φιλούσα, φιλούσαν με πάθος το χέρι τους που είχε αγγίξει την πεταλούδα.