1

Ξεχασμένες Ζωές (Still Life) ***1/2**

Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, 2013, Έγχρωμο 

Σκηνοθεσία: Uberto Pasolini

Πρωταγωνιστούν: Eddie Marsan, Joanne Froggatt, Andrew Buchan

Διάρκεια: 87’ 

Ο μοναχικός John κάνει με μπρίο μια δουλειά που σε άλλους θα φαινόταν δυσάρεστη: εντοπίζει τους συγγενείς των ατόμων που πέθαναν μόνοι και τους ενημερώνει. Όλη του η ζωή περιστρέφεται γύρω από αυτούς που έφυγαν από τον κόσμο χωρίς να τους αναζητήσει κανείς και, γι’ αυτό το λόγο, προσπαθεί έστω και μετά θάνατον να «σπάσει» τη μοναξιά τους. Δεδομένης της επερχόμενης απόλυσής του, ο θάνατος ενός μοναχικού, παρακμιακού γείτονά του γίνεται η τελευταία του ευκαιρία στο να μην αφήσει άλλους ανθρώπους να πορεύονται στο επέκεινα αμνημόνευτοι. Ο αργός, θλιμμένος της ρυθμός, οι ιδιαίτερες γωνίες λήψεις, οι μαύροι τονισμοί του χιούμορ και η εξαιρετική ερμηνεία του Eddie Marsan κάνουν τη δεύτερη ταινία του Uberto Pasolini όχι ένα αριστούργημα, αλλά μια συγκινητική, θλιβερή ιστορία για μια σκέψη που όλοι έχουμε αλλά φοβόμαστε να την παραδεχτούμε.

«Πρέπει να σκέφτεται κανείς την ώρα του θανάτου», λέει ο γνωστός αμανές, αποκαλύπτοντας τον πεσιμισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, τη μόνη παγκόσμια σταθερά της ζωής που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Άλλοι επιλέγουν να πορεύονται με την υπόσχεση της μετέπειτα ζωής, άλλοι αποδέχονται τη βιολογική του υπόσταση χωρίς οπτιμισμό. Ο Yasujiro Ozu, επί παραδείγματι, θέλησε στο βωμό του να γραφτεί το ιδεόγραμμα Mu, που μεταφράζεται ως «κενό», «τίποτα». Όπως τονίζει ένας από τους χαρακτήρες του Ξεχασμένες Ζωές, οι κηδείες είναι για τους ζωντανούς, όχι για τους νεκρούς, άλλωστε. Οι ζωντανοί, όμως, είναι αυτοί που θέλουν να ελπίζουν πως, όποια κι αν είναι η βιολογική έκβαση, αυτή θα είναι καλύτερη από τον κόσμο των ζωντανών, επιθυμώντας την αθανασία κυνηγούν την επιβίωση μέσω της ανάμνησης. Απώτερος σκοπός: η ηρεμία του ζην. 

Ο Uberto Pasolini σίγουρα αναρωτιόταν περί αυτών των θεμάτων για καιρό προτού αποφασίσει να γράψει το σενάριο για τη νέα του ταινία και αποφάσισε πως η ζωή είναι γεμάτη παράδοξα και τραγική ειρωνεία. Αλλά θέλησε να μιλήσει για την αξία των πράξεων, την υπέρβαση του εγωισμού, τον ίδιο του το φόβο σε σχέση με την αναπόφευκτη κατάληξή του. Άλλωστε, το να είσαι σκηνοθέτης, ή καλλιτέχνης εν γένει, για κάποιους θα εξέφραζε μια πράξη αντίδρασης απέναντι στην ίδια τη λήθη. Και επέλεξε να εκφράσει, μέσω μιας μίξης συμβατικού και (βρετανικά) αλλόκοτου, αυτές του τις σκέψεις. 

Στυλιστικά –και ελάχιστα θεματικά-, θυμίζει έναν πιο προσβάσιμο, πιο «Βρετανό» στα πιστεύω και το χιούμορ του, Roy Andersson. Δεν φτάνει τα ίδια σκηνοθετικά ή πνευματικά μεγαλεία με αυτόν, ούτε παρουσιάζει τον ίδιο κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό. Ωστόσο, τα θαμπά, κλινικά του χρώματα, τα εμβόλιμα πλάνα με τον πρωταγωνιστή να κοιτάει κατευθείαν στην κάμερα (τα οποία ούτε κατά διάνοια δε φτάνουν σε διάρκεια τα μονοπλάνα του Σουηδού) και η γενικότερη κατήφεια με το διάσπαρτο μαύρο χιούμορ, τον κάνουν να φαντάζει σαν ένας πιο απλοϊκός, «χριστιανός» συγγενής του. Οι γωνίες λήψης του και η πλοκή του φανερώνουν έναν κόσμο θλιβερό, έναν ήσυχο αγώνα προς αποκατάσταση μιας δικαιοσύνης που δεν αφορά σε νομικά αλλά σε ψυχικά κριτήρια, μια γενικότερη έλλειψη πλασματικής ευτυχίας. Όλοι οι άνθρωποι ψάχνουν τους σκοπούς της ύπαρξής τους και αναζητούν λίγες στάλες νηνεμίας προτού εκπνεύσουν. Έτσι και ο πρωταγωνιστής του έρχεται αντιμέτωπος κάθε μέρα με το θάνατο και προετοιμάζεται γι’ αυτόν, φορώντας το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο. Ψάχνει το νόημά του και όταν έρχεται η ώρα, αποφασίζει πως δεν έχει τίποτα να χάσει ώστε να ανακαλύψει τη ζωή που έχανε, βλέποντας ανθρώπους να πεθαίνουν ξεχασμένοι. 

Στα της πλοκής τώρα, ο εμφανώς αργός ρυθμός έχει κατηγορηθεί ως άλλοθι για έλλειψη περιεχομένου. Δε λέω, το λέγειν του δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη υπαρξιακή βαθύτητα και κινείται ακόμα και στα πλαίσια του συμβατικού. Όσο συμβατική τουλάχιστον μπορεί να θεωρηθεί μια βρετανική μαύρη κωμωδία (με κατιτίς ιταλικό). Όμως το συμβατικό σε αυτή τη περίπτωση, παρ’ ότι δεν είναι το ζητούμενο, καταλήγει να είναι ευπρόσδεκτο, καθώς απαιτείται και λίγη καλοσύνη προκειμένου να συγκινήσεις. Αν θέλαμε το αντισυμβατικό, είπαμε, έχουμε και τον Roy Andersson και πολλούς άλλους σκηνοθέτες να μας μιλούν κυνικά για την τραγικότητα της ύπαρξής μας. Και από εκεί που δεν το περιμένεις, έρχεται τελικά αυτό το ύπουλο χτύπημα που προκαλεί το καθαρτήριο βούρκωμα και συνεχίζεις. Ένα χτύπημα που συνοδεύεται από τη σονετοειδή, πένθιμη μουσική της Rachel Portman και την ερμηνεία του Marsan ως άλλου ανέκφραστου ανθρωπάκου που αντιτίθεται στη λήθη και ψάχνει το λιμάνι του. Άλλωστε γι’ αυτόν, το θέμα δεν είναι η τραγική ειρωνεία αυτής της ζωής, αλλά η ηρεμία του μετά. Και όσο ηθικοπλαστικό και να ακούγεται, δεν είναι τόσο. 

Δεν πρόκειται να σας φτιάξει το κέφι, πιθανόν καλοκαιριάτικα να θέλετε να ξαλεγράρετε λίγο. Αν καταλήξετε στην επιλογή του και φανείτε υπομονετικοί στα 90 λεπτά του, θα ανταμειφθείτε συναισθηματικά. Έστω και αν σας πάρει λίγη ώρα να ξαναπερπατήσετε. 


Μακριά από το Πλήθος (Far from the Madding Crowd) ***1/2**

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2015, Έγχρωμο 

Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg 

Πρωταγωνιστούν: Carey Mulligan, Juno Temple, Michael Sheen 

Διάρκεια: 119’

Η Bathsheba, μια νεαρή κοπέλα στη βικτωριανή εποχή, αποκτά αδιανόητη ανεξαρτησία, όταν περνά στα χέρια της η φάρμα του αποθανόντος θείου της. Το κύρος της, συνδυαζόμενο με τον πληθωρικό χαρακτήρα και την ομορφιά της, έλκει τρεις υποψήφιους μνηστήρες, ο καθένας από διαφορετικό ταξικό background που θα διεκδικήσουν το χέρι της. Μέσα από τα διλήμματα που τίθενται σε αυτή τη νέα κατάσταση, η Bathsheba καταλήγει να παρατηρεί και να στοχάζεται πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ καλείται να λάβει μεγάλες αποφάσεις. Η σκηνοθετική δεινότητα του αλλοτινού «δογματιστή» Vinterberg είναι δεδομένη, μετατρέποντας κάθε καρέ της ταινίας σε έναν παντοτινό πίνακα μοναδικής αισθητικής και καταφέρνοντας να αναδείξει τις πτυχές του καθενός από τους χαρακτήρες του κλασικού μυθιστορήματος. Στα παραπάνω προσθέτουμε τις υποδειγματικές για ταινία εποχής ερμηνείες και τη κατάλληλη μουσική. Αντικειμενικά μιλώντας, πρόκειται περί της πραγματικής ταινίας της εβδομάδας σε ποιοτικό επίπεδο. Ωστόσο, καθώς είναι το «σιγουράκι» της εβδομάδας στους σινεφίλ κύκλους, σχεδόν προβοκατόρικα προτιμώ να δώσω έμφαση σε κάτι άλλο που πιθανότατα να περάσει στα ψιλά, όπως το Ξεχασμένες Ζωές. Κι ας καταλήξω στο τέλος της χρονιάς να θυμάμαι την ταινία του Vinterberg πολύ πιο γλαφυρά. 


Ταξίδι στην Ιταλία (The Trip to Italy) ***1/2**

Ηνωμένο Βασίλειο, 2014, Έγχρωμο 

Σκηνοθεσία: Michael Winterbottom

Πρωταγωνιστούν: Steve Coogan, Rob Brydon, Marta Barrio 

Διάρκεια: 108’ 

Ο Steve Coogan και ο Rob Brydon συνεχίζουν το γαστριμαργικό/ενδοσκοπικό ταξίδι τους στη γεύση και το πνεύμα, μόνο που αυτή τη φορά το φόντο αλλάζει: αντί για την αγγλική ομίχλη έχουμε τις ομορφιές της Ιταλίας. Οι απανωτοί διάλογοι, οι προβληματισμοί, το ταξίδι στις γεύσεις και τον πολιτισμό είναι η κατάληξη των έξι γευμάτων στις έξι διαφορετικές ιταλικές περιοχές που επισκέπτονται. Αν ο Linklater το γύρναγε στο βρετανικό χιούμορ και αποφάσιζε να κάνει κάτι παρόμοιο με την Before… τριλογία του, επιστρατεύοντας δύο βετεράνους του βρετανικού χιούμορ, κάπως έτσι θα κατέληγε η προσπάθειά του. Συνέχεια του Ταξιδιού του Winterbottom, δίνει ακόμα περισσότερο χώρο στους δύο φλεγματικούς πρωταγωνιστές να μιλήσουν για τις ζωές τους, τις καριέρες τους, το Λόρδο Βύρωνα και, τελικά, να καταστήσουν θαμπό το όριο μεταξύ ορατού σεναρίου και κεφάτου αυτοσχεδιασμού. Από τις πιο ευχάριστες θερινές προτάσεις που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. 


Όσο Είμαστε Νέοι (While We’re Young) *****

ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο 

Σκηνοθεσία: Noah Baumbach

Πρωταγωνιστούν: Ben Stiller, Naomi Watts, Adam Driver 

Διάρκεια: 97’ 

Πάει καιρός από τότε που ο Josh και η Cornelia ήταν στη μετεφηβική τους περίοδο και νόμιζαν ότι έχουν όλο τον καιρό μπροστά τους. Πλέον είναι σαραντάρηδες, έχουν προσπαθήσει επανειλημμένα να κάνουν παιδί με αποτυχία, ο Josh οχτώ χρόνια παλεύει να βγάλει το ντοκιμαντέρ που θα διαδεχθεί την προηγούμενη επιτυχία του. Γνωρίζονται  με ένα νεαρό ζευγάρι, τον Jamie και την Darby, δύο χίπστερς που επιμένουν να ζουν νοητά σε παρελθοντικές δεκαετίες, ενώ ο Josh δένεται παραπάνω με τον Jamie όταν του αποκαλύπτει πως είναι σκηνοθέτης και μάλιστα θαυμαστής του. Μέσα  από αυτή τη γνωριμία, θα προσπαθήσουν να ξανααισθανθούν νέοι και να εκμεταλλευτούν τη δεύτερη ευκαιρία που τους δίνεται. Δεν ξέρω αν ο Baumbach ταυτίζεται με τους πρωταγωνιστές του, αλλά σίγουρα δείχνει να είναι εραστής (αν όχι «θρήσκος») της χίπστερ κουλτούρας που το δεύτερο ζευγάρι του ενστερνίζεται. Έτσι, το χιούμορ του προσπαθεί να γίνει κάπως πιο hip «Woody Allenικό», με σαφείς δόσεις κυνισμού, χωρίς, πραγματικά να καταφέρνει τίποτα καινούριο. Τι καταφέρνει, όμως; Να φτιάξει μια αξιοπρεπέστατη κωμωδία που βλέπεται «δροσιστικά», χωρίς καμία ξεχωριστή ερμηνεία ή κάποιο πρωτότυπο τέχνασμα. Και αυτό είναι επίτευγμα. Οπότε εκτιμήστε την για το σωστό λόγο, μην έχοντας υπερβολικές απαιτήσεις που δεν καλύπτει. 


Slow West *****

Ηνωμένο Βασίλειο, Νέα Ζηλανδία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: John Maclean

Πρωταγωνιστούν: Kodi Smit-McPhee, Caren Pistorius, Michael Fassbender 

Διάρκεια: 84’ 

Ο Jay κατάγεται από μια σκωτσέζικη οικογένεια αριστοκρατών και είναι ερωτευμένος με τη Rose, μια κοπέλα πτωχή πλην όμως όμορφη. Η Rose με τον πατέρα της αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Αμερική και ο Jay αποφασίζει να ταξιδέψει προκειμένου να την ξαναβρεί. Μέσα στο άγριο τοπίο, θα συναντήσει τον Silas, έναν κυνηγό κεφαλών που του υπόσχεται να τον συνοδεύσει στον προορισμό του έναντι πληρωμής. Παρά το επικείμενο δέσιμο των δύο, οι σκοποί τους ως προς το ταξίδι δεν παύουν να είναι διαφορετικοί. Slow west indeed, με το ρυθμό να κινείται με ράθυμες ταχύτητες και να δίνεται περισσότερη έμφαση στην ενδοσκόπηση παρά στη δράση. Η αλήθεια, όμως, είναι πως, παρά την εναλλακτική και κάπως μοντέρνα ματιά πάνω στην Άγρια Δύση (με Cohenικά εφαλτήρια), δεν καταφέρνει να έχει πλήρη συνοχή ή ισορροπία μεταξύ των γεγονότων, δημιουργώντας μια εικόνα ασύμμετρη, ολίγον τι κουραστική σε σημεία και, εν τέλει, όχι τόσο «φρέσκια» όσο προϋποθέτει. Η φωτογραφία της, η μουσική με τον βαλς ρυθμό της και η ερμηνεία του Fassbender είναι αυτά που στο τέλος της ανεβάζουν κάπως τη συνολική της αξία.

Στην επόμενη σελίδα: Boychoir/Terminator:Genisys/Insidious:Chapter 3