Μακριά από τους Ανθρώπους (Loin des Hommes) *****
Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: David Oelhoffen
Πρωταγωνιστούν: Viggo Mortensen, Reda Kateb, Djemel Barek
Διάρκεια: 101’
1954: το αντάρτικο κατά των Γάλλων αποικιοκρατών βρίσκεται στιγμές πριν την οριστική του έκρηξη. Σε ένα απομονωμένο χωριό, ο δάσκαλος Daru καλείται να αναλάβει μια σημαντική αποστολή: να συνοδεύσει τον Mohamed, κάτοικο του χωριού και κατηγορούμενο για δολοφονία, στην πόλη για να δικαστεί και να εκτελεστεί. Έχοντας τις αντιρρήσεις του και όντας άρδην διαφορετικός στην ιδιοσυγκρασία του, ο Daru δέχεται. Μέσα από το ταξίδι τους, οι δύο άντρες θα γνωριστούν καλύτερα, θα βρουν όσα τους ενώνουν μα θα νιώσουν και το μίσος του υπόλοιπου κόσμου, με πρώτο και κύριο αυτό του Γαλλικού στρατού. Μαζί, θα κηρύξουν την προσωπική τους επανάσταση απέναντι σε ό,τι τους δυναστεύει. Αργόσυρτο, υπαρξιακό (μην ξεχνάμε, είναι βασισμένο σε έργο του Camus), πολιτικοποιημένο και, εν τέλει, βαρύ ψυχικά, το Μακριά Από Τους Ανθρώπους καταφέρνει να αφιερωθεί εξίσου σε όλα τα ζητήματα που προσπαθεί να αναλύσει, χωρίς να φαίνεται ούτε στιγμή πληκτικό. Και ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, έχει και εκπληκτική φωτογραφία.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ταινιών των τελευταίων χρόνων που προσπάθησαν να συνδυάσουν το λογοτεχνικό τους πυρήνα με την κινηματογραφική τους όψη και να καταφέρουν να αποδείξουν τόσο την πιστότητα της μεταφοράς όσο και την σκηνοθετική τους ιδιαιτερότητα. Ιδιαίτερα στην περίπτωση ενός συγγραφέα όπως ο Albert Camus, το γραπτό του είναι μια πρόκληση για τον αναγνώστη, πόσο μάλλον για τον σκηνοθέτη που θα επιλέξει να του δώσει τη διάσταση του ορατού, να το οπτικοποιήσει. Ο David Oelhoffen δε δείχνει πάντως να πτοείται από τη δοκιμασία που θέτει στον ίδιο του τον εαυτό και καταλήγει, μάλιστα, να τιμά το συγκεκριμένο γραπτό (τη Φιλοξενία) με την επιμονή και την κοινωνική/καλλιτεχνική του ανησυχία.
Η κάμερα μεταφέρει το θεατή σε έναν τόπο που στα μυαλά πολλών μέχρι κάποτε φάνταζε εξωτικός, για να αποδείξει ότι είναι τόσο κακοτράχαλος όσο και οι καταστάσεις που ζουν οι κάτοικοι/ήρωες του. Η Αλγερία μπορεί να έχει επαινεθεί στα γραπτά του Camus και στους πίνακες του Cezanne, μα τουλάχιστον στον 20ο αιώνα, δεν έπαυε να είναι μια χώρα που η φυσική της ομορφιά πέρναγε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τον κοινωνικό της αναβρασμό. Η ματιά του σκηνοθέτη καταφέρνει να τονίσει τι σημαίνει χειμώνας στα αφρικανικά οροπέδια, τονίζοντας τον πορτοκαλί υπέρλαμπρο ήλιο που χαϊδεύει τις βουνοπλαγιές, μα αφήνοντας και τον τσουχτερό άνεμο να εννοηθεί. Μια φωτογραφία τόσο καθαρή, μα συνάμα τόσο αιθέρια θολή, που δεν αφήνει τους πρωταγωνιστές (και το κοινό) να απολαύσουν τις χάρες της. Και αυτό επειδή ξαφνικά θυμόμαστε πως βλέπουμε στυγερές αιματοχυσίες να λαμβάνουν χώρα στο όνομα της ελευθερίας, στο όνομα των ανθρώπων που επιθυμούν την αλλαγή και την καταπολέμηση των εσωτερικών και εξωτερικών εμποδίων.
Αισθητικά, η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο από αυτά είναι οι σκηνές που η πλοκή προχωρά πιο γοργά, που οι πυροβολισμοί πέφτουν σαν βροχή, χωρίς, ωστόσο, να θυμίζουν κάποια πολεμική ταινία εποχής. Το συναισθηματικό βάρος και το πολιτικό περιεχόμενο αυτών των σκηνών μπορεί να φέρει στο νου ακόμα και τις πιο ευθεία «μάχιμες» στιγμές του Ken Loach, με την τραγικότητα και την αλήθεια που περιέχουν πίσω από τις βιαιότητες, ωστόσο περισσότερο «καλλωπισμένες» από τον άμεσο ρεαλισμό του Loach. Από την άλλη, όμως, υπάρχει η σιωπηλή, συντριπτική μεριά της ταινίας, που της δίνει τον κατάλληλο χώρο ώστε να αναπνεύσει και να εκπέμψει τη βαθύτητα των ζητημάτων της κατευθείαν στο νου του θεατή. Αυτές οι σιωπές που θυμίζουν τις μοναχικές πορείες στη φύση που κανένας ανθρώπινος ήχος δεν μπορεί να καλύψει τον εσωτερικό διάλογο. Και στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Viggo Mortensen, απαντάται όχι απλά ο ταλαιπωρημένος αντάρτης που παλεύει για τα προσωπικά του ιδανικά, μα και ο άνθρωπος που παλεύει για την ψυχική του λύτρωση.
Ένα σίγουρο και σαφές δείγμα γαλλικού κινηματογράφου ως προς το τι θέλει να πει και με ποιόν τρόπο επιλέγει να το κάνει. Μπορεί στην αντίπερα όχθη η (πάντα εξαίσια) Juliette Binoche να με κάνει, με την ερμηνεία της στο 1.000 Φορές Καληνύχτα, να θέλω να της δώσω τον τίτλο της εβδομάδας λόγω της εκπληκτικής της ερμηνείας, μα η συγκεκριμένη ταινία έχει πολλά εμφανέστερα προτερήματα προκειμένου να μη φανώ δίκαιος.
1.000 Φορές Καληνύχτα (1,000 Times Good Night) *****
Νορβηγία, Ιρλανδία, Σουηδία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Erik Poppe
Πρωταγωνιστούν: Juliette Binoche, Nikolaj Coster-Waldau, Maria Doyle
Διάρκεια: 117’
Μετά τον τραυματισμό της σε μια από τις αποστολές της στην Καμπούλ, η ριψοκίνδυνη φωτογράφος Rebecca γυρνά πίσω στην οικογένειά της. Εκείνοι αγανακτούν πλέον με την αγωνία που αυτή τους αναγκάζει να ζουν και της θέτουν το μεγαλύτερο δίλημμα: να παραιτηθεί από τη δουλειά της ή να τους χάσει από κοντά της. Μην έχοντας επιλογή, τους κάνει τη χάρη και προσπαθεί να προσαρμοστεί στη ζωή της νοικοκυράς. Προκύπτει, όμως, μια νέα αποστολή, αυτή τη φορά στην Κένυα, θεωρούμενη απόλυτα ασφαλής. Ποια θα είναι η επιλογή της γυναίκας που δείχνει να ασθμαίνει μακριά από το πάθος της; Παρά την άψογη ερμηνεία της Juliette Binoche, η οποία κρατά στους ώμους της ολόκληρη την ταινία, το σενάριο δείχνει να συναντά αρκετά προβλήματα με την παιδική του αφέλεια σε σημεία (ο διάλογος της Binoche με την κόρη της σχετικά με το έργο της θυμίζει παιδική σειρά «συνειδητοποίησης»), ενώ οι δευτεραγωνιστές φαίνονται λιλιπούτειοι μπροστά της και όχι λόγω του εκτοπίσματός της. Πιθανόν χειρότερος, ο παρτενέρ της, Nikolaj Coster-Waldau, ο οποίος μιλά διαρκώς με μπατμανίστικη (δεν αστειεύομαι) βραχνάδα σαν να παίζει το μοιραίο άντρα σε σαπουνόπερα. Ωστόσο η μελαγχολική σκηνοθεσία δεν την αφήνει να κατρακυλήσει ολότελα στα μονοπάτια του μελοδράματος και εν μέρει τη γλιτώνει από σίγουρο πνιγμό.