Αν μιλήσουμε αυστηρά με όρους pop, η δεκαετία του ’70 είναι η αγαπημένη μου. Εντάξει, τα 60s υπήρξαν η εποχή του τοκετού. Και τα 80s ήταν γεμάτα από την ηλεκτρονική  ζάχαρη του  νεο-ρομαντισμού (απ’ την οποία είναι δύσκολο να απεξαρτηθείς, αν μέσα στο βαζάκι της μεγάλωσες ). Όμως ποτέ όσο στα seventies, η λαϊκή τέχνη δεν υπήρξε τόσο αυστηρή, βαθειά και μελαγχολική στην συνάντησή της με τα μεγάλα πλήθη.

popaganda_delivorias_1

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως ο mainstream κινηματογράφος κυριαρχούνταν από ταινίες όπως το MASH, o Νονός, το Chinatown, η Φωλιά του Κούκου, ο Ταξιτζής, ο Νευρικός Εραστής, το Life of Brian. Ή πως, στα εφηβικά δωμάτια, το ρόλο του σούπερσταρ-και όχι της εναλλακτικής αυθεντικούρας- κατείχαν ο Νιλ Γιανγκ, η Τζόνι Μίτσελ, ο Πολ Σάιμον, ο Στίβι Γουόντερ, οι Roxy Music, οι Genesis. Όσο για τα next big things, ο λάτρης του παρθενικού υμένα μουσικοκριτικός μπορούσε να διαλέξει για το παραλήρημά του ανάμεσα στον Γουέιτς, τον Σπρίνγκστιν, την Πάτι Σμιθ και την Κέιτ Μπους – μεταξύ πολλών άλλων.

Η δεκαετία ξεκίνησε με τη λιποθυμία του πολέμου του Βιετνάμ πάνω στα σπασμένα τηλέφωνα των γραφείων του Γουότεργκεϊτ. Και τέλειωσε με τις εκρήξεις στην Βρετανία (και το πανκ φυσικά- ένα 70 μέσα στο 70, που μέσα του εμπεριέχεται ήδη η «εποχή» όλων μας «στη κόλαση»). Όλη η μουσική, όλο το σινεμά, ολόκληρη η μαζική τέχνη ήταν ένας γλυκόπικρος αποχαιρετισμός στον κόσμο που θα έφευγε για πάντα με τον Ρέϊγκαν, την Θάτσερ και την πρώτη αμήχανη επιλογή του πρώτου vj του MTV.

Έχουν περάσει 34 χρόνια απ’την αυλαία της «ώριμης δεκαετίας». Και το μισοξεχασμένο πλήθος κάτι αναγνωρίζει ακόμα στους ρόλους κλόουν που επιφυλάσσονται πλέον στον Ντε Νίρο και στον Νίκολσον, στην οσκαρική εμμηνόπαυση του Σκορσέζε, στην ξαφνική εμφάνιση ενός ξεσπιτωμένου γεροντίου στο Glastonbury. Κάπου μέσα στον κόσμο, ο τελευταίος αδηφάγος συλλέκτης των απάντων των Python, τοποθετεί αναστενάζοντας στην ταινιοθήκη του το Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι, όπου -μεταξύ άλλων- ο Τζον Κλις ανακρίνει υπερήφανους Έλληνες (εκλεκτούς, φυσικά, του Παντοδυνάμου) σε μια ψηφιακή Κρήτη.

Τώρα, λοιπόν, τα αγαπάω τα 70s περισσότερο: τώρα, που αφομοιώνονται μέσα στη σύγχρονη εκδοχή του κιτς , για να υπάρξουν όπως-όπως. Λίγο πριν να κλειστούν αθόρυβα (ρεζιλεμένα ή αξιοπρεπώς)  στο τελευταίο τους σπίτι.

Έτσι, όταν πρωτομπήκε αυτή τη βδομάδα και στο δικό μου σπίτι το  Spotify («άλλο ένα αναμφισβήτητο σημάδι του οριστικού τέλους», όπως μου έγραψε ο Κωστής Χριστοδούλου), δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Διέκοψα τις ακροάσεις των Nine Inch Nails, της Neko Case και των 65daysofstatic και κατέβηκα στα παραπεταμένα εικονίδια του Έλτον Τζον, του Έλβις Κοστέλο και του Sting, που μισοκρύβονταν μες στις υπόλοιπες νέες κυκλοφορίες του Σεπτεμβρίου κι ήταν σα να σου λένε «Μη μας γυρνάς την πλάτη. Εσύ, τουλάχιστον».

Αν μιλήσουμε αυστηρά με όρους pop, η δεκαετία του ’70 είναι η αγαπημένη μου. Τα  60s υπήρξαν η εποχή του τοκετού. Tα 80s ήταν γεμάτα από την ηλεκτρονική  ζάχαρη του  νεο-ρομαντισμού. Όμως ποτέ όσο στα seventies, η λαϊκή τέχνη δεν υπήρξε τόσο αυστηρή, βαθειά και μελαγχολική στην συνάντησή της με τα μεγάλα πλήθη.

Τρεις ψευδώνυμοι Βρετανοί, λοιπόν,  με κοίταζαν πρεσβυωπικά από τα χαμηλά της οθόνης. Ο νεώτερος  κλείνει σε λίγους μήνες τα 60. Και οι τρεις  ξεκίνησαν στο πνευματικό τοπίο της σεβεντίλας. Δεν υπήρξε όμως εγκαίρως κανένας απ’ αυτούς τόσο διπολικός και καταχρηστικός ώστε να σηκωθεί κάποτε στις πιο υψηλές θέσεις του νεκροφιλικού εικονοστασίου.

Βεβαίως, το «αμάρτημα» των συγκεκριμένων τριών ως προς το ρομαντικό εφηβικό πνεύμα, δεν είναι μόνο η γήρανση. Δύο εξ αυτών υπήρξαν από κόλακες όλων των Βασιλικών Αυλών του κόσμου, μέχρι αυτόκλητοι Σωτήρες του Αμαζονίου.Τα λεφτά και η κούφια ενοχή που τα συνοδεύει, έχουν σχεδόν εξαφανίσει την έννοια του Προσώπου απ’τη δημόσια εικόνα τους.Το ίδιο έκανε και η εγκυκλοπαιδική εργασιομανία για τον τρίτο – αυτή η περίεργη εμμονή να μην υπάρξει βρώμικη γωνιά του ροκ εν ρολ που να μην την σαμπλάρει, να μην την καθαγιάσει μέσα από κάποιο διανοούμενο άλλοθι.

Αυτοί επέλεξα να απασχολήσουν το σημερινό «Αριστούργημά μου», ως ερώτημα: μπορεί να δημιουργηθεί ένα δισκογραφικό αριστούργημα μέσα στις δάφνες, μέσα στην αγρανάπαυση, μέσα στο Rock and Roll Hall of Fame; Το διόδιο του αριστουργήματος  είναι μόνο η αθωότητα-και η καινοτομία;

Στην επόμενη σελίδα: ο Έλτον Τζον δεν το βάζει κάτω.