Αίσθηση Αμαρτίας *****

Κίνα, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ζία Ζανγκέ

Πρωταγωνιστούν: Ζιάνγκ Γου, Λούο Λανσάν, Μενγκ Λι

Διάρκεια: 133’

Η αποτελούμενη από τέσσερις ιστορίες σπονδυλωτή ταινία του Ζία Ζανγκέ παρατηρεί με ταιριαστά οξύ σκηνοθετικό βλέμμα τέσσερις διαφορετικούς χαρακτήρες και τις αιτίες που τους ωθούν σε βίαιες πράξεις. Ένας δικομανής εργάτης ορυχείων, ένας σιωπηλός μηχανόβιος που οπλοφορεί, μια ρεσεψιονίστ σε σπα που διατηρεί παράνομο δεσμό με παντρεμένο άντρα και ένας νεαρός που αποζητά ένα καλύτερο οικονομικό αύριο θα βρεθούν αντιμέτωποι με την κοινωνική αδικία και διαφθορά που η χώρα τους κυοφορεί. Ο ασιατικός κινηματογράφος για ακόμα μια φορά κάνει το θαύμα του.

Αισθηση αμαρτιας

Δείχνω ιδιαίτερη συμπάθεια προς τις ταινίες που έχουν σπονδυλωτή δομή. Δεν είμαι σίγουρος αν γι’ αυτό ευθύνεται η σύντομη διάρκεια των υποϊστοριών τους που επιτρέπει την ανανέωση της προσοχής του θεατή ή το υποσυνείδητο αίσθημα ότι, κατά μια έννοια, βλέπω περισσότερες από μια ταινίες στη συσκευασία του ενός. Όπως και να ‘χει, στην κοινωνία που η οικονομία της προσοχής είναι ένας όρος δόκιμος, που μας απασχολεί ιδιαίτερα το αν μια ταινία «μας κρατάει» ή όχι, αυτού του είδους οι ταινίες πάντα αποτελούν ένα δροσερό διάλειμμα από μια γραμμική πλοκή που ενδέχεται να κάνει κάποια στιγμή κοιλιά. Λιγότερος χρόνος-περισσότερη προσοχή στη χρήση του.

Έτσι ο Ζία Ζανγκέ εκμεταλλεύεται αυτή τη δομή προκειμένου να μας πει όσα θέλει για ένα ζήτημα που δεν σταματά να υφίσταται: την κυκλική γέννα της βίας, από πάνω προς τα κάτω και αντίθετα και τα διαφορετικά συμπτώματα που οι «ασθενείς» εκδηλώνουν, όταν τελικά μολυνθούν από αυτή. Από την πλήρη απορρόφηση της βίας στον οργανισμό του ατόμου με αποτέλεσμα την άσβεστη δίψα για αίμα ή την ψυχρή λογική του νόμου της ζούγκλας μέχρι το «κλατάρισμα» και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις υπάρχει μια στοιχειώδης απόσταση, δεν είναι όλοι εξίσου πιθανοί υποψήφιοι δολοφόνοι.

Μέσα σε αυτές τις τέσσερις ιστορίες, η πολυπρόσωπη εξέταση των ενδεχόμενων αντιδράσεων πραγματοποιείται με συγκεκριμένους σκοπούς: την απονομή ευθυνών στο ίδιο το σύστημα, που επιτρέπει την ύπαρξή αυτών των φαινομένων, χωρίς να μεριμνά για την εξουδετέρωση όποιων περιστατικών καταπατούν το δικαίωμα στην ψυχική ασφάλεια. Πολιτικοί με τζούφιες υποσχέσεις, εγκληματίες που επιθυμούν τον όλεθρο, τραμπούκοι μαφιόζοι, εργοδότες που ενδιαφέρονται για το αν τρέχει η μηχανή και όχι για τη συντήρηση των γραναζιών (και περνάνε την ίδια λογική και στα γρανάζια, τα οποία εξαγριώνονται/απογοητεύονται). Καταγγέλλει με επιχειρήματα, μελετώντας μέσα-έξω δείγματα ανθρώπων εκτεθειμένων στη βία.

http://youtu.be/fr4qHPRN31w

Η σκηνοθεσία ακολουθεί τακτικές προσαρμογής στην κάθε ιστορία. Ο «ηρωικός» χαρακτήρας της πρώτης ιστορίας, χρησιμοποιεί παραπομπές στην κινέζικη όπερα, το φλάμπουρο της μάχης και την αντιπαραβολή της αντίστοιχης μουσικής με την αναζήτηση της δικαιοσύνης. Η αντιθετική δεύτερη ιστορία, με το δίπτυχο επαρχία/άστυ, παίζει με τα χρώματα και τις κλίμακες της εικόνας με τρόπο τέτοιο που αποδεικνύει τη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στην αναδυόμενη καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η κάθοδος στην παράνοια της τρίτης, βρίσκει το σκηνοθέτη να συνομιλεί με το σουρεαλισμό και την κατά τόπους αφαιρετικότητα, μα και την παρωδία των ταινιών ξιφομαχίας, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η χρήση της εστίασης που δείχνει να θολώνει συχνά-πυκνά τον περίγυρο.

Και η νυχτερινή αμαρτία της τέταρτης επιστρατεύει τους αισθησιακούς φωτισμούς του Φασμπίντερ και έντονους θρησκευτικούς συμβολισμούς για να δείξει τη συντριβή του ατόμου που βλέπει για πρώτη φορά το πηχτό σκοτάδι να έρχεται κατά πάνω του. Όπως, όμως, όλη η ταινία έχει έναν κοινό θεματικό γνώμονα, έτσι και αυτές οι αλλαγές στη χρήση των σκηνοθετικών τεχνασμάτων δε σημαίνουν πως δεν έχει ένα στυλ κατά τα’ άλλα κοινό και ίσο, αντιθέτως προσθέτουν μια ευχάριστη αίσθηση αλλαγής στο γενικότερο σύνολο. Και η τελευταία σκηνή αποτελεί ένα  καλαίσθητο αίνιγμα/παράθυρο προς έναν άλλο κόσμο.

Μια ταινία που αφορά τους πάντες, φολκλορική κατά μια έννοια μα σίγουρα με διεθνή χαρακτήρα. Σαν ένα ντοκιμαντέρ για τα έθιμα μιας άλλης χώρας που βλέπεις και λες «και εμείς δεν έχουμε κάτι παρόμοιο;», μα αφορά σε μια πραγματικότητα κοινωνική και όχι λαογραφική. Μόνο που δεν είναι «παρόμοια» αυτά που βλέπουμε, αλλά ως ένα βαθμό ίδια.

Στην επόμενη σελίδα: Η Αόρατη Γυναίκα