Δευτέρα ή Τρίτη
– αδιάφορη στο χρόνο η γνώση
ήρθε η μέρα που δεν πρόσμενα.
Άνοιξε το παράθυρο
και μπήκε μέσα
σαν μνήμη αλλιώτικη
– ούτε μικρή ούτε μεγάλη
ούτε γλυκιά ούτε πικρή.
Σαν αεράκι που κλείνει μια μέρα σιωπηλά
χωρίς απολογισμούς.
Στον ώμο ενός φίλου έκλαψα γοερά
μιλώντας ακατάληπτα γι’ άσχετα πράγματα
με το παράπονο της έλλειψης,
που κάπως έτσι είχα συνηθίσει.
Βγήκα μονάχη στο παράθυρο
να συναντήσω τη θύμησή σου
χωρίς τον θόρυβο του έρωτα.
Δεν ήσουν εκεί.
Ένα νέο φεγγάρι άνθιζε στο παράθυρό μου.
Ίσως, εκείνη η άνοιξη
να ήταν μια νέα ελπίδα.