Σαν στέγνωσε απ’ τα δάκρυα η γυναίκα
κεντάει με κέντρο τον Χριστό
μια μαξιλαροθήκη. Κάνει γύρω γύρω
 τους δώδεκα αποστόλους με κεντίδι
πολύχρωμο και ζώνες απ’ τα θάματα:
τον παραλυτικό και τον δαιμονισμένο,
την κόρη του Ιάειρου, το γάμο της Κανά,
τον Λάζαρο απ’ τον τάφο κι άλλα τέτοια.

Αυτά δεν το ‘χε για σκοπό της να φορέσει
σε μαξιλάρι της – θα τα διπλώσει και θα βάλει
ξερά τριαντάφυλλα στις κόχες να μοσκοβολάνε
στο ερμάρι μέσα με τ’ απάρθενα προικιά.

Πες ήταν ένας τρόπος να τον κλάψει
ακόμα πιο πολύ, σαν στέρεψε η πηγή της.