Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε με τον Αλή παρατήρησα ότι τα χέρια του ήταν γεμάτα σημάδια από χτυπήματα. Πολλά προσφυγόπουλα κουβαλάνε τέτοια σημάδια στο σώμα τους ως μια υπόμνηση της βίας και της κακοποίησης που έχουν υποστεί. Κάθε ουλή συνήθως κρύβει μια τραγική ιστορία.
Στην περίπτωση του Αλή, όμως, υποδηλώνει πείσμα και απωθημένο μαζί. Είναι από τις τούμπες που έχει φάει παίζοντας ποδόσφαιρο στα τσιμέντα. Εκείνο το ποδόσφαιρο που είναι πλέον λησμονημένο στο δυτικό κόσμο και ξεπηδά μόνο ως ρομαντική αφήγηση των παλαίμαχων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σε πολλά ρημαγμένα – από τις πολεμικές επεμβάσεις και τη φτώχεια – μέρη του κόσμου, όμως, παίζεται ακόμα.
Ο Αλή έκανε τις πρώτες του ντρίπλες στο Αφγανιστάν και χρειάστηκε να διανύσει μια τρομερά δύσκολη διαδρομή για να μπορεί πλέον να τις κάνει στο χορτάρι φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Η προσφυγική κρίση των τελευταίων χρόνων είναι αναμφισβήτητα το συγκλονιστικότερο γεγονός της εποχής μας. Αναζωπυρώνει αναπαραστάσεις πόνου και βίας που είχαν καταχωνιαστεί στα βάθη της συλλογικής μνήμης και σκαλίζει το υπαρξιακό άγχος.
Η τομή του προσφυγικού ζητήματος δεν άφησε καμία σφαίρα της κοινωνικής πραγματικότητας και κανέναν κλάδο ανεπηρέαστο. Ακόμα και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο που ολοκληρώνει τη διαδικασία απόλυτης στεγανοποίησης απέναντι στα κοινωνικά συμφραζόμενα ταρακουνήθηκε από το εξελισσόμενο ανθρωπιστικό δράμα.
Ούτως η άλλως ανάμεσα στους χιλιάδες ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από τους τόπους τους, βρίσκονται τόσο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, όσο και έφηβοι που μεγάλωσαν αγκαλιά με μια μπάλα και επένδυσαν πάνω της το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.
Ο Αλή είναι ένας από αυτούς. Γεννήθηκε σε μια επαρχία του Αφγανιστάν το 2001, όταν δηλαδή έπεσαν οι πρώτες made in USA βόμβες μετατρέποντας σταδιακά τη χώρα σ’ ένα ματωμένο λάφυρο μεταξύ ξένων δυνάμεων και εγχώριων συμμοριών, αφού ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δε σταμάτησε ποτέ.
Παιδί μιας φτωχής οικογένειας με γονείς που αναγκάζονται να δουλεύουν ως περιστασιακοί εργάτες στο Ιράν, έκανε την επιλογή της εξόδου πριν από περίπου τρία χρόνια. «Πρώτα έφυγε ο αδερφός μου και πήγε στη Σουηδία. Το 2016 αποφάσισα να φύγω κι εγώ. Στο Αφγανιστάν δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Η ίδια η καθημερινότητα είναι ένα μεγάλο και άλυτο πρόβλημα. Το πιο απλό πράγμα του κόσμου, το να πας από τη μια πόλη στην άλλη, γίνεται περιπέτεια. Υπάρχουν συγκρούσεις και ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα. Δεν ήμασταν ασφαλείς. Δεν ήμασταν ελεύθεροι. Γι’ αυτό έφυγα, για να βρω λίγη γαλήνη και μια καλύτερη ζωή» λέει.
«Στο Αφγανιστάν δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Η ίδια η καθημερινότητα είναι ένα μεγάλο και άλυτο πρόβλημα.»
Οι γονείς του έμειναν πίσω. Ταξίδεψε μόνος του με τέσσερις φίλους. Πήγε πρώτα στο Πακιστάν, μετά στο Ιράν, στην Τουρκία κι από κει στην Ελλάδα. Έδωσε συνολικά περίπου 3000 δολάρια στα κυκλώματα διακινητών , ένα ποσό δυσβάσταχτο για μια μέση αφγανική οικογένεια. «Ήταν πολύ επικίνδυνο ταξίδι. Κάποια κομμάτια έπρεπε να γίνουν νύχτα χωρίς καμία απολύτως προστασία και με ένοπλες συμμορίες ληστών να καραδοκούν για να σου πάρουν τα λεφτά. Στο Ιράν οι συνοριοφύλακες πυροβόλησαν ένα από τα αυτοκίνητα που μας μετέφεραν. Από το Ιράν στην Τουρκία έπρεπε να περπατήσουμε για τέσσερις ώρες στο βουνό μέσα στο κρύο. Είχαμε ακούσει ιστορίες για ανθρώπους που δεν άντεξαν και πέθαναν από το κρύο και τις κακουχίες. Ήταν ανατριχιαστικό. Στην Τουρκία ευτυχώς μείναμε μόνο 3-4 μέρες. Περιμέναμε να ηρεμήσει ο καιρός για να μπούμε στη βάρκα. Ταξιδέψαμε νύχτα σ’ ένα φουσκωτό στη μέση του πελάγους. Κι εκεί φοβήθηκα πολύ. Στη Λέσβο τουλάχιστον υπήρχαν εθελοντές που μας βοήθησαν να προσεγγίσουμε με ασφάλεια την ακτή και μας πρόσφεραν κουβέρτες και τσάι», θυμάται.
Η ταλαιπωρία του Αλή δε σταμάτησε εκεί. Ο στόχος του ήταν να πάει στη Γερμανία αλλά ο «Βαλκανικός Δρόμος» είχε σφραγιστεί αμετάκλητα , αφήνοντας μετέωρους στην Ελλάδα χιλιάδες ανθρώπους με μόνη επιλογή να παρακολουθούν απρόθυμα τη ζωή τους να βαλτώνει πίσω από τα συρματοπλέγματα των καταυλισμών. Ο Αλή προσπάθησε να φύγει με κάθε τρόπο.
Αρχικά επεδίωξε να περάσει τα σύνορα με τη FYROM αλλά η Αστυνομία της γειτονικής χώρας τον απώθησε πίσω στο ελληνικό έδαφος. Μετά προσπάθησε να φύγει με καράβι από την Πάτρα αλλά τον συνέλαβαν όπως είχε κρεμαστεί στις ρόδες ενός φορτηγού.
Προσαρμόστηκε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να μείνει στην Ελλάδα και να οργανώσει εδώ τη ζωή του. Αφού έμεινε λίγες μέρες στο Ελληνικό, στη συνέχεια βρήκε καταφύγιο στην κατάληψη φιλοξενίας προσφύγων στο 5ο Λύκειο. Η κατάληψη έγινε το προσωρινό του σπίτι για 10 μήνες. Εκεί βρήκε φίλους, αποδοχή, φροντίδα και κυρίως μια αυλή για να ξαναπαίξει μπάλα. Γιατί σ’ αυτό το όνειρο είχε γαντζωθεί τόσο καιρό.
Όταν είσαι 15 ετών και διασχίζεις το μισό πλανήτη μόνος σου, πρέπει να κυνηγάς μια χίμαιρα και να χεις την τύχη με το μέρος σου για να γλιτώσεις από δεκάδες κινδύνους που στην έχουν στημένη στη γωνία.
Ο Αλή είχε με σαφήνεια προσδιορίσει από πολύ νωρίς τη δική του προοπτική και μέσα στην ατυχία του, στάθηκε τυχερός. Βρήκε στο δρόμο μου πρώτα την κατάληψη και στη συνέχεια μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση που ασχολούνταν με ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες. Τους εκμυστηρεύτηκε την επιθυμία αλλά και την αποφασιστικότητα που είχε να παίξει ποδόσφαιρο.
Οι άνθρωποι της οργάνωσης απευθύνθηκαν στην ακαδημία του Ολυμπιακού και κάπως έτσι άρχισε να σχηματοποιείται μια παιδική φαντασίωση. «Από έξι χρονών παίζω μπάλα. Κάθε απόγευμα παίζαμε με τους φίλους μου. Μάλιστα το χειμώνα όταν είχε χιόνι, καθαρίζαμε το έδαφος από το χιόνι, ρίχναμε λίγο αλάτι και παίζαμε. Η μοναδική ελληνική ομάδα που ήξερα όταν ζούσα στο Αφγανιστάν ήταν ο Ολυμπιακός, επειδή έπαιζε στο Champions League. Ήθελα να ενταχθώ στην ακαδημία του Ολυμπιακού. Πήγα, με δοκίμασαν και πήραν. Κανονικά πρέπει να πληρώνεις στην ακαδημία αλλά εμένα με πήραν χωρίς λεφτά. Ο προπονητής μου με ενθαρρύνει πολύ. Πιστεύω ότι στην αρχή δεν ήμουν καλός αλλά με βοήθησε, μου έδωσε ευκαιρίες και βελτιώθηκα. Τώρα είμαι χαρούμενος. Ελπίζω να τα καταφέρω και να φτάσω ψιλά. Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου», λέει ο Αλή.
Ο Αλή χάρη στην επιμονή και τη θέληση του κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του και να αποκτήσει μια νέα κανονικότητα που κουβαλάει μεν το τραύμα της απώλειας αλλά έχει έναν ανοιχτό ορίζοντα μπροστά της. Μένει πλέον σ’ έναν ξενώνα προσφύγων , πηγαίνει το πρωί σχολείο και το απόγευμα στην προπόνηση. Στις 15 Γενάρη ήταν τα γενέθλια του. Πέρασε και τυπικά τη γραμμή της ενηλικίωσης. Έχει το δικαίωμα για έναν χρόνο ακόμα να αγωνίζεται στις ακαδημίες και στη συνέχεια να προσπαθήσει να ενταχθεί επαγγελματικά σε κάποια ομάδα. Το είδωλο του, όπως στους περισσότερους πιτσιρικάδες του πλανήτη, είναι ο Λιονέλ Μέσι. Μέσα στο γήπεδο βγάζει ενέργεια και δύναμη, ξεφεύγει από την απόγνωση και τη μοναξιά, μπαίνει έστω και φευγαλέα σε μια κάψουλα λήθης , όπου το μοναδικό που έχει αξία είναι η χαρά του παιχνιδιού.
«Ο Αλή αγαπάει αληθινά το ποδόσφαιρο. Έχει εντυπωσιακή θέληση. Με όσα έχει περάσει, έρχεται εδώ και δίνει το 100%. Είναι πλέον μέρος του συνόλου μας. Τα υπόλοιπα παιδιά τον έχουν προσεγγίσει με τρυφερότητα κι ο ίδιος είναι φιλικός και υπάκουος. Έχει κάποιες μεταπτώσεις στην απόδοση του, δηλαδή μπορεί τη μία εβδομάδα να πετάει και μετά να πέφτει. Είναι πολύ φυσιολογικό, όμως, αυτό με βάση τα βιώματα του. Έχει συμμετάσχει ήδη σε κάποια επίσημα ματς και τα πήγε περίφημα. Είναι καλός από τη μέση και μπροστά, στην άμυνα βαριέται λίγο. Η επίθεση τον ενεργοποιεί. Ενδεχομένως να μην είχε καν επιβιώσει στη ζωή του αν δεν είχε αυτή την επιθετική τάση» επισημαίνει ο προπονητής του, Δημήτρης Τζαβέλας.
Ο Αλή είναι το μοναδικό προσφυγόπουλο στην ακαδημία του Ολυμπιακού. Σίγουρα στα camp της εξαθλίωσης βρίσκονται πολλοί ακόμα έφηβοι που αναζητούν τρόπους να δραπετεύσουν από την απελπιστική απραξία και την καταστατική αδιαφορία.
Η ένταξη των παιδιών που έχουν πάθος και ταλέντο στις ακαδημίες και τις εφηβικές ομάδες των μεγάλων συλλόγων θα ήταν μια καλή αφορμή για να ξεκινήσει η εξιλέωση του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου για τα δεκάδες αμαρτήματα του. Εξάλλου, το ποδόσφαιρο ως άψυχο και ρομποτικό υπερθέαμα συγκινεί ελάχιστους, αυτούς κυρίως που επιδιώκουν να το αποσυνδέσουν από τη λαικότητα και να το στραγγίξουν από το συναισθηματικό του φορτίο.
Το ποδόσφαιρο λατρεύτηκε ως το αυθόρμητο παιχνίδι των κατατρεγμένων, των αδύναμων και των φτωχών που ξόρκιζαν με γκολ και πάσες τα βάσανα τους. Αυτή είναι η σπουδαιότερη μαγνητική του δύναμη. Η στιγμή που ο Αλή ξαπλώνει στο τέλος της προπόνησης στο γρασίδι με την ιδρωμένη ερυθρόλευκη φανέλα του, εξουθενωμένος και ξαλαφρωμένος μαζί, είναι μια στιγμή ποδοσφαιρικής μαγείας και κοινωνικού νοήματος.