Οι διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023 δεν αποκρυστάλλωσαν μόνο την παντοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, όπως και την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η οποία επισφραγίστηκε με τη διάσπαση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ανέδειξαν ταυτόχρονα τον ελέφαντα που βρίσκεται στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, που δεν είναι άλλος από την υποεκπροσώπηση, παράγωγο της αδιαφορίας του εκλογικού σώματος για τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους θεσμούς. Μια αδιαφορία η οποία καλλιεργήθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και επιβεβαιώθηκε με ιστορικούς όρους στις κάλπες της Κυριακής 25 Ιουνίου του περασμένου έτους, καθώς η αποχή άγγιξε το 47,17%, ποσοστό ρεκόρ για την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Η υποχώρηση της κομματικής ταύτισης των πολιτών με τα παραδοσιακά και συστημικά κόμματα, η λεγόμενη «χαλαρή ψήφος» καθώς και η αυξημένη αίσθηση ματαιότητας και απαισιοδοξίας που ενισχύει την ιδιώτευση έναντι της συλλογικότητας δεν αποτελούν ελληνικό φαινόμενο, παρά εντάσσονται στην γενικότερη τάση ανασφάλειας για το μέλλον που τείνει να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, πριμοδοτώντας τις δυνάμεις της ακροδεξιάς. Ωστόσο η εν λόγω μεταβολή αποκτά τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην Ελλάδα, τα οποία άπτονται πρωτίστως του πρόσφατου μνημονιακού παρελθόντος της χώρας.
Την προηγούμενη δεκαετία η «καυτή πατάτα» των μνημονίων βρέθηκε στα χέρια των τριών κομμάτων εξουσίας, τα οποία κλήθηκαν από τη θέση της κυβέρνησης να εφαρμόσουν σκληρές πολιτικές λιτότητας προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός στήριξης από το ΔΝΤ και την ΕΕ, ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία αλλά και η έξοδος της Ελλάδας από την ΕΕ. Όσο η ελληνική κοινωνία έχανε κατά την περίοδο αυτή σχεδόν το 1/3 από το διαθέσιμο εισόδημά της, το νέο δόγμα ΤΙΝΑ του «ευρωμονόδρομου» και της δημοσιονομικής πειθαρχίας κατέστησε σαφές στη συνείδηση των πολιτών ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, ότι οι διαιρετικές τομές των κομμάτων πρακτικά δεν έχουν και μεγάλη σημασία.
Σύμφωνα μάλιστα με το Vouli Watch, στην «μεταμνημονιακή» Βουλή της τετραετίας 2019-2023 η ταύτιση στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ ανέρχεται στο 45%, ενώ το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συμφώνησε σχεδόν με το 70% των νομοσχεδίων που κατέθεσε προς ψήφιση στην Ολομέλεια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η πλειοψηφία των νομοσχεδιων που «τα βρήκαν» μεταξύ τους τα τρία κόμματα περιλαμβάνει κυρίως ευρωπαϊκές οδηγίες, διακρατικές συμβάσεις και συμφωνίες διεθνών οργανισμών.
Η λειτουργία της Βουλής επί σειρά ετών ως επικυρωτηρίου μνημονιακών νομοσχεδίων τα οποία υπουργοί και βουλευτές υπερψήφιζαν ενώ παραδέχονταν ότι δεν τα είχαν διαβάσει ή διαφωνούσαν με αυτά, επέφερε σημαντικό πλήγμα στην αξιοπιστία των κομμάτων, ως μαζικών φορέων αντιπροσώπευσης της λαϊκής βούλησης και κυριαρχίας. Δημιούργησε παράλληλα τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω απαξίωση της κατεξοχήν πολιτικής στον βωμό της επικοινωνίας, με τα κόμματα να επενδύουν όλο και περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιχειρώντας να προσελκύσουν τη νέα γενιά ψηφοφόρων. Αυτή η νέα «εκλογική πελατεία» διαφέρει αρκετά από τις προηγούμενες, καθότι οδεύει για πρώτη φορά στις κάλπες, στην post-COVID19 εποχή της κοινωνίας των «χαμηλών προσδοκιών» και της αποξένωσης, όπου ζητούμενο πλέον δεν είναι κάποιο συλλογικό όραμα για καλύτερη ζωή, αλλά η σταθερότητα και η «κανονικότητα».
Το νέο αφήγημα αυτού του κυνικού «ρεαλισμού» εξέφρασε με επιτυχία και καθιέρωσε ως κυρίαρχο η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος είχε δηλώσει ότι θα «θα γίνουμε η αντιπολίτευση του εαυτού μας» μετά το περίφημο 41% στις εκλογές του 2023. Έχοντας στο πλευρό της την στήριξη των ΜΜΕ, η ΝΔ ως «παραδοσιακός» εκπρόσωπος της κυρίαρχης τάξης στην χώρα, έχει καταφέρει να βγει σχεδόν αλώβητη από μια τετραετία που αντιμετώπισε σειρά κρίσεων, επιβάλλοντας με όρους ηγεμονίας την δική της ατζέντα σχεδόν σε κάθε φάσμα του πολιτικού διαλόγου, με την αντιπολίτευση να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις.
Μπορεί ο Στέφανος Κασσελάκης να εξελέγη πρόεδρος στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποσχόμενος ότι είναι ο μόνος που «μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη», ωστόσο τρεις μήνες μετά την νίκη του οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την συνεχιζόμενη πτωτική πορεία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οι πρόσφατες αποχωρήσεις ηγετικών στελεχών και μελών του κόμματος που συγκρότησαν στη συνέχεια τη «Νέα Αριστερά», το τοξικό κλίμα εσωστρέφειας που προηγήθηκε όπως και η κρίση ταυτότητας που ταλανίζει διαχρονικά την Κουμουνδούρου σε συνδυασμό με την μη παρουσία του Στέφανου Κασσελάκη στα έδρανα της Ολομέλειας της Βουλής συνιστούν μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα συνθήκη, όπου η αξιωματική αντιπολίτευση βιώνει παρατεταμένη υπαρξιακή κρίση και ουσιαστικά αδυνατεί να ελέγξει την κυβέρνηση, όπως οφείλει εκ του θεσμικού της ρόλου. Ενδεικτική της κατάστασης είναι η μεγάλη διαφορά της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης που προέκυψε από τις διπλές εθνικές εκλογές ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, με τη ΝΔ να διαθέτει 158 βουλευτές και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που είχε αρχικά 47 βουλευτές σήμερα να έχει 36, ενώ το το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ διαθέτει 32 βουλευτές.
Σε ό,τι αφορά τα μικρότερα κόμματα και ειδικά την δεξιά «πτέρυγα» της Βουλής, το γεγονός πως το μόρφωμα «Σπαρτιάτες» βρίσκεται υπό το «μικροσκόπιο» έρευνας του Αρείου Πάγου σχετικά με το εάν έχει διαπραχθεί το αδίκημα της «εξαπάτησης εκλογέων» αλλά και για τις σχέσεις του με τον καταδικασμένο ως μέλος της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» Ηλία Κασιδιάρη, καθιστά ακόμη πιο προβληματική την ποιοτική σύνθεση της πολυδιασπασμένης ελάσσονος αντιπολίτευσης. Υπενθυμίζεται ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα των «Σπαρτιατών» ξεκίνησε με 12 βουλευτές, στη συνέχεια ανεξαρτητοποιήθηκαν τρεις και αργότερα άλλοι δυο βουλευτές, με την ΚΟ να μένει με επτά βουλευτές. Όμως, με την επανένταξη τεσσάρων το κόμμα αριθμεί συνολικά 11 βουλευτές.
Μετά την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή, η ακροδεξιά ρητορική ανακτά τον «ζωτικό χώρο» που είχε εν πολλοίς απολέσει κατά την προηγούμενη Βουλή, με έντονες «δόσεις» συνωμοσιολογίας και σκοταδισμού. Τα κόμματα «Νίκη» και «Ελληνική Λύση» προσπαθούν να πιέσουν από τα δεξιά την κυβέρνηση και κάποιες φορές το καταφέρνουν, με «μελανότερο» όλων το παράδειγμα της «ροζ σημαίας» της εικαστικού Γεωργίας Λαλέ που λογοκρίθηκε από το ελληνικό ΥΠΕΞ, κατόπιν παραίνεσης του προέδρου της Νίκης, Δημήτρη Νατσιού. Από την άλλη, η «σύμπραξη» Νέας Δημοκρατίας – Ελληνικής Λύσης, στην Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία σύμφωνα με τον πρόεδρο της Νίκης «πρόσφερε απλόχερα τη δήθεν πλειοψηφία με δεκανίκι δύο ψήφων» για την αλλαγή της σύνθεσης της διοίκησης της ΑΔΑΕ, δείχνει ότι τα κόμματα της «πατριωτικής δεξιάς» αδυνατούν να διαμορφώσουν έναν αρραγή και διακριτό πολιτικό χώρο που θα είναι ικανός να αποσπάσει τμήμα του πιο συντηρητικού ακροατηρίου της ΝΔ.
Το κάδρο της πολυδιάσπασης στα κοινοβουλευτικά έδρανα συμπληρώνει η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Πλεύσης Ελευθερίας, που αρχικά αριθμούσε οκτώ βουλευτές και μετά την ανεξαρτητοποίηση δύο, παραμένει με έξι βουλευτές. Σε αυτό το πλαίσιο, η «χλιαρή» αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αφήνει «ασυγκίνητους» τόσο τους πολίτες όσο και την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Από το καλοκαίρι του 2022, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης τέθηκε υπό παρακολούθηση από κέντρα και παράκεντρα της ΕΥΠ και το παράνομο λογισμικό Predator, μέχρι τις εθνικές κάλπες και τη διάσπαση του έτερου κεντροαριστερού πόλου, η Χαριλάου Τρικούπη αποκόμισε ελάχιστα πολιτικά οφέλη. Ενώ σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, με πιο πρόσφατη αυτή της Palmos Analysis, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι εδραιώνεται στη δεύτερη θέση στην πρόθεση ψήφου (με 12,2%, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έρχεται τρίτος με ποσοστό 10,4%), και, παρότι αξιοσημείωτες ήταν οι επιδόσεις που κατέγραψε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, η δυναμική και η απήχηση του κόμματος έχουν μάλλον «χαμηλό ταβάνι», δεδομένης της μεγάλης εκλογικής συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της πόλωσης που κατά καιρούς κλιμακώνεται με τη Νέα Δημοκρατία, κυρίως σε επιμέρους ζητήματα διαφάνειας και κράτους δικαίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση την ίδια δημοσκόπηση, στο ερώτημα προς ποια κατεύθυνση κινείται η χώρα το 40% απαντά προς τη σωστή ενώ το 54% προς τη λανθασμένη. Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του έργου της κυβέρνησης το 38% δηλώνει αρκετά ή πολύ ικανοποιημένο ενώ στο αντίστοιχο ερώτημα για την αξιολόγηση της αντιπολίτευσης που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό ικανοποίησης είναι μόλις 8%.
Εξίσου «χλιαρές» είναι και οι επιδόσεις που σημειώνει το ΚΚΕ, το οποίο βγήκε επίσης ενισχυμένο από τις κάλπες του 2023 και οι δημοσκοπήσεις του δίνουν ακόμη και διψήφιο ποσοστό, ωστόσο η επιρροή του παραμένει περιορισμένη τόσο εντός, όσο και εκτός κοινοβουλίου.
Η «αρμονική» συνύπαρξη της αδιαφορίας και απαισιοδοξίας της «κοινωνίας των χαμηλών προσδοκιών» με την αντιπολίτευση των «χαμηλών επιδόσεων» αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να εφαρμόσει ανενόχλητη το «μεταρρυθμιστικό» της έργο.
Το Ενοποιημένο Σχέδιο της Κυβερνητικής Πολιτικής για το 2024 προωθεί «221 μικρές και μεγάλες μεταρρυθμίσεις, 279 έργα και επενδύσεις και 2.000 δράσεις», σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, τον νόμο για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων και την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου ήδη από τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Στις προτεραιότητες της δεύτερης κυβερνητικής θητείας εντάσσεται και η Δικαιοσύνη, με τις παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η Νέα Δημοκρατία έχει συγκροτήσει μια ισχυρή πολυσυλλεκτική πλειοψηφία, εγκολπώνοντας στοιχεία και πρόσωπα από την άκρα δεξιά ως την κεντροαριστερά πού, της δίνουν την απαραίτητη για κάθε κυβέρνηση κοινοβουλευτική συνοχή, η οποία αποδείχθηκε πρόσφατα ιδιαίτερα συμπαγής στην ψήφιση του νομοσχεδίου για την άδεια παραμονής σε εργαζόμενους μετανάστες, κατά την οποία τέθηκε ζήτημα κομματικής πειθαρχίας, με εξαίρεση τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Εντούτοις αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η στάση που θα κρατήσουν οι βουλευτές της κυβέρνησης που έχουν δηλώσει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν –όποτε και εάν αυτό έρθει– το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο, το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δεσμευθεί προεκλογικά ότι θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή.
Καθώς ο μοναδικός αντίπαλος που αναγνωρίζει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ως απειλή για την παντοδυναμία της είναι η ίδια της η αλαζονεία, ο κατακερματισμός των αντιπολιτευτικών κομμάτων θέτει παράλληλα εμπόδια στην άσκηση μιας σειράς κοινοβουλευτικών δυνατοτήτων και προνομίων, όπως η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής από την αντιπολίτευση, που χρειάζεται τη στήριξη 120 βουλευτών και για να πραγματοποιηθεί, απαιτεί τη συνεργασία τουλάχιστον πέντε κομμάτων.
Ειδικά για την πολύνεκρη σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη, υπενθυμίζεται ότι η Βουλή υπερψήφισε με τη στήριξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας την πρόταση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής που κατέθεσε το ΚΚΕ, ωστόσο απορρίφθηκαν οι προτάσεις που κατέθεσαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής προκειμένου να εξεταστεί το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και της απιστίας για τους πρώην υπουργούς Μεταφορών Κωνσταντίνο Αχ. Καραμανλή (ΝΔ) και Χρήστο Σπίρτζη (ΣΥΡΙΖΑ). Παράλληλα οι βουλευτές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκαν υπέρ της εξαίρεσης της Ζωής Κωνσταντοπούλου από την επιτροπή, στη βάση γνωμοδότησης του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, έπειτα από σχετικό ερώτημα του προέδρου της Εξεταστικής Επιτροπής Δημήτρη Μαρκόπουλου.
Το 2024 αναμένεται να είναι ένα έτος «πλούσιο» σε νομοθετικό έργο, όσο και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης οφείλουν να αφουγκραστούν τις ανησυχίες των πολιτών –η πλειονότητα των οποίων μαστίζεται από την ακρίβεια– προτείνοντας πειστικές λύσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, στον βαθμό που η λαϊκή δυσαρέσκεια για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης και τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας δεν αποκτά φωνή και υπόσταση στην Βουλή, η ΝΔ θα συνεχίσει να ευνοείται από τον «κενό» πολιτικό χώρο του 47,17%, που έχει παγιωθεί.