Χθες ένας νεαρός ιστορικός, συνάδελφός μου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, έγραψε στο Twitter: «Καθώς οδεύουμε προς το Brexit αισθάνομαι εσωτερικό τρόμο, έντονη θλίψη, και βαθύ θυμό απέναντι στη χώρα μου. Κάποτε οι ιστορικοί θα γράφουν για τη Γενιά Brexit, και θα γράφουν για μένα. Ελπίζω να θυμούνται όχι μόνο τι συνέβη, αλλά και το πώς νιώθαμε.» Προχθές το σκωτσέζικο κοινοβούλιο ψήφισε επίσης υπέρ ενός δεύτερου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία (Indyref2), με το επιχείρημα ότι το Brexit συνιστά ένα ιστορικό σοκ δημιουργώντας εντελώς νέες συνθήκες για το υπέρ ή κατά της παραμονής της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο – συνεπώς, το αντίστοιχο δημοψήφισμα του 2014 δεν μπορεί να νοείται πλέον ως «το δημοψήφισμα μιας γενιάς».
Οι συνθήκες πράγματι άλλαξαν. Φαίνονται να αλλάζουν συχνά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, και το Brexit θα μπορούσε να θεωρηθεί απλό σύμπτωμα της συνεχούς μετατόπισης της κρίσης από το οικονομικό στο πολιτικό πεδίο. Ωστόσο, δεν πρόκειται για απλό αλλά για εξέχον σύμπτωμα. Για την ακρίβεια, η 31η Ιανουαρίου 2020 είναι η ημέρα ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος, η ημέρα που ολοκληρώνεται αναίμακτα ένα κορυφαίο εγχείρημα του νέου συντηρητισμού με εθνικιστικό μένος και νεο-ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα. Συνεχίζοντας να εθελοτυφλεί όσον αφορά στην συναίνεση στον νεοφιλελευθερισμό (αρκεί να κοιτάξουμε τι συμβαίνει στη Γαλλία του Macron), η Ευρωπαϊκή Ένωση μένει ιστορικά πίσω, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο προσδένεται στο άρμα μιας νέας φάσης της παγκοσμιοποίησης στην οποία ο πλανήτης, και οι πόροι του, θα γίνουν το μήλο της έριδας ανάμεσα στις νέες, εύρωστες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. To Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να είναι μία από αυτές. Θέλει γιατί πιστεύει ότι μπορεί. Η ανάμνηση της βρετανικής αυτοκρατορίας δεν είναι αφελής νοσταλγία, αλλά επανανοηματοδοτείται στην δεύτερη φάση της παγκοσμιοποίησης, μετά το 2008. Σε αυτή τη δεύτερη φάση, όπου η πόλωση ΗΠΑ-Κίνας θα φτάσει στο απόγειο, o κάθε Wibur Ross (Υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ) μπορεί να υποστηρίζει δημόσια ότι ο coronavirus που πλήττει την Κίνα, έχοντας οδηγήσει στο θάνατο ήδη 172 ανθρώπους, «θα επιταχύνει την επιστροφή εργασιών στην Βόρειο Αμερική, ίσως και στο Μεξικό». Η προσχηματική έστω ηθική εγκαταλείπει το πεδίο των οξυμένων ιμπεριαλισμών που συνθέτουν την Παγκοσμιοποίηση, Φάση Β’. Εδώ εντάσσεται και το Brexit.
To Brexit, όπως σημειώνει ο Zak Cope στη μελέτη του The Wealth of Some Nations [Ο Πλούτος Κάποιων Εθνών], είναι μια νίκη του «κοινωνικού ιμπεριαλισμού». Το Ηνωμένο Βασίλειο, και επί Εργατικών, συνέχισε να είναι μια ισχυρή δύναμη του ιμπεριαλιστικού μπλοκ, χρηματοδοτώντας το ανώτερο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της, και το κράτος πρόνοιας για όσο διήρκησε (πριν τις νέες, επιθετικές «περιφράξεις» και πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού), από τα κέρδη που απέφερε η εκμετάλλευση γεωγραφιών στην Ασία και την Αφρική. Το Brexit, που ψηφίστηκε με την υπόσχεση επιστροφής σε μια «χρυσή εποχή» για τους αυτόχθονες – εργαζόμενους, μικροαστούς, ανέργους – αποτελεί μια εκ νέου νομιμοποίηση του κοινωνικού ιμπεριαλισμού ως κυρίαρχου δόγματος. Συνεπώς, το Brexit πρέπει να γίνει κατανοητό στο ευρύ, πλανητικό πεδίο όπου αναπαράγεται διαρκώς η άνιση κατανομή πλούτου έτσι ώστε να ευνοούνται συγκριτικά οι εργατικές τάξεις των Παγκόσμιου Βορρά από την εκμετάλλευση του Παγκόσμιου Νότου.
Η 31η Ιανουαρίου 2020 είναι η ημέρα ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος, η ημέρα που ολοκληρώνεται αναίμακτα ένα κορυφαίο εγχείρημα του νέου συντηρητισμού με εθνικιστικό μένος και νεο-ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα.
«Η ψήφος υπέρ του Brexit», γράφει ο Cope, «υπήρξε κυρίως διαμαρτυρία κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι κατά του καπιταλισμού. Οι εργατικές τάξεις των ιμπεριαλιστικών χωρών έχουν ψηφίσει κόμματα ευρωσκεπτικισμού και φασιστικά κόμματα αντιδρώντας ως οι «ξεχασμένοι» της παγκοσμιοποίησης με το (1) να επικυρώσουν τα προνόμιά τους έναντι του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού και (2) να συμμαχήσουν με εκείνα τα τμήματα του εθνικού κεφαλαίου που προωθούν προτεξιονιστικές και τυπικές αποικιοκρατικές στρατηγικές με στόχο να αντιστρέψουν την φθορά των μονοπωλίων τους στο παγκόσμιο πεδίο [ανταγωνισμών] και να δρέψουν τα υπερ-κέρδη που θα προκύψουν.»
Με βάση τα παραπάνω, η υποστήριξη του Brexit από τμήματα της βρετανικής αριστεράς δεν ήταν και τόσο αθώα. Η απόσχιση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως καταπιεστικό νεοφιλελεύθερο μπλοκ μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο μέσω εντονότερης ιμπεριαλιστικής πολιτικής, η οποία δυνητικά θα αποφέρει (βλ. μεταφέρει) αρκετό πλούτο ώστε να κατανεμηθεί, σε κάποιο βαθμό έστω, στα «ντόπια» κατώτερα στρώματα (καθώς δεν είναι δυνατόν να ελπίζει κανείς ότι η μετατροπή της χώρας σε φορολογικό παράδεισο και πλυντήριο ολιγαρχικού πλούτου θα έχει το όποιο trickle-down αποτέλεσμα). Με δυο λόγια, και άλλα κράτη της Ευρώπης θα έκαναν αυτό που κάνει σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο, αν μπορούσαν.
Και μια τέτοια παραδοχή λειτουργεί σίγουρα ανασταλτικά για τα σχέδια της Σκωτίας για «ανεξαρτησία». Η καλούμενη ανεξαρτησία μιας μικρής χώρας είναι πάντα σχετική, και η Σκωτία έχει εν τέλει να επιλέξει τι είδους εξάρτηση επιθυμεί: με το νεοφιλελεύθερο μπλοκ ή με το νεο-ιμπεριαλιστικό. Το προηγούμενο δίπολο είναι ασφαλώς υπερ-απλουστευτικό, καθώς υπάρχει σαφής αλληλοεπικάλυψη νεοφιλελευθερισμού και ιμπεριαλισμού – τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο (ειδικά μετά την πρόσφατη εκλογική ήττα της σοσιαλιστικής πτέρυγας των Εργατικών).
Το δίπολο αποτυπώνει ωστόσο τις «επιλογές» που παρέχει η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, όπου το κεφάλαιο μέσω αλληλοσυνδεόμενων μηχανισμών χειραγώγησης των πληθυσμών (να πω Daily Mail ή Cambridge Analytica ή διαχωρισμός του δικαιώματος ψήφου από το δικαίωμα μετακίνησης του εργατικού δυναμικού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης;) ελέγχει όλες τις θέσεις – ακόμη και αυτές που παρουσιάζονται ως αντίσταση σε αυτό. Το Brexit άρα δεν αποτελεί απλό σύμπτωμα της κατάστασης πραγμάτων, αλλά ένα νέο «μέτρο» της ήττας που έχει υποστεί ήδη από τον εικοστό αιώνα η παγκόσμια εργατική τάξη, η οποία μπορεί να νοείται πλέον ως φαντασιακό υποκείμενο. Πώς αυτό το φαντασιακό υποκείμενο δύναται να επανέλθει στην σφαίρα του εφικτού, πριν την πλήρη ηγεμονία του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού που χτυπάει την πόρτα, πρέπει να είναι το πρωταρχικό μέλημα μιας κατ’ ουσίαν, παρά τύποις, σύγχρονης αριστεράς.