Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Πολιτική λύση. Υπάρχει, άραγε, πραγματικά;

«Ποιό είναι το παραγωγικό πρότυπο που μπορούμε και θέλουμε να ακολουθήσουμε; Με ποιούς και πώς θα το εφαρμόσουμε; Όσο αποφεύγουμε να απαντήσουμε, τόσο η θέση μας, διαπραγματευτική, γεωπολιτική, οικονομική, κοινωνική, θα αποδυναμώνεται».Του Γ.Σεφερτζή
Φωτογραφία: Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS
Resize of fos1400737

Με την επιστροφή των «τεχνικών κλιμακίων» της μετονομασμένης πια τρόικα στην Αθήνα να συνοδεύεται από μάλλον δυσοίωνες ειδήσεις για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την κυβέρνηση να βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της χρηματοδοτικής ασφυξίας, η εβδομάδα που μόλις άρχισε μοιάζει με προοίμιο σημαντικών εξελίξεων.

Από το τέλος της προηγούμενης τα σημάδια που ήδη εμφανίσθηκαν στον ορίζοντα των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές μας δεν ήταν τα πλέον ευοίωνα.

Την Πέμπτη, ο Σόϊμπλε επανήλθε με δηλώσεις που δεν άφηναν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Άφηναν, αντιθέτως, ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο ενός πιστωτικού γεγονότος ως συνέπεια της οριακής δυνατότητας της χώρας να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, αν η ελληνική κυβέρνηση δε συγκατένευε εν τω μεταξύ στην εφαρμογή των προαπαιτούμενων όρων για τη, μερική έστω, καταβολή της δόσης που είχε προβλεφθεί στο δεύτερο μνημόνιο.

Την Παρασκευή, ο φιλικότερος Γιουνκέρ εξέφρασε τις δικές του αντίστοιχες ανησυχίες μετά τη συνάντησή του με τον έλληνα Πρωθυπουργό στις Βρυξέλλες.

Το Σαββατοκύριακο, η γαλλική Monde κυκλοφορούσε με ένα ολόκληρο άρθρο αφιερωμένο στις “ευρωπαϊκές ανησυχίες για ένα πιθανολογούμενο Grexident“. Σημείωνε, μάλιστα, παρεμπιπτόντως, ότι η συμφωνία στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου δεν είχε ρυθμίσει κατ’ ουσίαν ο,τιδήποτε και ότι το ενδεχόμενο ενός ελληνικού «πιστωτικού ατυχήματος» δεν ήταν, σύμφωνα με υψηλά ιστάμενες πηγές των Βρυξελλών, μια πιθανότητα  που θα δυσαρεστούσε συντηρητικούς κύκλους με χαμένη την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση Τσίπρα.

Χθες, στελέχη και υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ επανεμφανίζονταν από το πρωί κλιμακώνοντας τις επιθέσεις τους προς τη Γερμανία και καταγγέλλοντας τα σχέδια ανατροπής της κυβέρνησης δια της μεθόδου της χρηματοδοτικής ασφυξίας. Τα σχέδια αυτά, τόνιζαν, συνιστούσαν μέρος της προληπτικής θεραπείας για τη μη μετάδοση του ιού της πολιτικής αλλαγής στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Παρόλα αυτά και παραδόξως, η κυβέρνηση επέμενε στη δυνατότητα εξεύρεσης  μίας πολιτικής λύσης είτε στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μετά τη σημερινή συνάντηση της Μέρκελ με τον Ντράγκι, είτε στο πλαίσιο της προγραμματισμένης για την ερχόμενη Πέμπτη Συνόδου Κορυφής των ευρωπαίων ηγετών στη βελγική πρωτεύουσα.

Ακόμα και αν η συνάντηση Τσίπρα – Μέρκελ συμβάλλει στην εκτόνωση της «ελληνογερμανικής έντασης» και στην αναγνώριση του «ελληνικού δικαιώματος στην ευελιξία» κατά την εφαρμογή της συμφωνίας-γέφυρα της 20ης Φεβρουαρίου, η αναίμακτη παραχώρηση προς την Ελλάδα του προνομίου μίας εξαιρετικής μεταχείρισης παραμένει, μάλλον, αδύνατη.

Η αιφνίδια χθεσινοβραδινή ανακοίνωση της πρόσκλησης της γερμανίδας καγκελαρίου προς τον Αλέξη Τσίπρα για συνάντηση στο Βερολίνο την προσεχή Δευτέρα φάνηκε, εκ πρώτης όψεως, να επιβεβαιώνει τις ελπίδες της ελληνικής πλευράς για μία πολιτική συμφωνία. Βασικός της στόχος η απαλλαγή της από την υποχρέωση της πέμπτης αξιολόγησης των τεχνικών κλιμακίων ως προϋπόθεσης για τη μερική ή πλήρη αποδέσμευση της δόσης των 7,2 δις και η συνακόλουθη «ελαστικοποίηση» των όρων της μετάβασης στη μεταμνημονιακή εποχή που είχε προεκλογικά υποσχεθεί.

Το ίδιο, όμως, βράδυ, νεώτερη παρέμβαση του Σόϊμπλε έθετε και πάλι εν αμφιβόλω τη δυνατότητα επίτευξης μίας συμφωνίας που θα παρέκαμπτε τους ισχύοντες κανόνες χρηματοδότησης των ταμειακών αναγκών της Ελλάδας, είτε με το ξεπάγωμα των περιορισμών που έχει επιβάλει η ΕΚΤ, είτε με τη χαλάρωση του ισχύοντος(;) μνημονιακού προγράμματος. Ακόμα χειρότερα, δικαιολογούσε την απαισιοδοξία του λέγοντας ότι «έχει καταστραφεί η εμπιστοσύνη που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια». 

Κατόπιν αυτού, το σημερινό τηλεφώνημα Τσίπρα προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ,  με το οποίο ζητάει πενταμερή συνάντηση στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της Πέμπτης με τη συμμετοχή Μέρκελ, Ολάντ, Ντράγκι, Γιουνκέρ, είναι αποκαλυπτικό της συνειδητοποίησης του αβάσιμου της αισιοδοξίας που καλλιεργήθηκε μετά την ανακοίνωση της πρόσκλησης Μέρκελ. Το ίδιο, άλλωστε, αβάσιμη φαίνεται να αποδεικνύεται η υπερβολική σημασία που είχε δοθεί στις φημολογούμενες διαφορές μεταξύ της Καγκελαρίου και του Υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησής της.

Ακόμα και αν η συνάντηση ΤσίπραΜέρκελ συμβάλλει στην εκτόνωση της  «ελληνογερμανικής έντασης»  και στην αναγνώριση του «ελληνικού δικαιώματος στην ευελιξία»  κατά την εφαρμογή της συμφωνίας-γέφυρα της 20ης Φεβρουαρίου, η αναίμακτη παραχώρηση προς την Ελλάδα του προνομίου μίας εξαιρετικής μεταχείρισης παραμένει, μάλλον, αδύνατη. Πολύ δε περισσότερο, που, στο μεταξύ, η μεν γερμανική κοινή γνώμη έχει μεταστραφεί υπέρ της διακοπής της υποστήριξης της Ελλάδας, το δε γενικό ευρωπαϊκό κλίμα, εδώ και αρκετές μέρες, έχει βαρύνει εναντίον της ελληνικής διαπραγματευτικής τακτικής. Χαρακτηριστικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι το χθεσινό μπαράζ επικριτικών τοποθετήσεων αξιωματούχων, όπως ο Μοσκοβισί, ο Βέλγος Υπουργός Οικονομικών ή ο επικεφαλής της Budensbank. Αν η γενικότερη ευρωπαϊκή δυσανεξία δεν σηματοδοτεί την εξάντληση των ορίων της υπομονής στην οποία αναφέρθηκε ο Σόϊμπλε, σίγουρα, πάντως, δε προοιωνίζεται εξελίξεις ανατρεπτικές των αποφάσεων και των στάσεων των «ευρωπαϊκών θεσμών».

 Πόσο πιθανή, λοιπόν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, μπορεί να είναι η επίτευξη μίας ευνοϊκής πολιτικής λύσης;

 Η απάντηση, προφανώς, δεν μπορεί να υπάρξει πριν την ερχόμενη Δευτέρα και το τέλος της συνάντησης με τη Μέρκελ.

Η ελληνική διαπραγματευτική τακτική διευκολύνεται στο βαθμό που καμία πλευρά δεν έχει να κερδίσει τίποτα από μια ακραία λύση με αρνητικό αντίκτυπο στις χώρες που τελούν υπό την προεκλογική πίεση αντισυστημικών δυνάμεων και κινδυνεύουν να βρεθούν κοντά στην έξοδο από το κοινό νόμισμα.

Ίσως, από το κλίμα που θα επικρατήσει στη σύνοδο κορυφής της Πέμπτης να υπάρξουν κάποιοι πρώτοι προϊδεασμοί και να γίνουν πιο κοντινές στην πραγματικότητα υποθέσεις.

Και πάλι, όμως, είναι μάλλον αμφίβολο ότι θα υπάρξουν εκπλήξεις που θα διευκολύνουν θεαματικά τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Που θα τη βγάλουν, δηλαδή, από το δίλημμα της επιλογής μεταξύ διακινδύνευσης ενός ατυχήματος με άγνωστες και, πάντως, καθόλου ευχάριστες συνέπειες για την ευρωπαϊκή τύχη της χώρας και επιτάχυνσης των διαδικασιών επίτευξης ενός συμβιβασμού με ενδεχόμενο εσωτερικό πολιτικό κόστος, αλλά και με αντάλλαγμα τη λύτρωση από την πιστωτική ασφυξία.

Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι η πρόκληση ενός grexident, εκτός από καταστροφική για την Ελλάδα, αποτελεί μία εξέλιξη εξίσου προβληματική για την Ευρώπη. Ιδιαίτερα όταν πάνω στο τραπέζι του άμεσου ευρωπαϊκού μέλλοντος δε βρίσκεται μόνο το ζήτημα, που ξανατίθεται πλέον με μεγάλη έμφαση, μίας πιθανής ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη, αλλά και τα κατά πολύ σοβαρότερα, σε τελική ανάλυση, ζητήματα,  που αφορούν στη βιωσιμότητα της ίδιας της ευρωζώνης και στη μακροβιότητα της κρατούσας γερμανικής αντίληψης για τη νομισματική σταθερότητά της. 

Τα ζητήματα αυτά, άλλωστε, δεν τίθενται πλέον μόνον από τα ανερχόμενα ευρωσκεπτικιστικά κινήματα, αλλά και από τις αυξανόμενης επιρροής σχολές οικονομικής σκέψης ένθεν κακείθεν της Μάγχης και του Ατλαντικού. 

Με αυτή την έννοια, η ελληνική διαπραγματευτική τακτική διευκολύνεται στο βαθμό που καμία πλευρά δεν έχει να κερδίσει τίποτα από μια ακραία λύση με αρνητικό αντίκτυπο στις χώρες που τελούν υπό την προεκλογική πίεση αντισυστημικών δυνάμεων και κινδυνεύουν να βρεθούν κοντά στην έξοδο από το κοινό νόμισμα. Διευκολύνεται, επίσης, η ελληνική διαπραγματευτική τακτική από το έντονο αμερικανικό ενδιαφέρον να μην υπάρξουν εξελίξεις που μπορεί να έχουν μοιραίες συνέπειες, πρώτον, για τις νομισματικές ισοτιμίες που καθορίζουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα κολοσσιαίων επιχειρηματικών συμφερόντων και, δεύτερον, για τις γεωπολιτικές ισορροπίες που ήδη απειλούνται, είτε εξαιτίας της κρίσης στις σχέσεις με τη Ρωσία, είτε εξαιτίας των επιπτώσεων που έχει η πτώση των τιμών του πετρελαίου και οι ανακατατάξεις που συντελούνται στις στρατηγικές συμμαχίες της Μέσης Ανατολής και όχι μόνον.

Αντιστρόφως, η ελληνική διαπραγματευτική τακτική αποδυναμώνεται όχι τόσο από το φόβο της δημιουργίας ενός κακού και μεταδοτικού προηγούμενου αμφισβήτησης των κανόνων της κυρίαρχης νομισματικής ορθοδοξίας όσο από την καλλιεργούμενη, και όχι πάντα άνευ λόγου, υποψία ότι η επιδιωκόμενη πολιτική λύση συνιστά τρόπο διαφυγής από την οδό των θεσμικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής αρετής.

Σε αυτή τη διαφυγή συνεργοί στο διεθνές στερέωμα δε φαίνεται να υπάρχουν πολλοί. Ούτε καν μεταξύ των προθύμων να μας συνδράμουν, επειδή τους ανησυχεί η τύχη μας.

Μεταξύ μας, δεν έχουν πολύ άδικο. Γιατί το μεγάλο μέρος του δικού μας δίκιου το χάσαμε όταν χάναμε την ευκαιρία να μετατρέψουμε την πολιτική σχέση, που πάντα ήταν, εν τέλει,  η σχέση μας με την Ευρώπη, σε παραγωγική επίλυση των αναπτυξιακών μας προβλημάτων. Και τότε που, για πολιτικούς, και πάλι, λόγους, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν ικανοποιούσε την επιθυμία Καραμανλή να μπούμε στην ΕΟΚ. Και τότε που ο Σρέντερ, για πολιτικούς, επίσης, λόγους, έβαζε στο Σημίτη πλάτη για να ενταχθούμε στην ΟΝΕ.

Γι’ αυτό και όποιο χρόνο μπορούμε ακόμα να κερδίσουμε, είναι καλύτερα να τον αξιοποιήσουμε για να απαντήσουμε, επί τέλους, στο μόνο ερώτημα που έχει πραγματικό πολιτικό νόημα. Ποιό, δηλαδή, είναι το παραγωγικό πρότυπο που μπορούμε και θέλουμε να ακολουθήσουμε; Με ποιούς και πώς θα το εφαρμόσουμε;

Όσο το αποφεύγουμε τόσο η θέση μας, διαπραγματευτική, γεωπολιτική, οικονομική, κοινωνική, ιστορική, θα αποδυναμώνεται.

Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.