popaganda_panousis_3

Υπάρχει ένας υπέροχος αστικός αθηναϊκός μύθος. Στο εξατάξιο γυμνάσιο του Χολαργού, αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Τζίμης Πανούσης και ο Γρηγόρης Ψαριανός κάθονταν στο ίδιο θρανίο. Ένας από τους δύο, μάλλον ο Τζιμάκος, γούσταρε μια συμμαθήτριά τους. Κι εκείνη πήγε και τα έφτιαξε με τον «κονιόρδο» συμμαθητή τους, τον «λιμοκοντόρο» που εκείνα τα δύο, άγουρα ακόμα, φρικιά φυσικά σιχαίνονταν. Η αντίδραση του ντουέτου, σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, ήταν άμεση. Συνέταξαν ένα γράμμα όπου με πολύ αυστηρή κι εξωφρενικά στοιχειοθετημένη γλώσσα εξέφραζαν την απέχθειά τους για τους Beatles. Το έστειλαν σε κάποιο περιοδικό, πιθανότατα στο «Μοντέρνοι Ρυθμοί» (προπομπό του Ποπ + Ροκ), βάζοντας στο τέλος μια μικρή – αλλά καθοριστική – πινελιά. Το όνομα, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του «κονιόρδου». Μπορεί να μην υπήρχαν τότε social media, αλλά η ανάγκη για κράξιμο δεν ήταν καθόλου διαφορετική και τα είδωλα πολύ πιο ισχυρά. Και ο «εχθρός» σίγουρα πέρασε μερικούς δύσκολους μήνες στη συνέχεια, γεμάτους αγανακτισμένες επιστολές κι αντίστοιχα εξαγριωμένα τηλεφωνήματα από αθώους fans των Σκαθαριών..

Αρκετά πριν πιάσει δουλειά στην Εθνική Τράπεζα και παραιτηθεί με τη γνωστή επιστολή που μερικές δεκαετίες μετά έγινε viral, αρκετά πριν γράψουν μαζί με τον διπλανό του τις περίφημες «Εκλογές» (και σίγουρα πολύ πριν ο Γρηγόρης Ψαριανός μετατρέψει «της βουλής τα έδρανα» σε ένα διαρκές σεμινάριο «Ημέρες Καριέρας»), ο Τζίμης Πανούσης έκανε με το παραπάνω περιστατικό, ενταγμένο σε μια σάγκα από απίστευτες μαθητικές φάρσες, τα αποκαλυπτήρια της ταυτότητας με την οποία θα πορευόταν στο δημόσιο βίο για τα επόμενα 40+ χρόνια. Ήταν το πρώτο τρολ, πολύ πολύ πριν ο όρος γίνει δημοφιλής. Και στην πορεία εξελιχθηκε σε εθνικό τρολ. Όχι με την έννοια της καθολικά αποδεκτής προσωπικότητας, αλλά με εκείνη του τύπου που καλύτερα από κάθε άλλον ξεμπρόστιαζε μια χώρα που τρόλαρε συνεχώς την πραγματικότητα, πολύ συχνά τη λογική κι ενίοτε τη δημοκρατία.

Και ήταν κάπως παρήγορο που ο Τζιμάκος ήταν εκεί, που υπήρχε. Να σκέφτεται ειδικά στην εποχή των Μουσικών Ταξιαρχιών έξω από τα ιδεολογικά κουτιά που επέβαλλε η τότε αρτηριοσκληρωτική αριστερά της συντηρησης. Να γίνεται η φωνή του «ανθού της νεολαίας», εκείνη που απειλούσε «να ρίξει LSD στη λίμνη του Μαραθώνα», εκείνη που κυνηγούσαν οι υπουργοί του «σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ» και σαμπόταραν τις συναυλίες της, εκείνη που εξέθετε τις ανίερες συμμαχίες των πρώτων σκοτεινών ημερών της Μεταπολίτευσης με ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια-ντοκουμέντα που έχουν γραφτεί ποτέ στη χώρα μας (για τη Νύχτα του Χημείου, 16/12/1979).

http://youtu.be/Wk2vIjjReyU

Να παίζει τον ρόλο του γοητευτικού αποσυνάγωγου, σε μια Ελλάδα που αναπτυσσόταν, εκμοντερνιζόταν, συνέκλινε με την Ευρώπη – όλοι τον «φοβούνταν» αλλά ταυτόχρονα ήθελαν να τον προσεταιρίζονται. Να είναι τόσο αντισυστημικός ώστε να μη νερώνει το κρασί του επειδή βρισκόταν σε περιβάλλον κρατικής τηλεόρασης με αποτέλεσμα ακυρωμένες εκπομπές στην ΕΡΤ 2, αλλά και τοσο σαρδόνια ευέλικτος ώστε να κάθεται στο τραπέζι των Καψή, Πρετεντέρη, Στάη και να ποζάρει στα εξώφυλλα των lifestyle περιοδικών. Να τα βάζει στα ίσια με εθνικούς μύθους όπως ο Νταλάρας ή ο Σαββόπουλος και να προβοκάρει κάθε είδους σύμβολο είτε εθνικό είτε θρησκευτικό, δείχνοντας το δρόμο στις εφηβικές/νεανικές συνειδήσεις μας. Να μας χρεώνουν υπέρογκες τιμές στα μπουκάλια και να μας «υποχρεώνουν» να τον βλέπουμε σε συνθήκες σκυλάδικου, αλλά εκείνος να μας πείθει να κάνουμε στραβά τα μάτια γιατί «έτσι διατηρεί την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά του». Να επαναλαμβάνει σχεδόν κάθε χρόνο τα ίδια, συχνά χονδροειδή, αστεία όπως το κλασικό με «τις σερβιέτες που εβγαλαν φτερα και το μουνί έγινε για μας άπιαστο όνειρο», να μιξάρει στην σκηνογραφία του πεντάλφες με σβάστικες και σφυροδρέπανα, ενίοτε να αστοχεί και με ρατσιστικά ή ακραιά σεξιστικά αστεία. Αλλά να είναι πολύ καθαρός απέναντι στις ίσες αποστάσεις που οφείλει να τηρεί η σάτιρα χωρίς ιδεολογικές εξαιρέσεις – τόσο κυνικά πολύ ώστε να ξεπατώνει με τα σχόλια του τη Γιάννα και μετά να εκπέμπει τον Δούρειο Ήχο στον σταθμό της (εκτός αν ήταν ο πρώτος που του εκμυστηρεύτηκε την αντισυστημικότητά της). Για να μην πολυλογώ, να κάνει την πιο sharp κριτική απέναντι σε όλους και όλα, θολώντας μαεστρικά τα νερά του πότε μιλάει σοβαρά και πότε κάνει πλάκα, πολύ απλά λέγοντας –εστω όλο και λιγότερα με το πέρασμα του χρόνου- πράγματα που κανείς δεν είχε τα κότσια καν να σκεφτεί. 

panousis akti

Πριν λίγες μέρες ξεκίνησε τις φετινές του παραστάσεις απειλώντας ότι «μετατρέπει την Ακτή Πειραιώς σε Γκουαντάναμο». Κι όπως κάνει πάντα, έχει δώσει μια σειρά από συνεντεύξεις για να προωθήσει το σόου, με αποκορύφωμα την επεισοδιακή παρουσία του στην Ελληνοφρένεια της περασμένης Πέμπτης. Δεν αντέχω να τις διαβάσω, όπως δεν αντέχω να διαβάζω όσα λέει αυτα τα χρόνια της κρίσης (μόνο ο καβγάς που έστησε στον Καλαμούκη και τον Αποστόλη, είχε λίγη από την παλιά του τρέλα). Γιατί τον προβοκάτορα που δεν πτόησαν οι μηνύσεις, η λογοκρισία, ούτε καν η αμετροέπειά του, τον λύγισε δυστυχώς ο χρόνος. Με την ξεροκεφαλιά που ο καθένας δικαιούται να έχει στα 60 του, έχει μετατρέψει τις απολαυστικές εμμονές του σε ιδεοληψίες. Σε μια σαλατα με κρεμάλες, «Ιεχωβάδες» ΚΚΕδες, εμφυλιακά κονσερβοκούτια, αναμνήσεις απο ΚΝΑΤ, δωσίλογικές αναφορές, αντισημιτικά παραληρήματα, και, το χειρότερο, μικροαστικές επικλίσεις τύπου «μην υποτιμάτε τον λαό». Όλα αυτά δεν ταιριάζουν στον Τζιμάκο, τον αποδυναμώνουν φριχτά, ειδικά όταν ξεσπάει για την «κομματική χούντα» στην κάμερα της εκπομπής του Μάρκου Σεφερλή ή όταν καταφεύγει σε απλοϊκές ευκολίες σαν το αμίμητο «καθε μεγαλοεπιχειρηματίας έχει στη δούλεψή του Κνίτες και Συριζαίους, άρα κι αυτοί είναι ενταγμένοι στο σύστημα».. Το φετινό επικοινωνιακό του μπαράζ τον απομακρύνει όλο και πιο πολύ από τον ζαμανφού outsider που διεκτραγωδούσε την ελληνική πραγματικότητα φωνάζοντας κάποτε έξω από τα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων «λευτεριά στον Βιετναμέζο βελονιστή» προκαλώντας αμηχανία σε όλο το σύμπαν, παίζοντας πάντα με τα όρια του κοινού (και της κάμερας). 

Δεν μπορώ άλλα καλέσματα στα όπλα, ειδικά εκ του ασφαλούς. Δεν μπορεί να καλεί τα κόμματα της αριστεράς να αποχωρήσουν από το στημένο παιχνίδι των εκλογών, κάποιος που δεν αποχώρησε από το στημένο παιχνίδι της νύχτας. Δεν θέλω άλλα τσουβαλιάσματα για το φασισμό των δύο άκρων, ο Τζιμάκος ήταν πάντα υπέρανω τέτοιων ευκολιών.  Ήταν παντα ΑΝΕΞ.ΕΛΛ. Ανεξέλεγκτος Έλληνας, όχι σαν αυτούς του Καμμένου που θυμίζει σήμερα.