Κάτι σαν χειμώνας σε κάτι που θυμίζει Σεφφύρι. Οι χαλιαχχούδδες δεν κρύφφοται πουθενά. Πάιρνουν όσσο Ήλιο πορρούν και συνεχίζουν μέχρι να βρουν το σκότος για να ηρεμήσουν με όσο κρύο μπορούν να αττέχουν. Φαχθριανές χαμμήλες τριχυρνάνε στις λίμνες, πάνε στα έσσοθα και στα σσωθικά του κασσίνο όπου καταλαβαίνουν τελειωτικά ότι τα Σσάρα δεν έχουν πλέον ουσσία, ουτε και η πανχ δε γρεςς με τους περαστικούς να κρέμμοται παρά μόνον η ταφφέρνα «Παρλαπάς» και το αρχηχείο με τους πάδδα χαρούμενους,στιφφαρούς φύλακες. Τα φιτφούλλ πέρα στο φεσσινάδικο ξεκινάνε κι αυτό το πρωί και στέκοτται και αγριοκοιτάσσουν τον Φίχτωρ που δεν δίνει καμμία σημασία, και ούτε ποτέ θα δώσσει. Εκείνος είναι για σύννεφα και φθέρρες. Θα κρυφτεί ώρες-ώρες στο Χρητικκό Χονάχι μόνο και μόνο για να βγει ξανά κεφάτος στην οδό Λιόσσα να κοιτάσσει την Μεσολόχχι και να ονειρεύεται θριαμβευτικές εισόδδους στα έσσοδα και την Βαθθιά Λίμνη όσο ήσυχη γίνεται με προυπόθεση να μην μοιάσσει καθόλου με την ήσυχη. Σε ένα Σεφφύρι που περικλείει το σχετικό του κέδδρο, και το απόλυτο.