Τοποθετούμαστε σε πάγκο εκκλησίας σχεδιασμένο για τέσσερις, ιδανικά να γνωρίζονται. Από την μία κάθεται μια ψηλή και τρεις φίλοι της. Από την άλλη έχω κολλήσει χαλκομανία τον φίλο μου στον τοίχο.
“Πρώτη φορά στο Ειλικρινές Μπέργκερ;”
Μαθαίνουμε για το κόνσεπτ της ειλικρίνειας, τα υλικά και τα βοδινά μίλια.
Παραγγέλνει ο φίλος μου διότι εγώ κοιτάζω σαν βλάξ την παναδύνατη σερβιτόρα. “Δύο σπέσιαλ, γουέλ νταν”
“- Α, όοοχι” φωνάζω σαν να με χτύπησε ρεύμα “μίντιουμ το ένα παρακαλώ” *με σιγανή φωνούλα μετά* “μήπως μπορώ να έχω μαύρο ψωμάκι ινστέντ;”
Τα φέρνει με πατάτες στο πλάι. “’Εγώ δεν παράγγειλα πατάτες.”
– Παράγγειλες, μου λέει ο φίλος μου.
‘Έχετε μία ώρα και δέκα λεπτά στην διάθεσή σας. Enjoy.”
Ξεκινάμε με διάπλατα ανοίγματα της στοματικής κοιλότητας. Μπουκωμένη παραγγέλνω μια ‘σπιτική’ λεμονάδα. Στις πατάτες με πιάνει άγχος. Τις τρώω μία-μία μη μου τελειώσουν.
Μέσα μου προσθέτω (35+35= 70 + 35= 105 + 35… θερμίδες). Στην μία ώρα ακριβώς έχει μαζέψει τα πάντα. Αγριοκοιτάει μια εμένα, μια τις μισοτελειωμένες πατάτες. “Τελειώσατε;”
“Όχι” εγώ. “Ναι” ο φίλος μου.
Φεύγουμε ακατούρητοι.
Κάθομαι στο μπαρ κι έχω γίνει ντίρλα. Περιμένουμε ν’αδειάσει τραπέζι. Ξεκίνησα με half pint μην μου κοπεί η όρεξη. Μετά πήρε το μάτι μου κάτι κινέζες με κοκτέιλ.
“Τι είναι το ροζ;'” ρωτάω τον σερβιτόρο. “Κράνμπερυ λιωμένο με μούρο, Γκότσι βερμούτ, σόδα και τζιν.” “- Ωραία. Το πράσινο παρακαλώ… Μήπως να δω και τα κρασιά;”
Σε μία ώρα μεταφέρομαστε τρεκλίζοντας στο τραπέζι. Το μενού πουθενά. Κάπου θα ‘πεσε, λέω και σκύβω να δω.
“- Πρώτη φορά στο Μπέργκερ εντ Λόμπστερ; “
Άντε πάλι, σκέφτομαι και κοπανάω το κεφάλι μου απ’ την τσαντίλα.
” Θα θέλατε μπέργκερ ή αστακό; Βραστό ή ψητό; Με λεμόνι και λάδι ή μαγιονέζα και σκόρδο? £20 ότι πάρετε”.
Μάλιστα. Κοψοχρονιά ο αστακός.
Μας έρχονται τέσσερις των 180γρ ολόιδιοι – σχήμα, χρώμα, πόδια.
“- Έχετε μία ώρα και είκοσι πέντε λεπτά. Enjoy”
Αυτή την φορά είμαστε αποφασισμένοι. Αμίλητοι ξεκολλάμε το ψαχνό με ειδικό γκάτζετ. Μετά γρήγορο σπάσιμο-ρούφηγμα δαγκάνας. Στην μία ώρα έχουμε παραγγειλει μους σοκολά. Σε μία ώρα και δέκα λεπτά ζητάμε ΚΑΙ εσπρέσο. Μένουν πέντε λεπτά. Κοιταζόμαστε…
Έχει 13 μποφόρ, ο χειρότερος χειμώνας λέει από το ’47. Δεν μπορώ να δω πόσοι είναι μπροστά μου στην ουρά διότι μου πέφτει η κουκούλα στα μάτια. Γύρω από την κουκούλα έχω τυλίξει το κασκόλ να κλείσει τα κενά. Κάποιος μου το πατάει… Λίγο πριν το σημείο πνιγμού αλλάζω χέρι την ομπρέλα και στροβιλίζομαι γύρω απ’ τον εαυτό μου ρουφώντας την μύτη μου και αναπνέοντας ταυτόχρονα. Το ξεσκαλώνω κάτω από ένα λασπωμένο μποτάκι. Είναι της Μάγκι! “Οι δικές μου φακές ανθίσανε πάντως” μου λέει. Την παίρνω και φεύγουμε.