Η χρεοκοπία του 2010, αποτέλεσμα χρόνιων εσωτερικών παθογενειών και στρεβλώσεων που άφησαν τη χώρα πλήρως εκτεθειμένη στους κλυδωνισμούς της παγκόσμιας κι ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν στη συνέχεια, προκάλεσαν βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης, αποσταθεροποιώντας και θέτοντας σε αμφισβήτηση τα τότε κόμματα εξουσίας κι ευρύτερα το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης.
Η Αριστερά άδραξε την ευκαιρία κι από το 2012 διεκδίκησε δυναμικά τη δυνατότητα άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Εκείνη την περίοδο στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης και σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών, αλλά κι εντός αυτών, ήταν τα μνημόνια που συνόδευαν τις δανειακές συμβάσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της. Η αποδοχή ή όχι των μνημονίων ήταν ένα κρυστάλλινο ερώτημα που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και δημιούργησε τις συνθήκες που επέτρεψαν στην Αριστερά να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, έπειτα από δύο αποτυχημένα Προγράμματα Προσαρμογής που προηγήθηκαν, αφενός γιατί οι πολίτες ήθελαν να τιμωρήσουν τα κόμματα που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία αφετέρου γιατί αποζητούσαν την προοπτική διεξόδου από το καθεστώς των μνημονίων και ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Μετά το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015, αν κι αυτό υπήρξε πολύ κατώτερο των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει στο κοινωνικό σώμα, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήθηκε στην κυβερνητική εξουσία, με ανανεωμένη εντολή από τους πολίτες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 να είναι αυτός που θα διαχειριστεί το τρίτο Πρόγραμμα Προσαρμογής, ώστε να είναι το τελευταίο, αλλά και να βάλει τις βάσεις για την αναμόρφωση της χώρας, ώστε να μη ξαναβρεθούμε στο σημείο που βρεθήκαμε το 2010.
Η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε -τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό- ακραίες καταστάσεις και τις έφερε εις πέρας, σε γενικές γραμμές επιτυχώς, υλοποιώντας, πρώτιστα, τον κύριο στόχο, αυτόν του τερματισμού των Προγραμμάτων Προσαρμογής. Τα μεγάλα επιτεύγματα της αριστερής διακυβέρνησης είναι τα ακόλουθα:
Επιπρόσθετα, την τετραετία 2015-2019 έλαβε χώρα μια σημαντική προσπάθεια ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους. Στηρίχθηκαν συστηματικά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας και ο κόσμος της εργασίας. Ήταν η περίοδος κατά την οποία ψηφίστηκε σειρά νομοθετημάτων για την αναβάθμιση και την κατοχύρωση ανανεωμένων ατομικών δικαιωμάτων. Ρυθμίστηκε για πρώτη φορά το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών. «Καθάρισε το τοπίο» στη διαχείριση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Αναπτυξιακού Νόμου. Διαμορφώθηκε ένα οικοσύστημα νέων χρηματοδοτικών εργαλείων. Μπήκαν οι βάσεις για τον ψηφιακό και τον ενεργειακό μετασχηματισμό της χώρας. Προχώρησαν τομές στο χωρικό σχεδιασμό, όπως το Εθνικό Κτηματολόγιο και οι Δασικοί Χάρτες. Άρθηκαν στρεβλώσεις στις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων κλπ. Εκσυγχρονίστηκε το θεσμικό πλαίσιο και απλοποιήθηκαν οι διαδικασίες, όπως για το εταιρικό δίκαιο και την ίδρυση επιχειρήσεων.
Παρά τα επιτεύγματα αυτά, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου η διακυβέρνηση της χώρας επέστρεψε έπειτα από τεσσεράμισι χρόνια στη Δεξιά. Έχουν γραφεί πολλά και θα γραφούν ακόμα περισσότερα για τις αιτίες της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ: το συσσωρευμένο βάρος στους πολίτες από την εφαρμογή τριών μνημονίων, η διαδικασία συναισθηματικής αποφόρτισης μετά το δημοψήφισμα, οι εγγενείς αντιφάσεις της αναγκαίας για μια ορισμένη συγκυρία συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ, το «καθεστωτικό ύφος», η «κυβερνητική αλαζονεία» και ο «διχαστικός λόγος», η απουσία ριζικών μεταρρυθμίσεων που θα άλλαζαν τη σχέση πολίτη – κράτους, διαπιστωμένες αδυναμίες στη διακυβέρνηση, ιδίως σε απλά ζητήματα καθημερινότητας των πολιτών, που δεν συζητήθηκαν επαρκώς και δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως κ.ά.
Πέρα όμως από όλα αυτά υπάρχει μια πολύ σημαντική αιτία που δεν αφορά μόνο την ήττα της Αριστεράς αλλά και την επιχείρηση παλινόρθωσης του παλαιού πολιτικού συστήματος. Αυτή είναι η αδυναμία ανάδειξης από τον ΣΥΡΙΖΑ ενός συνολικού συνεκτικού αφηγήματος για το μέλλον της χώρας, το οποίο θα μπορούσε να υπερισχύσει απέναντι στην εχθρική στάση της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, την υποκρισία της Νέας Δημοκρατίας στο «μακεδονικό» και, κυρίως, απέναντι στο δεξιό λαϊκισμό και τις υποσχέσεις της ΝΔ για μεγάλες φοροελαφρύνσεις, επενδυτική «έκρηξη» με όχημα τις κατασκευές (βλ. Ελληνικό) και υψηλότατους ρυθμούς μεγέθυνσης. Παρά το γεγονός ότι για πρώτη φορά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα, την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική, την οποία μάλιστα διαπραγματεύτηκε επιτυχώς και με τους δανειστές, ούτε το κείμενο αυτό αλλά ούτε και κάποιο άλλο αποτέλεσαν τη βάση για το πρόγραμμα της επόμενης τετραετίας με ορίζοντα την επόμενη δεκαετία.
Η Αριστερά κατέκτησε τη δυνατότητα να ασκήσει κυβερνητική εξουσία αρχικά επειδή απάντησε καθαρά στο ερώτημα για τα μνημόνια και στη συνέχεια ως η μόνη πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στην επιτυχή ολοκλήρωση των Προγραμμάτων Προσαρμογής, όπως και πράγματι το κατάφερε. Εντούτοις, έχασε την κυβέρνηση καθώς δεν ενέπνευσε την κοινωνία για τη μεταμνημονιακή εποχή -τις προϋποθέσεις της οποίας η ίδια η Αριστερά δημιούργησε- και κυρίως γιατί δεν απάντησε πειστικά στο πώς θα επιτύχει τη ριζική αναμόρφωση της χώρας και τη μετάβαση από την οικονομική ανάκαμψη σε ένα νέο επίπεδο συλλογικής ευημερίας.
Όμως όλα αυτά είναι πλέον παρελθόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές αλλά ταυτόχρονα υπερψηφίστηκε από το 32% σχεδόν των πολιτών, από όλες εκείνες κι εκείνους που αναγνώρισαν τα όσα έγιναν την προηγούμενη τετραετία κι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι «γίνεται κι αλλιώς» κι ότι το μείγμα του «χωρίς όρια» νεοφιλελευθερισμού, του κοινωνικού συντηρητισμού και της καταστολής που πρεσβεύει η ΝΔ δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση για το μέλλον της χώρας. Η απάντηση που θα δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο ερώτημα με ποιο τρόπο θα κινηθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό το πλαίσιο, την ουσία και το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης των επόμενων ετών, ενισχύοντας ή αποδυναμώνοντας τις προοπτικές επανόδου στην κυβερνητική εξουσία. Συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαχειριστεί την εκλογική και κοινοβουλευτική του δύναμη με δύο διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το δίλημμα της τρέχουσας συγκυρίας.
Ο ένας τρόπος είναι να πολιτευτεί όπως κάθε μεγάλο κόμμα της μεταπολίτευσης όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Δηλαδή να αρκεστεί σε μία στείρα, αρνητική αντιπολίτευση, η οποία δεν έχει προτάσεις αλλά μόνο καταστροφολογικές κραυγές κι αψιθυμία, όπως έκανε η ΝΔ όλο το προηγούμενο διάστημα. Ταυτόχρονα να υφαίνει ένα δίκτυο μικρών και μεγάλων «εξυπηρετήσεων» απέναντι σε μικρά και μεγάλα συμφέροντα, αναμένοντας την πτώση της κυβέρνησης και την εκ νέου ανάληψη της εξουσίας, με όλη την ενέργεια να δαπανάται στη διαμόρφωση των νέων μικρο-πολιτικών ισορροπιών. Αυτή είναι μια εκδοχή νέας «κανονικότητας», η οποία θα συνδεόταν και με την πραγματική «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας με βεβαιότητα στη συρρίκνωση της πολιτικής κι εκλογικής επιρροής του.
Ο άλλος τρόπος, όμως, είναι η επιστροφή της Αριστεράς στην αντιπολίτευση να αποτελέσει την ευκαιρία να αναδιαμορφώσει την ταυτότητά της με σύγχρονους όρους και να καταθέσει ένα μακροχρόνιο σχέδιο για τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία, διεκδικώντας να επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία με «θετικό» τρόπο. Να ασκήσει δηλαδή αντιπολίτευση ως δυνάμει προοδευτική κυβέρνηση, με βάση ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο που δεν θα εξαντλείται σε γενικόλογα αναθέματα απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα. Το πολιτικό αυτό σχέδιο, του οποίου οι βάσεις ήδη υπάρχουν στα θετικά πεπραγμένα της κυβερνητικής εμπειρίας, μπορεί να εμπλουτιστεί και να εξειδικευθεί, ώστε να παράγει μια αντιπολιτευτική πρακτική που θα εκλαμβάνει κάθε ζήτημα της καθημερινότητας ως ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει συγκεκριμένα, πειστικά και ρεαλιστικά στο «τι θα έκανε η Αριστερά γι’ αυτό αν ήταν κυβέρνηση». Δηλαδή, να ακολουθήσει μια πολιτική που θα βασίζεται περισσότερο στα «policies» πλέον και όχι στα «politics» με την εκφυλισμένη και κακώς εννοούμενη εκδοχή τους.
Η πολιτική με την πραγματική της έννοια, τόσο εντός ενός κόμματος ή ενός ευρύτερου χώρου όσο και στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού, οφείλει να συνδέεται οργανικά με τη διαμόρφωση τεκμηριωμένων πολιτικών που αποτελούν τις αιχμές πάνω στις οποίες επιδιώκεται η συγκρότηση της απαιτούμενης κοινωνικής συναίνεσης για την επίτευξη της πολιτικής ηγεμονίας. Άρα, σύμφωνα με τον «θετικό» τρόπο άσκησης αντιπολίτευσης με ορίζοντα την ανάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, στόχος για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να εκφράσει πολιτικά τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία μέσα από την προωθητική διασύνδεση της πολιτικής του με συγκεκριμένες, επεξεργασμένες, μετρημένες, κοστολογημένες πολιτικές, που αποτελούν τις προοδευτικές απαντήσεις στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής, μακριά από το λαϊκισμό, τις μεγαλόστομες ρητορείες, τις ανέξοδες και γενικόλογες υποσχέσεις, τις μικροπολιτικές ή και παραπολιτικές τακτικές. Και αυτό ακόμα κι αν χρειαστεί να έρθει σε αντιπαράθεση με αντιλήψεις και συμπεριφορές εντός κι εκτός του κόμματος.
Ο προγραμματικός πολιτικός λόγος και η επιστημονικά τεκμηριωμένη πολιτική πρόταση είναι ιστορικά προς το συμφέρον της Αριστεράς, η οποία, για να υπερασπιστεί την κοινωνία και τη δημοκρατία, έχει την ευθύνη να «εκπαιδεύσει» μέσα από τις δικές της παρεμβάσεις το κοινωνικό σώμα αλλά και να «εκπαιδευτεί» η ίδια από τις προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις. Όπως, όμως, συχνά συμβαίνει σε κρίσιμες στιγμές, το καίριο ερώτημα της συγκυρίας «με ποιο πολιτικό σχέδιο ως αντιπολίτευση σήμερα για προοδευτική διακυβέρνηση αύριο;» τείνει να κρυφτεί πίσω από ένα γενικόλογο ερώτημα «τι κόμμα;». Ερώτημα κρίσιμο και αυτό, που όμως υποβαθμίζεται σε «τεχνικό» και «άνευρο», αν δεν υπηρετεί έναν πρωταρχικό πολιτικό στόχο. Ερώτημα που αν δεν τεθεί στις ορθές του βάσεις και αν δεν συνδεθεί ουσιαστικά με ένα πολιτικό σχέδιο σαν και αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, θα εκφυλιστεί σε μια ακόμα διαδικασία αντιπαράθεσης εσωτερικών ανταγωνιστικών τάσεων, όπως έχουμε ζήσει πολλές φορές στο παρελθόν.
Δηλαδή, αντί να συζητάμε αποκλειστικά και μόνο τις τεχνο-οργανωτικές λεπτομέρειες της «διεύρυνσης», που όλοι συμφωνούμε ότι είναι αναγκαία και ευπρόσδεκτη, αυτό που θα έπρεπε να συζητάμε σε προτεραιότητα είναι το πολιτικό της περιεχόμενο, ποια θα είναι η τεκμηριωμένη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση του αύριο και ποια η στοχευμένη καμπάνια που θα κάνει, ώστε να ανακτήσει την πρωτοβουλία στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, επικεντρώνοντας στα μεγάλα ζητήματα που μπορούν να καταστούν προνομιακά για την Αριστερά στη νέα εποχή που ανοίγεται μπροστά μας:
Το ολοκληρωμένο και συνεκτικό πολιτικό αφήγημα, η προτεραιοποίηση των στρατηγικών στόχων, το πρόγραμμα και η τεκμηρίωση των πολιτικών. Η δημιουργία συντονισμένων δράσεων βάσης και ηγεσίας, προκειμένου όλα αυτά να αναδειχτούν και να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης στη δημόσια σφαίρα. Μια καλά οργανωμένη καμπάνια με χρήση των εργαλείων της σύγχρονης τεχνολογίας και επικοινωνίας, που θα την καθιστούν ελκυστική για τις νεότερες γενιές, τα δυναμικά κοινά και τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να απευθυνθεί και σε νέα ακροατήρια, να προσεγγίσει νέους φίλους και να εγγράψει νέα μέλη, που θα αποκτήσουν οργανική σχέση μαζί του και δεν θα παίζουν το ρόλο του βολικού «σκηνικού» σε ένα σόου για τα ΜΜΕ, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν σε κινητοποιήσεις ποσοτικής διεύρυνσης, αλλά εν τέλει όχι ποιοτικής εμβάθυνσης, που έχουν επιχειρήσει και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.
Αν το Σεπτέμβριο δεν ξεκινήσει μια δυναμική πορεία πραγματικής και όχι απλά επικοινωνιακής ανασύνταξης, παρότι ο στόχος της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε στις εκλογές, είναι ορατός ο κίνδυνος η εκλογική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας να διατηρηθεί μέσα στο επόμενο διάστημα. Αντίθετα, οι νέοι φίλοι και μέλη που θα προκύψουν από μια διαδικασία ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου, όπως αυτή που περιγράφηκε παραπάνω, θα εδραιώσουν σε στέρεες βάσεις τη νέα ηγεμονική πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ανακτηθεί για την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις η πρωτοβουλία σε πολιτικό επίπεδο.
Ηρώ Ζαβογιάννη, πολιτικός επιστήμονας, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
Χαράλαμπος Κασίμης, τ. γενικός γραµµατέας Αγροτικής Πολιτικής & Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων
Τάκης Κορκολής, τ. γενικός γραµµατέας Δηµοσίων Επενδύσεων ΕΣΠΑ
Λόης Λαμπριανίδης, τ. γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων
Κερασίνα Ραυτοπούλου, σύµβουλος Διοίκησης Εθνικής Τράπεζας
Παναγιώτης Σκευοφύλαξ, σύµβουλος Πολιτικής, Στρατηγικής κι Επικοινωνίας
Κώστας Στρατής, τ. υφυπουργός Πολιτισµού
Ευγενία Φωτονιάτα, τ. ειδική γραµµατέας ΕΣΠΑ
Ανδρέας Ψαθάς, Μηχανικός, Σύμβουλος Ανάπτυξης Έργων Υποδομών