ΜΟΥΣΙΚΗ: Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική, λόγω Ηπείρου και Ιωαννίνων όπου μεγάλωσα, και τα πρώτα μου ακούσματα ήταν το αρχέγονο μοιρολόι της γιαγιάς μου. Κάθε μέρα αυτοσχεδίαζε και με κλάματα γοερά τραγουδούσε μια διαφορετική ιστορία. Από εκεί έχω πολύ βαθιά μνήμη. Θεωρώ ότι η μουσική παράδοση κάθε λαού είναι πολύ βαθιά μήτρα και διαμορφώνει την μετέπειτα μουσική του. Παράλληλα, εκείνη την εποχή ακουγόταν από το ραδιόφωνο όλη η παλέτα των μουσικών εκείνης της εποχής όπως Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Θεοδωράκης μέχρι και Στράτος Διονυσίου. Στη δεκαετία του ’80 εισάγεται στην ελληνική σκηνή –πέρα από τη ντίσκο που χορεύουμε ανελέητα- έρχεται το πανκ. Μεγαλώνω μαζί με την πανκ μουσική, θυμάμαι ακόμη αρκετά συγκροτήματα από εκείνη την περίοδο όπως Γενιά του Χάους, Αδιέξοδο και άλλους. «Δεν είναι δημοκρατία, δεν είναι ελευθερία είναι μόνο μια μπασταρδοκρατία.» Το ακούς τώρα και λες πόσο προφητικό ήταν αυτό το κομμάτι που κυκλοφόρησε 1984. Τελευταία ημι-πανκ συναυλία που βρέθηκα ήταν τέλη 1990 στους Rage Against The Machine, όπου έγινε χαμός και διεκόπη η συναυλία. Αυτή ήταν η αγνότητα πανκ κινήματος, ότι κράτησε πολύ λίγο και ήταν σύννομο με την ζωή όσων το υπηρετούσαν. Μετά μπήκα στο psychedelic trance και στο ambient όπου η ηλεκτρονική μουσική βρήκε ένα νήμα με πιο κλασικό φορμάτ. Παρακολούθησα κλασική μουσική και για ένα διάστημα σχεδόν εμμονικά ενώ γρατζουνάω κι εγώ ο ίδιος βιολί. Εδώ και χρόνια έχω επιστρέψει στην ελληνική μουσική, συνεργάστηκα με τη Εστουδιαντίνα και με άλλα νέα παιδιά που μπαίνουν στο παιχνίδι ξαναδιάβαζοντας με φρέσκια ματιά την παράδοση όπως η VIC. Συμπράξαμε πάνω από ένα χρόνο με τον Σταύρο Ξαρχάκο και μου έδωσε ένα ανέκδοτο κομμάτι του που έπαιξε live αυτοσχεδιάζοντας σε μια έκθεση γλυπτικής στο Παρίσι τέλη της δεκαετίας του ’60.
ΒΙΒΛΙΑ: Ποτέ δεν ήμουν βιβλιοφάγος. Παρότι τελείωσα μια πολύ κλασική δραματική σχολή του ΚΘΒΕ επειδή εκεί δουλεύαμε με ασκήσεις η σχέση με τη λογοτεχνία και το θεατρικό κείμενο ήταν άμεση. Οι περισσότερες αναφορές μου προέρχονται από την ποίηση. Μέσα σε όλο αυτό πιάνω το νήμα πάλι από την αρχή του δηλαδή από τον Όμηρο για να φτάσω στον Λειβαδίτη και στον αγαπημένο μου Μάνο Ελευθερίου. Σε όλο αυτό το νήμα φυσικά χωράει ο Θερβάντες, ο Σαίξπηρ, την ελισαβετιανή περίοδο. Υπάρχει ένα τεράστιο κείμενο «Ο Χριστός Πάσχων» αγνώστου συγγραφέα, που είναι δομημένο δραματουργικά βάση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ο Κ.Π. Καβάφης είναι ό,τι πιο αγαπημένο μου από ποίηση. Ταξιδευτής μου την περίοδο της εφηβείας ήταν ο Καββαδίας, ήθελα να γίνω ναυτικός αρχικά. Η δουλειά μου είναι τέτοια που πάντα με οδηγεί στο διάβασμα. Ανεβάσαμε για παράδειγμα την «Ασκητική» του Καζαντζάκη, αυτή τη βίβλο, αυτό το τεράστιο φιλοσοφικό, υπαρξιακό, συμπαντικό έργο.
ΤΑΙΝΙΕΣ : Παλιές ελληνικές ταινίες και βιντεοκασέτες με ξένες που με φέρνουν σε επαφή με άλλα πράγματα, όχι τόσο σινεφίλ όσο ανακάλυψα μετά αλλά σίγουρα κάτι διαφορετικό για τα Γιάννενα της δεκαετίας του ’80. Είναι βέβαια η περίοδος του Αγγελόπουλου και του Κουροσάβα αλλά ταυτοχρόνως και του «Χαμός στην Τσάινα Τάουν». Αρχίζω να συγκλονίζομαι ουσιαστικά με το σινεμά στις αρχές των ‘90ς όταν είμαι πια στη σχολή. Βέβαια, έχω ήδη έρθει σε επαφή με τους δικούς μας τον Νικολαΐδη, τον Πανουσόπουλο όλο αυτό το κάπως underground, τον «Δράκουλα των Εξαρχείων» αυτό το φοβερό βαρβατουρικό με όλη αυτή την τρομερή παρέα. Την είδα πρόσφατα και είπα «Τι έκανε ο κεφάλας ο Ζερβός. Δεν βγάζει νόημα, δεν έχει γινόμενο η ταινία αλλά είναι μια ολόκληρη εποχή». Ο Τρίερ ήρθε και τάραξε τα νερά με το δόγμα 95 αλλά πραγματική γροθιά στο στομάχι ένιωσα με την «Οικογενειακή Γιορτή» του Βίντερμπεργκ. Ξανασυναντάω κάτι παρόμοιο, ουσιαστικά τα δύο προηγούμενα είναι η μήτρα του, στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου. Αλλά φυσικά θέλω να αναφέρω τον Νίκο Γραμματικό που σχεδόν ανδρωθήκαμε μαζί από τους «Απόντες», τον «Βασιλιά» μέχρι το τωρινό masterpiece την «Μήδεια». Υπάρχει τώρα μια γενιά 4-5 κινηματογραφιστών που ανασυγκροτούν το ελληνικό σινεμά. Ο Ταραντίνο ανασυγκρότησε το σινεμά με τον δικό του τρόπο, πιάνοντας τα b-movie και εμπνεόμενος από αυτά. Όταν μικρός στα Γιάννενα έβλεπα στο σινεμά κουνγκ φου καράτε, που έφτανε στο σπλάτερ αφού κοβόταν το κεφάλι και ο πίδακας του αίματος έφτανε στα τρία μέτρα· φοβερό, δεν υπάρχει αλλά παράλληλα έβλεπα τότε και το «Μπουρδέλο» του Κούνδουρου. Όταν έσκασε ο Ταραντίνο βγήκαν παράλληλα και οι Κινέζοι όπως ο Ζαν Γιμού και το έκαναν όλο αυτό με υπέροχη ποιητικότητα και την ίδια εποχή βγαίνει το «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… και Άνοιξη» που είναι ολόκληρος ο βηματισμός ενός ανθρώπου.
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ: Είχα την χαρά και την τύχη αλλά και με αυστηρή επιλογή να βρεθώ στις καλύτερες δουλειές της ελληνικής τηλεόρασης. Από τον Αδριανό Γεωργαντά που στα μέσα των 90ς κάναμε τρεις δουλειές στην ΕΡΤ, μεταξύ αυτών τη μεταφορά του μυθιστορήματος του Ανδρέα Μήτσου «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου». Μετά κάναμε με τον Κώστα Κουτσομύτη «Τα παιδιά της Νιόβης». Του χρωστάω πολλά του Κώστα, κάναμε και τις «Μάγισσες της Σμύρνης». Είχαμε διάφορα projects που θέλαμε να βάλουμε μπροστά αλλά ο Κώστας έφυγε. Μέχρι που φτάσαμε στο «Νησί» της Χίσλοπ, όπου έκανα τον πρόεδρο της Σπιναλόγκα, ένα πραγματικό πρόσωπο με συγκλονιστική ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ολόκληρη ταινία. Το «Νησί» όπου ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης έδειξε τα δόντια του είναι για μένα σειρά παγκόσμιου βεληνεκούς και γι’ αυτό άλλωστε πουλήθηκε στο εξωτερικό και παίζεται ακόμη με επιτυχία.
ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Για μένα έχει αντικαταστήσει το βιβλίο σε χαρτί, πλέον τα διαβάζω όλα σε e-book που τα βρίσκω στο ίντερνετ.
ΣΠΟΡ: Πρώην μέλος της εθνικής ομάδας στο στίβο με πανελλήνια ρεκόρ. Έκανε μεσαίες, μεγάλες αποστάσεις, στιπλ τα τελευταία χρόνια. Τραυματίστηκα όμως γύρω στα 18 και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τις πολεμικές τέχνες και κυρίως με το τάε κβο ντο, που έχει μια ιδιότυπη σχέση με το χορό και με βοηθάει να ανακαλύψω το σώμα μου και την κίνησή μου και με βοηθάει πολύ και ως ηθοποιό. Στη σχολή κάναμε κλασικό μπαλέτο αλλά ήμασταν πια μεγάλοι σε ηλικία για να ανταπεξέλθουμε.
ΤΑΞΙΔΙΑ: Ταξίδια ευρωπαϊκά, βαλκανικά και ασιατικά μέχρι την Τουρκία. Αγγλία, Πορτογαλία, Τσεχία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Πρίστινα, Κόσοβο, Αλβανία, Τουρκία. Στην Τουρκία γυρίζαμε τη «Ρόζα της Σμύρνης» και πέσαμε πάνω στο πραξικόπημα. Θεωρώ ότι τα μεγάλα μου ταξίδια είναι εντός Ελλάδας και με παραμονές. Λατρεύω αυτή τη χώρα όσο τίποτα.
ΤΩΡΑ: Από τέλος Σεπτεμβρίου και για 20 παραστάσεις θα ανεβάσουμε τον «Ριχάρδος Β’-Το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά» σε σκηνοθεσία και δραματουργία Marlene Kaminsky. Λέει κάποια στιγμή ο γέροντας στον Ριχάρδο «Κι όλου του κόσμου να ήσουν βασιλιάς, θα ‘ταν ντροπή να δώσεις με νοίκι αυτή τη χώρα, όμως όταν δεν έχεις παρά μονάχα τη χώρα αυτή δεν είναι περισσότερο κι από ντροπή να την ντροπιάζεις έτσι;». Αυτό έχω να πω και για τους δικούς μας ταγούς. Να τι γίνεται, κάνεις ένα κείμενο 500 χρόνων πίσω που όμως είναι συγκλονιστικό για πολλούς λόγους. Έχεις έναν έκπτωτο νεαρό βασιλιά κληρονομικά προερχόμενο στον θώκο, που αδειάζει τα ταμεία, ευτελίζει και εξαθλιώνει τον λαό του, δεν διαθέτει καλή κρίση, καταποντίζει τη χώρα του και όταν επιστρέφει από την επανάσταση των Ιρλανδών του την έχουν στημένη. Είναι ο μοναδικός βασιλιάς που παραδίδει το στέμμα του και αντί να τον σκοτώσουν, τον φυλακίζουν. Η ταπείνωση είναι αυτή ακριβώς. Στην πραγματική ιστορία τον πετάνε στο κελί, τον ξεχνάνε εκεί και πεθαίνει. Ο Σαίξπηρ όμως συγκινείται από αυτόν λόγω του νεαρού της ηλικίας του και του απαξιωτικού τέλος. Τον φέρνει λοιπόν στο στάδιο της ενσυναίσθησης και του απολογισμού της ζωής του για να βρει τι έκανε λάθος. Στο τέλος παραδομένος πλήρως προσπαθεί το μόνο που του έχει απομείνει: την ψυχή του.