Είναι μεγάλη χαρά να συναντάς έναν άνθρωπο που ήταν πολλά χρόνια παρών στη ζωή σου με τη μουσική του, και να διαπιστώνεις πως όλα όσα φανταζόσουν γι’ αυτόν ήταν αλήθεια. Λίγο πριν ανέβει για πρώτη φορά στη σκηνή του Gagarin 205, ο Κώστας Τουρνάς συνάντησε την Popaganda και μίλησε με την αφοπλιστική ευθύτητα και ειλικρίνεια που τον χαρακτηρίζουν.
Για μένα το γεγονός πως θα παίξετε στο Gagarin έχει και μια έννοια επιστροφής… Είναι ωραίο να έχεις χώρους αφιερωμένους σε ένα μουσικό είδος, που πιστεύουν σε αυτό που κάνουν, και το Gagarin είναι ένας τέτοιος χώρος. Είναι η πρώτη φορά που παίζω εκεί. Το καταλαβαίνω αυτό που λες, αλλά είναι λίγο μέσα στο κεφάλι μας και μέσα σε αυτά που προσπαθούμε να προστατεύσουμε γιατί τα αγαπάμε και τα πιστεύουμε, και για αυτό θέλουμε να μας αποδεικνύονται. Όμως εγώ δεν ένιωσα ποτέ ότι κάπου ξεγλίστρησα. Πάντα προσπαθούσα να είμαι σε χώρους με τους οποίους έχουμε μια συγγένεια. Δεν το έκανα από φανατισμό, αλλά για τον κόσμο. Αν πας να παίξεις σε ένα κοσμικό κέντρο με μπουζούκια, είναι σαν να λες σε κάποιους ανθρώπους που αγαπάνε αυτό που κάνεις ότι εδώ είσαι για άλλο πράγμα… Αλλά δεν νιώθω ότι απομακρύνθηκα ποτέ από αυτό που έκανα, και το οποίο δεν ξέρω αν οριοθετείται ακριβώς κάπου. Οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να ταξινομούμε και να οριοθετούμε, για να νιώθουμε προστατευμένοι. Αλλά από μικρός θεωρούσα ότι αυτό είναι προϊόν φόβου. Μήπως παρασυρθούμε και καταλήξουμε αλλού… Τελικώς το θεωρώ φυσική εξέλιξη και συνέπεια να παίξω σε ένα τέτοιο χώρο, κι ελπίζω να είναι καλά και για τον κόσμο.
Αυτό που λέτε το έχετε εφαρμόσει και στην πράξη, και μάλιστα από νωρίς. Τα κομμάτια σας, ασχέτως του ποιος τα έλεγε, είχαν υπογραφή. Αυτό είναι το προσωπικό μου κόλλημα μάλλον. Κάποτε μου ζητούσαν να γράψω για κάποιον, κι εγώ έλεγα «μα δεν έχω και μεγάλη σχέση με τον καλλιτέχνη». Και μου έλεγαν «μα εσύ υπογράφεις». Και δεν το έλεγαν κυριολεκτικά, αλλά σαν άκουσμα, σαν ύφος. Πιστεύω πως όλοι μας, με ό,τι κι αν ασχολούμαστε, είμαστε υποπροϊόντα των φόβων μας. Αυτοί οι ποικίλοι φόβοι, που δεν ξέρεις μέχρι πού φτάνουν μας οδηγούν τελικά σε λύσεις. Πιθανώς λοιπόν και η μουσική έκφραση να έχει ένα τέτοιο χαρακτήρα. Κάτι λύνει, κάτι προσπαθεί με το στίχο ή με τη μουσική, κάτι πολεμάει. Έχει ενδιαφέρον όταν αυτό που λύνει δεν είναι μόνο του γράφοντος, αλλά και κάποιων άλλων ανθρώπων που δεν έχουν το χρόνο ή τη δυνατότητα να λύσουν το δικό τους θέμα, και κάτι παίρνουν από αυτό. Αυτή η συνδιαλλαγή στα κυνικά χρόνια που ζούμε είναι υποβόσκουσα και δεν τη διακρίνουμε εύκολα. Αλλά τελικώς η μουσική κι ο στίχος – που στην Ελλάδα έχει μια σημασία παραπάνω – παρόλο που έχει πολεμηθεί, έχει επιχειρηθεί κι επιχειρείται παντού να γίνει προϊόν, παραμένουν μεγάλη παρηγοριά, λύτρωση κι απελευθέρωση για τους ανθρώπους – όταν συναντάνε αυτό που χρειάζονται. Κατά συνέπεια, το τραγούδι δεν μένει στον άνθρωπο που το γράφει, πάει στους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν σαν να είναι δικό τους. Τότε έχει αξία. Αν δεν συμβαίνει αυτό, είναι περιττό να επιχειρείς μουσική. Αν δεν καταφέρνεις να λυτρώνεις, να ελευθερώνεις, να συμπαραστέκεσαι μουσικά στους ανθρώπους, τότε δεν έχεις λόγο να το κάνεις. Εγώ στάθηκα τυχερός σε αυτό, και νομίζω πως η αιτία είναι πως πάντα έγραφα ελεύθερα. Όχι σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς και της ζητούμενης επιτυχίας.
Μου μιλήσατε για υποπροϊόντα φόβου. Εσείς στον εαυτό σας ποιους φόβους αναγνωρίζετε; Είναι φόβοι τους οποίους δεν ανιχνεύεις. Κι επειδή απουσιάζει το γνώθι σ’ αυτόν, συνεχίζουν να υπάρχουν. Είναι γεννήματα του αρχικού φόβου: ότι είμαστε πλάσματα με ημερομηνία λήξης. Είναι ατέλειωτες οι ποικιλίες φόβων που έχει ο καθένας μας. Αν αυτό σηκώνει γιατρειά; Δύο είναι οι δρόμοι: ο ένας είναι να παρατηρείς τον εαυτό σου όσο περισσότερο μπορείς προκειμένου να αναγνωρίζεις τα σημεία που πάσχουν, κι ο άλλος είναι να πας στον αρχικό, τον κύριο φόβο και να έρθεις αντιμέτωπος με αυτόν. Έχουμε ημερομηνία λήξης. Ε, και λοιπόν; Αν αυτό το «Ε, και λοιπόν;» μπορέσεις να το νιώσεις βαθιά μέσα σου, σημαίνει πως αποδέχεσαι ολόκληρη τη ζωή ως έχει, χωρίς να επιθυμείς κάτι άλλο. Οι άνθρωποι ανησυχούμε με όλα. Έχουμε ένα πόνο; Ανησυχούμε αμέσως. Δεν μας μίλησε καλά ο άλλος; Ανησυχούμε. Θα μου δώσει τα χρήματα; Ανησυχούμε. Όλα αυτά είναι οι υπο-φόβοι μας. Αν δεν είχαμε όλους αυτούς τους φόβους, που είναι γεννήματα του αρχικού φόβου, δεν θα υπήρχε άγχος, νεύρωση, εμμονή και πείσμα, κι η πίεση που ασκούμε στον εαυτό μας, αυτό που ονομάζουμε στρες, θα ήταν πολύ λιγότερη.
Ρώτησες για μένα. Πολλά σε μένα τα έχω αναγνωρίσει, αλλά θα ήμουνα ψεύτης αν έλεγα ότι με γνωρίζω κι ότι οι φόβοι μου έχουν εξομαλυνθεί. Υπάρχουν, και κάθε φορά πετάγονται από μόνοι τους, ανεξέλεγκτα. Όμως εγώ πάντοτε επέλεγα να έρχομαι αντιμέτωπος με τον αρχικό φόβο που γεννάει τους μικρούς. Εκεί νιώθω ότι υπάρχει μια πρόοδος. Αλλιώς ήταν πριν από 40 χρόνια όταν σκεφτόμουνα την ημερομηνία λήξης μου, κι αλλιώς είναι τώρα. Σήμερα ηλικιακά είμαι πολύ κοντά στο να μπορώ να τη σκέφτομαι καθημερινά κι ανά πάσα στιγμή. Όμως δεν τη σκέφτομαι καθόλου και δεν με αφορά. Νομίζω πως είμαι έφηβος στην αντίληψη της ζωής. Χωρίς να το βάζω κάτω από το χαλί, ξέροντας πως είναι εκεί κι είναι αδιαπραγμάτευτο, κατά το δυνατόν δεν ασχολούμαι μαζί του έτσι που να του επιτρέπω να γεννάει κι άλλους φόβους. Ξέρεις αυτή η κουβέντα δεν τελειώνει ποτέ… Όταν όμως κάνουμε μια τέτοια ανταλλαγή, η οποία και πρόκειται να δημοσιοποιηθεί, προσπαθώ να αποφύγω οποιαδήποτε υπερβολή υπέρ μου ή εναντίον μου, ακριβώς όπως θα το έκανα και σε ένα τραγούδι. Και μια συνέντευξη ένα τραγούδι είναι…
Να αφήσουμε τη λήξη και να πάμε προς την αρχή; Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σας οδήγησε στη μουσική; Συγκεκριμένα δεν ξέρω. Όταν όμως πρωτοείδα μουσικά όργανα στη ζωή μου -ήμουνα 4-5 χρονών – ήταν όπως όταν πρώτη φορά βλέπεις θάλασσα! Έτσι ένιωσα όταν κατάλαβα πως ένα πραγματάκι κατασκευασμένο, μια κιθάρα, ένα μαντολίνο, ένα ακορντεόν, παράγει ήχο με τη δική μου βούληση. Όπως με το στόμα μπορώ να εκφράζω τι νιώθω και τι κάνω, το ίδιο πράγμα μπορεί να κάνει κι αυτό το αντικείμενο, το οποίο εγώ ελέγχω. Σαν διαδικασία η μουσική, τα όργανα, οι ήχοι, κατάλαβα πως είναι ένα δεύτερο στόμα, ένας δεύτερος λόγος. Αυτό βέβαια το λέω τώρα. Τότε ήταν απλά κάτι μαγικό. Πώς λες σε ένα κοριτσάκι επτά ετών «θα έρθει ο Πρίγκηπος και θα σε πάρει με το λευκό άλογο και θα ζήσετε ευτυχισμένοι»; Τέτοιο πράγμα ήταν τα μουσικά όργανα για μένα! Γι’ αυτό και με αιχμαλώτισαν, δεν είχα μάτια για άλλα πράγματα. Παρόλο που θα μπορούσα να έχω ασχοληθεί με άλλα πράγματα μεγαλώνοντας…
Στο ισόγειο του σπιτιού μου στην Τρίπολη, νοικιάζαμε δωμάτια σε φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, που θα γίνονταν δάσκαλοι. Αυτοί έκαναν μάθημα μουσικής γιατί θα δίδασκαν σολφέζ στο σχολείο, κι όλοι είχαν από ένα όργανο. Ήταν λοιπόν 5-6 φοιτητές, άλλος με μαντολίνο, άλλος με κιθάρα… Εγώ σαν παιδάκι τριγυρνούσα μέσα στα δωμάτιά τους, κι όπου υπήρχε μουσικό όργανο, κόλλαγα, μπορούσα να ξεχάσω και να φάω… Χανόμουνα! Κατόπιν, έξι χρονών γράφτηκα στη Φιλαρμονική του Δήμου Τρίπολης για να μάθω φλάουτο, και μετά δεν έχει τελειωμό το κόλλημα… Αν και δεν θα το έλεγα κόλλημα. αυτή την αίσθηση που σου δίνει η μουσική, που όποιος έχει ασχοληθεί, ακόμα κι ως ακροατής, την ξέρει… Είναι μια άλλη γλώσσα, η οποία λυτρώνει από το φόβο που λέγαμε πριν, τον γιατρεύει. Με τη μουσική μπορεί να είσαι αγχωμένος και να γαληνέψεις, μπορεί να είσαι απαισιόδοξος και να αισιοδοξήσεις, να είσαι χαζοχαρούμενος και να σοβαρέψεις! Λειτουργεί με μαγικό τρόπο μέσα μας, γιατί είναι μια γλώσσα που δεν είναι τόσο στεγνή και περιορισμένη όσο αυτή που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε. Είναι πολύ πιο πλούσια. Είναι η μόνη γλώσσα που μπορεί να συναγωνιστεί τα ελληνικά.
Το πρώτο σας συγκρότημα ήταν οι Teenagers, κι ήδη ήσασταν μαζί με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς. Πώς γνωριστήκατε; Από τη γειτονιά, στη Φωκίωνος Νέγρη. Τυχαία. Δεν θυμάμαι αν υπήρξαμε μαζί στην ίδια τάξη στο σχολείο. Νομίζω όχι, ούτε στο δημοτικό ούτε, στο γυμνάσιο. Αλλά κάναμε πολύ παρέα από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, άρχισαν μετά και τα συγκροτήματα να μας φέρνουν πιο κοντά, και παραμένουμε φίλοι μέχρι σήμερα, εδώ και πάρα-πάρα πολλά χρόνια. Είναι αυτό που λες ότι είμαι τυχερός που έχω φίλους, έναν ή δύο…
Και με τον τρίτο της παρέας των Poll; Ο Λογαρίδης βρέθηκε λίγο πιο μετά, όταν ήδη έχουμε σχηματίσει τους Poll. Κάνουμε την πρώτη ηχογράφηση, το Άνθρωπε Αγάπα και το Ήλιε μου, και τον φέρνει ο παραγωγός να δει ένα καινούριο συγκρότημα που γράφει κάποια τραγούδια. Καταγοητεύτηκε και είπε: «Εγώ είμαι μαζί σας, ό,τι και να λέτε! Δεν το συζητάω!».
Γύρω-γύρω τι συνέβαινε; Ποιο ήταν το τοπίο μέσα στο οποίο φτιάξατε τους Poll; Νομίζω πως ήταν πιο στεγνό κι από σήμερα! Θα μου πεις, και σήμερα δεν είναι πάνστεγνα τα πράγματα; Οι ψυχές και τα σώματα αναζητούν λίγο νερό και δεν το βρίσκουν. Ύπαρξης, όχι καλοπέρασης. Περίπου το ίδιο ήταν και τότε. Είμαστε μες στην καρδιά της Επταετίας, μουσικά, πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά όλα είναι στριμωγμένα. Στο ξεκίνημα της ζωής σου θες να πιαστείς από πράγματα που μπορείς να πάρεις για να δώσεις κι εσύ, κι αυτά δεν υπάρχουν πουθενά. Στη δικιά μας γενιά μόνο οι προνομιούχοι μπορούσαν να προχωρήσουν σε κάτι παραπάνω, να σπουδάσουν κλπ. Η μαγική διαδικασία της μουσικής ήταν πραγματικά λυτρωτική. Μας γέμιζε ψυχικά, δημιούργησε μια διέξοδο να υπάρξουμε σαν άνθρωποι.
«Κυνηγάω την αθωότητα σαν να είναι χρυσός. Όταν δεν είσαι αθώος, είσαι καχύποπτος, πονηρός, γνώστης με ελλείψεις. Αυτό είναι δυστυχία»
Και δεν αντιμετωπίστηκε καχύποπτα αυτό το περίεργο μουσικά πράγμα που ερχόταν από αλλού, μέσα στην καρδιά της χούντας; Ναι, βέβαια, είχαμε και κάποια τραγούδια που απαγορεύτηκαν. Μην ξεχνάς ότι αυτό γεννήθηκε, και σε μας, και στον κόσμο, από την απόλυτη ανάγκη που είχαμε να εκφραστούμε. Είναι λίγο κλισέ η λέξη, αλλά έχει ουσία. Είχαμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε, να υπάρξουμε, να νικήσουμε το φόβο, να τον καταλαγιάσουμε, να τον διασκεδάσουμε… Νομίζω πως αυτό τα παρέκαμψε όλα: δυσκολίες, καχυποψία, αποκλεισμούς… Έγινε, από μόνο του, δεν το προσπάθησε κανείς μας.
Ήσασταν νέα παιδιά. Η τόσο μεγάλη ανταπόκριση τόσο νωρίς, δεν σας έκανε, έστω και προς στιγμήν, να χάσετε το μέτρο; Σε αυτό είσαι εκτεθειμένος όλη την ώρα. Ο άνθρωπος δεν έχει ούτε αυτογνωσία, ούτε ετερογνωσία. Άρα χάνει τη μπάλα εύκολα. Βλέπεις ότι συμβαίνει και στις σχέσεις των ανθρώπων, στα οικονομικά τους… Σαφώς μπορείς να την πατήσεις, φαντάζομαι ότι και εμείς την πατήσαμε σε κάποιες στιγμές. Παρόλο όμως που παίρνεις ένα αίσθημα ικανοποίησης και μιας μικρής ασφάλειας, όπως συμβαίνει άμα πάρεις δυο δραχμές παραπάνω, άμα έχεις την αποδοχή και τα μπράβο, το να περάσω στην άλλη όχθη και να πω «ΟΚ, τό ‘χω, καλά, ποιος είμαι;», αυτό μπορώ να πω πως δεν το ένιωσα ποτέ. Η ανάγκη για επικοινωνία ήταν ατέλειωτη, κι εγώ πιστεύω στο «ό,τι δίνεις, παίρνεις». Από μικρός ένιωθα ότι δεν δίνω ποτέ αρκετά. Αυτό σου δημιουργεί μια καλώς εννοούμενη «αχορταγιά», σε κάνει να λες «φτιάξε κι άλλα, δώσε κι άλλα, προχώρα». Δίνω ξέροντας ότι θα μου δοθεί. Από αυτό αντλώ την ψυχραιμία μου σε όποια δύσκολη στιγμή έχω αντιμετωπίσει. Οπότε καταλαβαίνεις ότι ποτέ δεν έχασα τη μπάλα επειδή δοξαστήκαμε ή κονομήσαμε – που κι αυτά ήταν σχετικά, έτσι; Πολύ μικρό παιχνίδι…
Έχοντας επί πολλά χρόνια επαφή με τη μουσική σας, θα έλεγα πως η λέξη που χαρακτηρίζει τη ματιά σας είναι «αθωότητα». Πράγματι είναι η αθωότητα, την οποία κυνηγάω σαν να είναι χρυσός. Πολλές φορές λέω πως όταν δεν είσαι αθώος είσαι καχύποπτος, πονηρός, γνώστης με ελλείψεις – κι αυτό είναι δυστυχία. Η αθωότητα στη ματιά λοιπόν – γιατί αθώο δεν είναι να λες Άνθρωπε Αγάπα; Τι ποιο αθώο να πεις και στα κυνικά χρόνια που ζούμε, αλλά και τότε; – αντιμετωπίζεται σαν να είσαι πτωχός τω πνεύματι. Λένε για σένα: «δεν σκέφτεται πολύ, δεν αντιλαμβάνεται, δεν ξέρει… Χαζός θα ‘ναι!» Εγώ όμως πιστεύω πως είναι η μοναδική κατάσταση με την οποία μπορείς να ζήσεις. Μια περίοδο γύρω στο ’80 ένιωσα ότι ξέρω πράγματα για τη μουσική, δεν τα μοιραζόμουν με το συνάδελφο, θεωρούσα πως είναι μυστικά που πρέπει να περιφρουρήσω. Ήταν πονηρή σκέψη… Όσο μοιράζεσαι, τόσο σου δίνεται η ζωή ολόκληρη κι ο κόσμος. Όσο αθώος είσαι, τόσο αφοπλίζεις τον πονηρό. Όσο ευάλωτος είσαι, τόσο ο αισχροκερδής και ο άρπαγας χάνουν. Θα μου πεις: τι πρέπει να κάνουμε; Να τα δώσουμε όλα, να τα μοιράσουμε όλα αφού ο σκοπός των άλλων είναι να μας τα πάρουν; Ναι. Ας τα πάρουν! Εμένα δεν θα με πάρουν ποτέ. Ούτε εσωτερικά, ούτε ως ζωή. Αν κάποιος έχει μεγάλη ανάγκη στο 1 τρις που έχει στην Τράπεζα ή στα συμφέροντα που εξυπηρετεί να προσθέσει άλλο ένα τρις κι αυτό θέλει να το πάρει από την Ελλάδα, ε, ας το πάρει! Μου λένε πως αυτό είναι αθώα σκέψη και ηττοπαθής. Όχι! Είναι αυτό που στα χρόνια που έχω ζήσει κατάλαβα πως έχει αξία. Τίμα τη ζωή που σου δόθηκε ως το ύψιστο δώρο, όλα τ’ άλλα είναι περαστικά. Ακούγεται περίεργο, αλλά η μοναδική αμυντική γραμμή είναι να διώξουμε το φόβο. Όταν σε πάνε μπροστά στον Πιλάτο ή τον Καϊάφα και σου πουν: «Είπες εσύ ότι είσαι Υιός Θεού;» Η απάντηση είναι: «Ό,τι λες. Εσύ το λες. Ό,τι κι αν σου πω δεν παίζει κανένα ρόλο. Συνέχισε να σκέφτεσαι όπως σκέφτεσαι και να πράττεις όπως πράττεις, εμένα δεν θα μου αποσπάσεις από φόβο μια ψεύτικη ομολογία προκειμένου να σώσω κάτι». Αυτή είναι η πλήρης έκφραση της αθωότητας.
Θα μιλήσω και για κάτι συγκεκριμένο που συζητήθηκε έντονα στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, και που εσείς με πλήρη αθωότητα το έχετε λυμένο μέσα σας με ένα τραγούδι εδώ και πολλά χρόνια, με τον Αχιλλέα από το Κάιρο… Δύσκολο ακόμα και σήμερα να το ακούσω με στεγνά μάτια. Καταλαβαίνω τι λες. Ο Αχιλλέας χτυπάει τη δικιά σου φλέβα για όποιο ρατσισμό, αποκλεισμό έχεις υποστεί εσύ ο ίδιος, ή κάποιος δικός σου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει υποστεί. Γιατί μπορεί στην κλίκα μας εμείς οι «ομοιογενείς», οι «αποδεκτοί», να περνάμε καλά, αλλά αμέσως μόλις καταδικάσουμε κάτι, καταδικάζουμε τους εαυτούς μας. Αυτό που θα πω τώρα δεν πρέπει να παρεξηγηθεί, γιατί ειλικρινά δεν περιέχει κανένα παραλληλισμό. Αλλά κι αν απέναντί σου είναι κάποιος που δεν είναι όμορφος, τον αποκλείεις; Αν δεν είναι πλούσιος, τον αποκλείεις; Αν δεν είναι της ηλικίας σου; Αν δεν είναι υγιής; Και ποιος είσαι εσύ που αποκλείεις; Αυτό είναι το Θα μπορούσαν να είναι παιδιά σου… Παιδί σου είναι ο Πακιστανός που σε φοβίζει μήπως είναι εγκληματίας. Είναι αδελφός σου, είναι εσύ. Αυτό οι άνθρωποι δεν μπορούμε να το καταλάβουμε.
Η δική μου απόπειρα είναι να γνωρίζω τη ζωή, να τη βλέπω όσο γίνεται πιο εσωτερικά, να μη μου κρύβεται. Όσο την αναγνωρίζω, τόσο πιθανότερο είναι να ζήσω με αυτό που αναγνώρισα. Δεν είναι ότι διαφέρω από τους άλλους που φέρονται όπως φέρονται, κοντινά παθήματα και ελαττώματα έχουμε. Η προσπάθειά μου είναι να δω, ώστε να γλυτώσω από αυτά. Αυτό περίπου είναι ο Αχιλλέας , όχι κάποιος συναισθηματισμός ή κάποια αντιρατσιστική διάθεση. Είναι μια απόπειρα ετερογνωσίας. Ο απέναντι είναι ό,τι θέλει. Δεν μου πέφτει λόγος. Οι άλλοι δεν με αφορούν. Αν δεν έχω σκοπό να έρθω σπίτι σου να κλέψω, το Ου Κλέψεις της θρησκείας, το Απαγορεύεται να Κλέψεις του νόμου και το Η Κλοπή Είναι κακό Πράγμα της κοινωνίας, δεν με αφορούν γιατί δεν έχω υπόψιν μου να έρθω να σε κλέψω! Θα μου πεις, δεν έχεις κλέψει; Ναι, έχω, και γι’ αυτό ξέρω! Έχω κλέψει πέντε δραχμές όταν ήμουν παιδάκι πέντε χρονών. Ήταν σημαδιακό για μένα. Τώρα ακόμα κι αν δεν έχω να φάω και βρω ένα πορτοφόλι, ούτε καν με αφορά.
Μιλούσαμε πριν για τη δική σας φωνή, το δικό σας ήχο, που διακρίνεται σε όλα όσα έχετε γράψει. Εγώ σίγουρα μπορώ να τον ακούσω αυτό τον ήχο κι όταν τραγουδάει το κομμάτι η Χριστιάνα ή η Ρένα Πάντα. Συνέβη σε όλες τις περιπτώσεις, ή υπάρχουν και κάποιες που σας ξέφυγαν; Ναι, ναι, υπάρχουν. Είναι τραγούδια που γράφτηκαν σε στιγμές μεγάλης αδυναμίας – γιατί ξέρεις, η αδυναμία κι ο φόβος δημιουργούν και ακρότητες – κι όταν χαθείς, είτε για λίγο είτε για πολύ, τότε έρχονται και τα προϊόντα της απώλειας. Ενεργείς πια ως χαμένος. Μήπως, δηλαδή, τα δύσκολα χρόνια που απειλήθηκε το οικονομικό μας στάτους, μήπως να κάνουμε κάτι να αποσπάσουμε επιτυχία και χρήματα ώστε να καλύψουμε το φόβο μας; Εκεί κάνεις τις μαλακίες! Κάποια τραγουδάκια που ούτε ξέρεις πώς γίνανε… Ε, γίνανε γιατί φοβόσουν, γιατί φιλοδοξούσες, γιατί νόμιζες! Αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς στα πεπραγμένα του, με ό,τι κι αν ασχολείται, αν κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα. Κάποιος που γράφει τραγούδια αυτό κάνει: φοβάται κάποια στιγμή, γράφει δυο αηδίες νομίζοντας ότι κάτι θα κάνει με αυτές. Και πλανάται πλάνην οικτρά. Αν σήμερα μιλάμε οι δυο μας, μιλάμε για ένα μόνο λόγο: γιατί μπόρεσα να παραμείνω αθώος μία στιγμή και βγήκε ένα στιχάκι που ήταν δικό σου. Αλλιώς δεν θα είχες το χρόνο ή τη διάθεση να κάτσεις να μιλήσεις μαζί μου. Εκτιμάς ότι υπήρξε μια και μόνο στιγμή, μια λέξη, μια φράση που παραμένει μέσα σου σαν ένα ανθισμένο λουλούδι, ενώ γύρω-γύρω μας, με συγχωρείς, είναι σκατά. Όσα τέτοια ανθισμένα λουλούδια είναι μέσα σου, τα νιώθεις σαν περιουσιακό σου στοιχείο. Δεν τα λέω γιατί θέλω να εξιδανικεύω τη μουσική, αλλά είναι μια διαδικασία εξαιρετικά λυτρωτική. Πολλές φορές υπερβαίνει την ιατρική, την πολιτική, τα οικονομικά, και μας δίνει έναν απίστευτο πλούτο.
Ας γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, στο Gagarin. Ανάμεσα στα πράγματα που θα ακούσουμε εκεί είναι και τα Απέραντα Χωράφια. Ένα απόσπασμα, ναι. Γιατί το χρωστάς αυτό, θες δεν θες.
Ακριβώς γι’ αυτό ήθελα να μιλήσουμε. Για το ότι το χρωστάς θες δεν θες 45 χρόνια μετά! Το υποψιαζόσασταν τότε; Όχι. Κατ’ αρχάς, πώς λέμε καμιά φορά «αυτός είναι αφιονισμένος»; Έτσι λειτουργούσα! Δεν ήξερα τι γινόταν. Πώς έκατσα να γράψω τα Απέραντα Χωράφια; Μα σκέψου, το 1971-72, να λες σε κάποιον: «Στο δωμάτιό μου θα’ βρεις δεκατρία ποιήματα. Όλα λεν για την αγάπη, όμως νόημα τίποτα». Τι δουλειά είχε αυτό, όταν γύρω υπήρχε το ελληνικό σινεμά, το ελληνικό ελαφρό τραγούδι, υποβόσκει το ρεμπέτικο μέχρι να το αποδεχτεί το ΚΚΕ ώστε να γίνει κι αυτό επιτρεπτό, τι δουλειά έχει εκεί αυτό το στιχάκι ενός νέου παιδιού; Η ανάγκη του ήταν. Ούτε ήξερε τι, αλλά επειδή ένιωθε, ενστικτωδώς , όχι συνειδητά, ότι δεν μας ενώνει τίποτα, εδώ πέρα είναι ένας πόλεμος, κακός και άδικος, και φταίμε εμείς που τον κάνουμε. Αν συνειδητοποιούσα, θα έλεγα ας κάνουμε κανένα τραγουδάκι μήπως γίνει επιτυχία και πάρουμε κανένα μεροκάματο να ενισχύσουμε το λογαριασμό μας στη τράπεζα – γιατί αυτή είναι η ανάγκη του ανθρώπου. Για αυτό σου λέω ότι είχα μια αίσθηση αφοβίας. Ή, όπως το είπες και μόνος σου πριν, μια σχετική αθωότητα. Άλλος θα την έλεγε αφέλεια – δεν είναι αφέλεια. Η αθωότητα είναι αθωότητα.