Δύο πόλεις γεμάτες ζωντάνια, με παρέες που διασκεδάζουν σε κάθε γωνιά πίνοντας βότκα και ζεστό κρασί, γκρουπάκια που χορεύουν στις πλατείες, οικογένειες που απολαμβάνουν τα Χριστουγεννιάτικα καλούδια και τις βόλτες με τις άμαξες, καλοφαγάδες που δοκιμάζουν μελωμένα καπνιστά κότσια και γεμιστά dumplings κάθε λογής (ακόμα και με φράουλες) και μουσικόφιλους που μπορούν να ακούσουν από Σοπέν και τζαζ, μέχρι φολκ και κουβανέζικη μουσική.
Από τη μία, η μικρή Κρακοβία, με την τεράστια πλατεία της, τη γραφική εβραϊκή συνοικία, το κάστρο Βάβελ με τον δράκο του που βγάζει φλόγες, τα αερόστατα επάνω από τον ποταμό Βιστούλα, τις άμαξες, τις pub, τα υπόγεια κλαμπ με ζωντανή τζαζ μουσική, τα παλιά βιβλιοπωλεία-καφέ, τα αριστοκρατικά ζαχαροπλαστεία, τα χιονισμένα πάρκα και μια Χριστουγεννιάτικη αγορά που νομίζεις ότι δεν τελειώνει πουθενά.
Και από την άλλη, η μεγάλη και επιβλητική Βαρσοβία, που ξαναχτίστηκε σχεδόν από την αρχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με τη μικρή πλατεία στην παλιά πόλη και το οικοδομικό κοντράστ σε όλο του το μεγαλείο. Με πολύχρωμα παλιά σπιτάκια που θυμίζουν αυστριακά χωριά, γιγάντια θέατρα, εκκλησίες και παλάτια κλασικισμού ή ροκοκό έτοιμα να σε κατασπαράξουν, ψηλές, ψυχρές πολυκατοικίες που δίνουν το Σοβιετικό στίγμα και άτακτοι, σύγχρονοι ουρανοξύστες να ξεπροβάλλουν ξαφνικά μπροστά σου, όπως και στην Μπανγκόκ.
Κάθε σημείο θυμίζει άλλες εποχές, κάθε εικόνα μοιάζει με φωτογραφία από φιλμ 35mm και αυτή η ησυχία της χιονισμένης νύχτας μένει στο μυαλό ακόμα και όταν επιστρέφεις στην Ελλάδα των 20 βαθμών κελσίου.