Μανίνα
Είναι παράξενο όταν συνειδητοποιείς ότι οι πρώτες διακοπές που έκανες χωρίς γονείς, είναι περισσότερα χρόνια πίσω από όσα ήσουν όταν τις έκανες. Σας μπέρδεψα κιόλας; Επίτηδες το έκανα μπας και δεν πάρετε χαμπάρι ότι έχουν περάσει 21 χρόνια από τότε που ήμουν 18 ετών και κανόνιζα για πρώτη φορά διακοπές μόνο με φίλες. Ισως τότε, όπως όταν ακούγαμε πρώτη φορά το “Creep” ή βλέπαμε πρώτη φορά το Pulp Fiction, να μη συνειδητοποιούσαμε ότι με ένα τρόπο γράφεται ιστορία. Προσωπική, όχι από αυτήν της δέσμης. Αλλά γραφόταν, ακόμη κι αν πια δε τη θυμόμαστε με τις λεπτομέρειες που θα έπρεπε.
Το συγκλονιστικό σε αυτή μου την προσπάθεια να γράψω για εκείνη την εβδομάδα διακοπών στη Σαντορίνη είναι ότι δε θυμάμαι τα τρελά μεθύσια, τα χαμουρέματα, τα ναρκωτικά ή το ανεξέλεγκτο παρτάρισμα που νιώθει κανείς ότι συνεπάγονται την ελευθερία μετά ένα χρόνο σκληρού διαβάσματος και πανελληνίων. Ισως γιατί δεν έγιναν κιόλας. Ηταν άλλες εποχές. Για μας, τα πέντε κορίτσια με τα πολύ χειρότερα μαλλιά από σήμερα, τελικά ελευθερία σήμαινε περισσότερο το να κάνουμε όσες ώρες θέλαμε ηλιοθεραπεία με αμυγδαλέλαιο, να καιγόμαστε και να πονάμε τα βράδια με γιαούρτια απλωμένα στους ώμους γελώντας. Να ξυπνάμε μεσημέρι και να μην πηγαίνουμε στην παραλία. Να περνάμε τις 12 (ΝΑΙ 12) ώρες του πλοίου για το νησί ξαπλωμένες με πουλόβερ σε έναν παγωμένο διάδρομο του Ναϊάς Express, χωρίς να φοβόμαστε καθόλου ότι κάθε δεύτερη εβδομάδα το συγκεκριμένο πλοίο έμενε για ώρες ακυβέρνητο στο Αιγαίο λόγω προβληματικών μηχανών. Οι πρώτες διακοπές μένουν στην προσωπική σου ιστορία γιατί δε φοβόσουν τίποτα. Ούτε τα πλοία, ούτε τα αδιέξοδα ειδύλλια, ούτε τον ήλιο, ούτε τις πανάδες, ούτε την πιθανότητα τελικά να αποδειχθούν στο τέλος της ζωής σου οι καλύτερες σου.
Δεν ξέρω αν ήταν οι καλύτερες μου, δε θυμάμαι τόσες λεπτομέρειες για να το πω. Αλλά από αυτές έχω κρατήσει δύο βασικά πράγματα: τη Λίνα, με την οποία έχουμε καταφέρει στα 39 μας χρόνια να έχουμε ενεργή συμμετοχή η μια στην προσωπική ιστορία της άλλης από την αρχή μέχρι το τέλος. Και την παρέα που δημιουργήθηκε. Βλέπετε, εκεί, τα πέντε κορίτσια με τα πολύ χειρότερα μαλλιά από σήμερα, συναντήσαν τυχαία (στο Tithora;) τρία αγόρια συμμαθητές τους που έμελλε να γίνουν και οι καλύτεροι τους φίλοι για πολλά πολλά χρόνια μετά. Η ίδια παρέα που φτιάχτηκε τυχαία εκείνο το καλοκαίρι, με ελάχιστες τροποποιήσεις, συνέχισε να πηγαίνει μαζί διακοπές σε διαφορετικά νησιά, αλλά με την ίδια λαχτάρα, για 5-6 χρόνια ακόμα. Και σε κάνα γάμο, καμιά βάφτιση, καμιά κηδεία, βρισκόμαστε ακόμα όλοι μαζί με τον ίδιο ενθουσιασμό. Οχι πια κολλητοί στην καθημερινότητα, αλλά με την ασύγκριτη οικειότητα που προσφέρει το ότι ξέρατε ο ένας τον άλλον όταν ακόμα δε φοβόσασταν τίποτα. Την ανακουφιστική οικειότητα που προσφέρει η εμπειρία του να έχετε πάει μαζί τις πρώτες σας, ελεύθερες διακοπές.
Λίνα
«Δεν σου κάνει ωραίο κώλο». Αν με ρωτήσεις τι θυμάμαι πιο καθαρά από τις πρώτες μου διακοπές χωρίς γονείς, το ’94 στη Σαντορίνη, είναι αυτό: Τη φίλη μου την Τίνα να μου λέει ότι το τζιν που φορούσα δεν μου έκανε ωραίο κώλο. Ήμασταν στη βεράντα του δωματίου στο Ημεροβίγλι και ετοιμαζόμασταν να βγούμε. Δεν θυμάμαι πού πήγαμε, ποιους συναντήσαμε, αλλά θυμάμαι ότι είχα αποκαρδιωθεί γιατί φορούσα κάτι που δεν μου πήγαινε. Φανταστικά χρήσιμη πληροφορία. Ήμαρτον δηλαδή.
Ίσως έφταιγε το στρες. Από τα πέντε κορίτσια που είχαμε πάει διακοπές με το που τελειώσαμε τις Πανελλήνιες, ήμουν η μόνη που -ήξερα ότι- δεν είχα περάσει στο πανεπιστήμιο. Γυρνώντας θα έπρεπε να δω τι θα κάνω. Τελικά έλαβα την ηλιθιότερη απόφαση, αλλά αυτό είναι θέμα γι’ άλλο αφιέρωμα.
Τι κρίμα να έχω άγχος εκείνο το καλοκαίρι. Όλα ήταν φανταστικά. Δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχαν άνδρες -δηλαδή υπήρχαν αλλά δεν αποτελούσαν πρόβλημα αν γίνομαι κατανοητή-, δεν υπήρχε καρκίνος του δέρματος -δηλαδή υπήρχε αλλά δεν μας ένοιαζε και πασαλειβόμασταν με κάτι ορυκτέλαια και καιγόμασταν-, δεν υπήρχαν παραξενιές, τρώγαμε περίπου ό,τι να ‘ναι, όπως καρμπονάρα με τρία κιλά κρέμα γάλακτος συνοδεία Μαυροδάφνης «που γλυκίζει κι είναι ωραία» και μηλόπιτα από το φούρνο όταν γυρίζαμε από τα μπαρς τα ξημερώματα -όπου μπαρς βάλτε το Τιθόρα γιατί ΟΥΤΕ κόμπλεξ με τις μουσικές έπαιζε τότε-, κυκλοφορούσαμε με οτοστόπ γιατί -προφανώς- δεν υπήρχαν καν δολοφόνοι και βιαστές στα 90s. Κυρίως όμως ήταν φανταστικά γιατί ήταν οι πρώτες επτά μέρες στη ζωή μας που ήταν δικές μας, από την αρχή ως το τέλος τους, δικές μας και των φίλων μας, ένα πλέγμα ακόμα τότε αδιαπέραστο.
Τώρα που το σκέφτομαι έχω και άλλη μία πολύ καθαρή ανάμνηση. Τους διπλανούς μας στο δωμάτιο. Μια παρέα ηλιοκαμένων Αμερικανών, στα 30 τους, που μας φαίνονταν πολύ γοητευτικοί και με τους οποίους είχαμε πιάσει φιλίες. Ένα βράδυ μας έκαναν το τραπέζι και πάνω στη συζήτηση μια κοπέλα είπε ότι πέρασε από την Αθήνα και δεν της άρεσε, «μοιάζει με τη Βηρυτό» είπε. Το είπε έτσι με έμφαση, «μπεϊ-ρουτ», και πήρε έκφραση σιχασιάς. Ε θυμάμαι ότι είχα γίνει έξαλλη, κι ας μη μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς το λόγο. Ίσως επειδή συνειδητοποιούσα ότι ωραία η ελευθερία των πρώτων διακοπών χωρίς γονείς, αλλά να που τώρα έπρεπε μόνη μου να απαντήσω σε αυτή την Αμερικάνα όπως της αρμόζει, δεν είναι κανείς εδώ να το κάνει για μένα. Και κάπως έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν ξεχνώ όταν μου θίγουν τον κώλο και τη χώρα μου.