Αύγουστος και Αθήνα. Δύο λέξεις αταίριαστες που αν τις βάλεις δίπλα δίπλα και τις ξεστομίσεις οι άνθρωποι σε κοιτάνε περίεργα, με κάποια λύπη ή και συμπόνια, κάνοντας τες να θέλουν να απομακρυνθούν τρέχοντας η μία από την άλλη. Κάπως έτσι αισθανόμουν κι εγώ μέχρι εκείνο το καλοκαίρι, που λόγω ανωτέρας βίας, αναγκάστηκα όχι μόνο να μην πάω διακοπές αλλά και να φύγω από το σπίτι μου και να φιλοξενηθώ από μια φίλη μου που θα έλειπε όλο τον μήνα. Πηγαίνοντας να μείνω σε ένα άλλο σπίτι με πέντε ρούχα σε ένα σακ βουαγιάζ, ήδη ήταν κάτι που έμοιαζε με διακοπές, κάνοντας με να αρχίζω να βλέπω την ιστορία λίγο πιο αισιόδοξα. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα από τα πιο ξεκούραστα καλοκαίρια της ζωής μου: ύπνος μέχρι αργά, βιβλία και καφέδες σε γειτονιές που ανακάλυπτα πρώτη φορά, μεσημεριανοί ύπνοι, απογευματινές βόλτες και κυρίως θερινό σινεμά μέρα παρά μέρα, σαν ιδιότροπη αντιβίωση.
Εκείνα τα βράδια του Αύγουστου τα πέρασα φορώντας «Κόκκινα Παπούτσια», ανοίγοντας και κλείνοντας μία από τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» που έκλεψα από την Κατρίν Ντενέβ όσο εκείνη τραγουδούσε για τον εύθραυστο έρωτα του Νίνο Καστελνουόβο, κάνοντας βόλτες με το μυαλό μου γύρω-γύρω στο «Ακρωτήρι του Φόβου» προσέχοντας να μη με δει ο Ντε Νίρο και με κυνηγήσει και μένα, καθώς μετρούσα από μέσα μου από το ένα ως το «8 ½» ξανά και ξανά (με έμφαση στο «Se7en»). Το πρωί που ξυπνούσα η «Μέρα της Μαρμότας» ήταν πολύ κοντά αλλά δε με ένοιαζε και με «Μια λάθος κίνηση» έμπαινα ξανά στο διαστημόπλοιο για το επόμενο «Ταξίδι στη Σελήνη». Κάπου εκεί με τσιμπούσε αδιόρατα μια «Μελαγχολία» και έβγαινα έξω στην νυχτερινή δροσιά, με μια μεγάλη σιγουριά στην καρδιά από τα όσα είχα δει, πως «Σημασία Έχει να Αγαπάς» και τίποτα άλλο. Δεν είμαι σίγουρη αν οι ταινίες μπορούν να σώσουν τον κόσμο, αλλά το δικό μου καλοκαίρι το έσωσαν.