Μέχρι το 2005, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων ICOM – που στοχεύει μεταξύ άλλων στην ανάπτυξη του κλάδου της μουσειολογίας καθώς και στην ενίσχυση του εκπαιδευτικού τους ρόλου – δεν περιλάμβανε στις 29 επιτροπές του καμία που να αναγνωρίζει και να έχει ως κύριο μέλημά της την εύρυθμη λειτουργία των μουσείων εκείνων που χαρτογραφούν μέσα από τα εκθέματά τους σημαντικές ιστορικές περιόδους της εκάστοτε πόλης. Τότε, τέσσερα διοικητικά συμβούλια από τη Νέα Υόρκη, τη Μόσχα, το Λονδίνο και την Αθήνα κινητοποιήθηκαν προκειμένου να οριστεί και να θεσμοποιηθεί ένα νέο είδος επιτροπής μεταξύ των μουσείων/ μελών του μη κυβερνητικού οργανισμού που υποστηρίζεται από την UNESCO. Μια επιτροπή που θα εκπροσωπεί τα λεγόμενα και «μουσεία της πόλης».
Το ένα εκ των τεσσάρων διοικητικών συμβουλίων, εκείνο του ιδρύματος Βούρου – Ευταξία δραστηριοποιείται σε απόσταση αναπνοής από τον σταθμό μετρό στο Πανεπιστήμιο, εκεί όπου δύο κτίρια της οδού Παπαρρηγοπούλου μαρτυρούν ήδη από την πρόσοψή τους πως στέκονται όρθια από αιώνες περασμένους. Το πρώτο στον αριθμό 7 ανεγέρθηκε κατά τα έτη 1833-4 σε σχέδια των γερμανών αρχιτεκτόνων Λίντερς και Χόφμαν ως οικία του Σταματίου Δεκόζη Βούρου και μέχρι σήμερα είναι γνωστό ως το «παλαιό παλάτι» αφού εκεί κατοικούσαν οι τότε νιόπαντροι βασιλείς, Όθωνας και Αμαλία, μέχρι το 1843 που μετακόμισαν στη σημερινή Βουλή. Το δεύτερο στον αριθμό 5 δημιουργήθηκε πάνω σε σχέδια του στρατιωτικού μηχανικού Γεράσιμου Μεταξά το 1859 ως οικία του Κωνσταντίνου Στ. Βούρου. Σήμερα, τα δύο αυτά κτίρια ενώνονται με μια εσωτερική γέφυρα φιλοξενώντας στους τρεις ορόφους τους τις συλλογές του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.
Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1973 από τον Λάμπρο I. Ευταξία και άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1980. Οι πίνακες ζωγραφικής, οι γκραβούρες και τα χαρακτικά γλυπτά που συγκέντρωσε ο πρώην πολιτικός και συλλέκτης έργων τέχνης βρίσκονται τοποθετημένα στο ισόγειο φιλοδοξώντας να περιγράψουν με τον δικό τους τρόπο την ιστορία της πόλης από την Τουρκοκρατία μέχρι το σήμερα αφού συνυπάρχουν με μια πλατφόρμα ψηφιακής περιήγησης σε ιστορικά κτίρια του κέντρου. Εκεί βρίσκεται και ο μεγαλύτερος σε μέγεθος πίνακας που έχει φτιαχτεί ποτέ για την Αθήνα και έχει φιλοτεχνηθεί από τον Ολλανδό Ζακ Κάρεϊ απεικονίζοντας την υποδοχή της γαλλικής αντιπροσωπείας από τον τούρκο τοποτηρητή της πόλης. Στο βάθος της ελαιογραφίας, ο Παρθενώνας έχει μια άλλη εικόνα από αυτή που γνωρίζουμε, καθώς ο πίνακας χρονολογείται από το 1674, δεκατρία δηλαδή χρόνια πριν την ανατίναξη του μνημείου από τον Μοροζίνι. Σημαντικό επίσης έκθεμα είναι ένα λεπτομερές πρόπλασμα των Αθηνών του 1842 κατασκευασμένο από τους Ιωάννη Τραυλό – Νικόλαο Γερασιμώφ.
Κοιτάζοντας ψηλά, προς το ταβάνι του πρώτου ορόφου, τα κάπως πιο σκουρόχρωμα σημεία της τεχνοτροπίας που ξεχωρίζουν από τα φωτεινότερα και αναπαλαιωμένα παραμένουν επίτηδες στη θέση τους για να θυμίζουν την ιστορική τους αξία. Τα απομεινάρια της ζωής του πρώτου βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας στην τότε νεόκοπη πρωτεύουσα εκτίθενται στον χώρο του μουσείου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το σαλόνι, την κουζίνα, τα σερβίτσια με το μονόγραμμά τους, την αίθουσα του θρόνου, το σκάκι του Όθωνα τη φορεσιά και το πιάνο της Αμαλίας, το γραφείο του προέδρου της βαυαρικής επιτροπής Αντιβασιλείας Άρμανσπεργκ, το χειρόγραφο Σύνταγμα του 1844 καθώς και έναν πίνακα αγνώστου καλλιτέχνη που απεικονίζει τον έφιππο Δημήτριο Καλλέργη κατά τη διάρκεια της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.
Περνώντας στο κτίριο του 1859, μια εντυπωσιακή τραπεζαρία και μερικά ακόμη δωμάτια μαρτυρούν τον τρόπο με τον οποίο ήταν διακοσμημένοι οι χώροι υποδοχής ενός αρχοντικού σπιτιού του 19ου αιώνα. Καθώς όμως η τριακοστή και πιο πρόσφατη επιτροπή του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων όρισε πως ένα μουσείο πόλης οφείλει να μην αναδεικνύει μόνο το μακρινό της παρελθόν αλλά να βρίσκεται σε συνεχή και ποιοτική επαφή με τη ζώσα πραγματικότητά της, στον τρίτο όροφο του Μουσείου φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις, διαλέξεις, συναυλίες και παρουσιάσεις βιβλίων ενώ σημαντικό μέρος της βιβλιοθήκης του έχει ψηφιοποιηθεί και βρίσκεται διαθέσιμο εδώ.