Με τον τρόπο της η Αμαλία Γεωργακά θυμάται

Πατησίων 13. Εννέα όροφοι. Τέσσερις χιλιάδες τετραγωνικά ανά όροφο. Μία πυρκαγιά στο ζενίθ της πορείας του, ένας μεγάλος έρωτας και χιλιάδες αναμνήσεις. Αυό είναι για μένα το Μινιόν… Στον ημιώροφο πρωτοέπιασα δουλειά ως γραμματέας του διευθυντή εμπορίου. Εκεί πρωτογνωριστήκαμε με τον Γιάννη. Τον θαύμαζα πάρα πολύ και τον θαυμάζω ακόμα. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, με δίψα για μάθηση και δίψα για ζωή. Οταν ήρθε από το χωριό, στα δεκατέσσεα, δούλευε τα πρωινά σε ένα μπακάλικο και το βράδυ πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο. Του άρεσαν τα γράμματα, γι’ αυτό δεν έπαψε ποτέ να διαβάζει. Μάλιστα, μετά τον πόλεμο στην Αλβανία απέκτησε το πρώτο του πτυχίο Φιλολογίας από το Καποδιστριακό. Στα 83 του, έξι χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, πήρε και το δεύτερο, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, με βαθμό Λίαν Καλώς. Ζήσαμε μια υπέροχη ιστορία αγάπης 43 χρόνια ο ένας στο πλευρό του άλλου.

Δεν αποκτήσαμε ποτέ παιδιά – ήταν γνωστή η αδυναμία του Γιάννη να κάνει παιδιά [λόγω ίασης ενός πολύποδα με ραδιοθεραπεία – που του έσωσε τη ζωή άλλα κατέστρεψε τους αγωγούς σπέρματος], ίσως για αυτό να τα αγαπάμε τόσο. […] Ό,τι κάναμε στο μαγαζί ήταν για την ευχαρίστησή τους. […] Οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις και τα υπόλοιπα γκαλά ξεκίνησαν στις αρχές του ’50 και μάλιστα θριαμβικά. Πρώτη φορά ήρθε ο άγιος Βασίλης με τις αερογραμμές της DWA [μάλλον λάθος του περιοδικού, εννοείται TWA=Trans World Airlines, 1925-2001]. Η είδηση της άφιξης του αποτέλεσε πρωτοσέλιδο όλων των μεγάλων εφημερίδων της εποχής. Ο κόσμος είχε σπεύσει στο αεροδρόμιο να τον συναντήσει. Την ώρα που κατέβαινε τα σκαλιά του αεροπλάνου γνώρισε αντιμετώπιση ροκ σταρ. Κάθε φορά, ανέβαινε σε ένα ειδικά σχεδιασμένο άρμα, στολισμένο με μπαλόνια και κατευθυνόταν από το αεροδρόμιο στο κέντρο της πόλης. Παιδάκια πετούσαν μπαλόνια και σοκολάτες.

Minion1970s-Marina-Leonidhopoulos
Minion1972-argyro-stamataki
Minion1978-Maria-Georgiadou
Minion1972-anna-sant

Ουδέποτε είχαμε υπαλλήλους πιόνια, ούτε δουλεύαμε ρομποτικά. Κάναμε, μάλιστα, πάρτι όλο το χρόνο για το προσωπικό. Θυμάμαι τις Αποκριές στο Caravel [ξενοδοχείο] ή κάθε καλοκαίρι που νοικιάζαμε τον Πορτοκαλή Ήλιο [Ε/Γ στο δρομολόγιο της Αίγινας] και άλλα καράβια ή τρένα και τους πηγαίναμε εκδρομές. […] Τα δικά μας Χριστούγεννα, με τον Γιάννη, ήταν διαφορετικά. Τα περνούσαμε στο σπίτι. Μπορεί να φανταζόταν ότι στο τραπέζι κυριαρχούσαν οι αστακοί και οι γκουρμέ νοστιμιές, αλλά εμείς αρκούμασταν στα λίγα. [ Ο ΓΓ υπήρξε χορτοφάγος και θιασώτης της υγιεινής και λιτής διατροφής από τα χρόνια του ’70-’80].

Λίγες μέρες πρίν ο χρήστης Stelios Fokas με ενημέρωσε και προθυμοποιήθηκε να μου δανείσει το βιβλίο-αυτοβιογραφία του ιδρυτή του Μινιόν Γιάννη Γεωργακά (ευχαριστώ θερμά Stelios). Το διάβασα σε λιγότερο από 48 ώρες. Το προσωπικό Πάνθεον της Πρωτοπορίας είχε άλλο ένα μέλος και μάλιστα από τον εμπορικό/επιχειρηματικό κόσμο. Tίποτα λοιπόν δεν ήταν τυχαίο.

Επαρχιώτης στην Ομόνοια μεσ’ το ψιλόβροχο, αρχές του Μάη / τί καρτεράει;

Ανήκω στους 45+, γεννήθηκα στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης το 1967. Το φλεγόμενο Μινιόν και τα άλλα Μεγάλα Καταστήματα της Αθήνας τα θυμάμαι σαν «ντόρο», όχι σαν γεγονός. Εμείς είχαμε τον Κλαουδάτο στην Ερμού και Αριστοτέλους, τον Λαμπρόπουλο στην Τσιμισκή δεν τον πλησιάζαμε, τον Φωκά παραδίπλα κάπως συχνότερα. Στην Αθήνα βρέθηκα στο 1984, σπουδαστής στο ΤΕΙ Γραφιστικής, στο Αιγάλεω. Το υπόβαθρο της οπτικής επικοινωνίας, είτε ως δημιουργός, είτε ως παρατηρητής διαμορφώνεται (όπως σχεδόν τα πάντα) στην παιδική-εφηβική σου ηλικία. Το Μινιόν των AvantGarde (γραμματοσειρά από τον Herb Lubalin στη Νέα Υόρκη των 70s), ο Κλαουδάτος (μπλε κομπάλτ Helvetica Bold), τα τσιμέντα Ηρακλής (με το αριστουργηματικό προφίλ του ήρωα με τη λεοντή), τα Μπισκότα Παπαδοπούλου, τα μακαρόνια ΜΙΣΚΟ με τον καλόγερο Ακάκιο αναβάτη και τις ιταλικές ευχές (ι μιλιόρε ααουγκόρε από μίσκο κρόνια πολλά –  ή κάπως έτσι) η Ολυμπιακή Αεροπορία (με τα τύπου PanAm, πλάγια αεροδυναμικά παχιά γράμματα  και τους έξι κάθετους χρωματικούς κύκλους ραμμένα στο παιδικό μου κοστουμάκι), ο ΟΤΕ που περιμέναμε μήνες ή χρόνια να μας συνδέσει, όλα αυτά γεμίζαν το οπτικό ασυνείδητο. Ερχόμενος στην Αθήνα καταλάβαινες ότι εδώ συμβαίνουν τα πράγματα και δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσεις από την Ομόνοια, τον ομφαλό (και πιο χαμηλά) της πόλης.

Minion-plasti-bag
Minion-tseklenis-moda

Οι φοιτητές δεν βγάζουν φωτό με τον Αη Βασίλη (εκτός αν τον παριστάνουν) οπότε ιδιαίτερο λόγο να επισκεφθώ έναν shopping μύθο δεν είχα (ήμουν και ιδεολογικά ενάντιος στην -άσκοπη- κατανάλωση) αλλά ελλείψη βιβλιογραφίας, το ξεφύλλισμα περιοδικών και εφημερίδων, η παρατήρηση συσκευασιών και εμπορικών διαφημίσεων, αλλά και αφισών στο δρόμο ήταν ένα τεράστιο ανοικτό (χαώδες κυρίως) φροντιστήριο, με οδηγούσαν ενίοτε στην είσοδο του Μεγαλύτερου Μεγάλου Καταστήματος της Πατησίων του Πολυτεχνείου. Από το γωνιακό ζαχαροπλαστείο στην Αθηνάς για ανθόγαλο με μέλι (παρέα με φαντάρια και πρεζόνια), οι πάγκοι για τις εφημερίδες ξημερώματα Κυριακής, το (μεταποιημένο άγαρμπα τότε ΝΕΟΝ) απέναντι, η μυρωδιά ελληνικού καφέ από το μαγαζί με το τεράστιο σομπρέρο του Bravo, ο Κατσαχνιάς με τα είδη ζωγραφικής στην 3ης Σεπτεμβρίου και Σατωβριάνδου, η Ζήνωνος με τα λεωφορεία για Αιγάλεω, οι ταξιτζήδες πέριξ των «κυλιόμενων κλιμάκων» (προσωπικό επίτευγμα εισαγωγής από τον Thyssen αρχικά του Γεωργακά για τις ανάγκες του πολυόροφου Μινιόν), το στραπατσαρισμένο και άνυδρο τοπίο της απροσπέλαστης κυκλικής πλατείας Ομονοίας μέχρι το φαρμακείο Μπακάκος για τα ραντεβού, όλα αυτά συνέθεταν το νόημα σε μια λαϊκή ανθρωπογεωγραφία την περιοχή των Χαυτείων. Το εμβληματικό Μινιόν στο μεταίχμιο, στο «τριεθνές» της  αρχοντικής-αστικής Πατησίων, της ακαδημαϊκής Πανεπιστημίου, της λαϊκής πλατείας Βάθη. Στα βόρεια, η ενδοχώρα και η Μέκκα των (αδάμαστων και ανεξάρτητων τύποις) φοιτητών, πλατεία Εξαρχείων διαμέσω Κάνιγγος.

omonoia-blues-CP1
omonoia-blues-CP3
omonoia-blues-CP2
omonoia-blues-CP4

Όμως ενώ όλα φαινόταν αποκαρδιωτικά και γλυτσιασμένα στη δεκαετία του ογδόντα,  υπήρχε μια δυνατή, υπόγεια ορμή μια παρακμή γενναιόδωρη, ούτε φτηνή, ούτε χυδαία, σαφώς στενάχωρη πολλές φορές. Δεν ήταν η Ομόνοια των Στύλων-Μουσών για τον υπόγειο εξαερισμό (με τις μούσες ανάγλυφες και περίπτερα στη βάση τους!) στις αρχές του 20ού αιώνα, ούτε του Ιωάννου το ρεπερτόριο ή το αφήγημα, ούτε του (επίσης) Σαλονικιού Σαββόπουλου, στα σίξτις, ούτε του θεάτρου Κοτοπούλη προπολεμικά, ή του Δρομέα του Βαρώτσου, ήταν όμως κάτι. Τώρα πέριξ του «φασκιωμένου» Μινιόν μυρίζει αμμωνία, και το μόνο round about της χώρας μετατράπηκε σε ένα αδιανόητο τσιμεντένιο buffer zone (το rethink athens δεν το ξανασκέφτηκε αλλά αντίθετα αφήνει να καταλήγει εκεί η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου ώς ένα κατηφορικό Τελευταίο Μίλι πριν το ικρίωμα· φτάνοντας θα χαζεύεις τις γυμνές όψεις των κτιρίων περιμετρικά και μετά μεταβολή και πίσω).

Athens Dec. 1960 by Kostas Mpalafas

Στην επόμενη σελίδα: «Είναι ένας σπάνιος άνθρωπος. Ο Γεωργακάς δεν εργάζεται για τον εαυτό του»
– Ανδρέας Παπανδρέου