Ίσως η μόνη ταινία στην σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία, που κατάφερε να προκαλέσει τόσο έντονη και τόσο μακροχρόνια προσμονή χωρίς να είναι sequel υπερήρωα, ή spin-off διοπτροφόρου μάγου, το T2 Trainspotting εξαπλώνεται σιγά-σιγά στις αίθουσες της Ευρώπης, με πιο πρόσφατο σταθμό του το Φεστιβάλ Βερολίνου, σε επίσημη, εκτός συναγωνισμού προβολή. H Popaganda τον Danny Boyle, φρέσκο και αναζωογονημένο απ’ την ανακουφιστικά ενθουσιώδη αποδοχή της ταινίας του, για μια κουβέντα που ξεκίνησε, πώς αλλιώς, με τα λόγια του Sick Boy όταν o Renton διασχίζει το κατώφλι της pub του: So what you been up to? For twente yeers…
https://www.youtube.com/watch?v=oQlaYKP996c
Όταν πρωτοβγήκε το Trainspotting είχε κάνει τεράστια επιτυχία, και κανονικά αυτό είναι το σημείο πίεσης στο οποίο όλοι αρχίζουν να λέμε «κάνε άλλη μία αμέσως». Κι έτσι τείνει να συμβαίνει με τα sequels, να γίνονται άμεσα, γιατί υπάρχει τεράστιος εμπορικός λόγος να τα κάνεις. Αλλά στη δική μας περίπτωση, η ταινία ήταν τόσο ανατρεπτική και τόσο αντισυστημική στο μεδούλι της, που ούτε καν θα το συζητούσαμε τότε, και θα ήταν εντελώς αντιφατικό αν το κάναμε. Όταν όμως ο Irvine Welsh εξέδωσε το Porno επτά χρόνια αργότερα, αυτό είχε ήδη την ιδέα του «10 χρόνια μετά» ενσωματωμένη μέσα του.
H κεντρική ιδέα του sequel είναι η ίδια: ο Renton επιστρέφει από την εξορία του και πυροδοτεί εκ νέου όλες τις παλιές σχέσεις. Είχαμε προσπαθήσει να το διασκευάσουμε για την οθόνη, κάναμε ένα σενάριο, το οποίο δεν το έχω ξαναδιαβάσει πρόσφατα βέβαια, αλλά εκείνη την περίοδο μου είχε φανεί απαίσιο. Δεν είχε καμία πρωτοτυπία κι ήταν απόλυτα εξαρτημένο απ’ το βιβλίο. Tο σενάριο της πρώτης ταινίας, παρ’ ότι τιμούσε και σεβόταν το αντίστοιχο βιβλίο, δεν εξαρτιόταν απ’ αυτό, ήταν πολύ αυτάρκες ως σενάριο. Με την επέτειο των 20 ετών να πλησιάζει, σκεφτήκαμε να κάνουμε άλλη μια προσπάθεια, και μαζευτήκαμε στο Εδιμβούργο εγώ, ο Irvine, ο John Hodge και οι παραγωγοί, κάτσαμε γύρω από ένα τραπέζι σαν αυτό που καθόμαστε τώρα εμείς, κι αρχίσαμε να το δουλεύουμε. Kι ο John έγραψε κάτι που ήταν πάρα, μα πάρα πολύ πιο προσωπικό.
Παρ’ ότι η ταινία μοιάζει να έχει χαβαλέ (κι ελπίζω όντως να έχει), έχει μέσα και πολλά αρκετά επώδυνα πράγματα. Για την ενηλικίωση, για τα χρόνια που περνούν, για όσα μάθαμε αυτά τα είκοσι χρόνια. Ο Renton κυρίως, έχει αυτά τα λογύδρια που είναι αρκετά προσωπικά: ακόμη και το νέο Choose Life του ας πούμε, για τις επιλογές που έχεις σε μια καταναλωτική κοινωνία, καταλήγει να μην είναι καθόλου διασκεδαστικό. «Διάλεξε την απογοήτευση» λέει, «διάλεξε να χάνεις τους αγαπημένους, διάλεξε να μην είσαι αυτός που ήθελες να γίνεις». Είναι όλο σε τέτοιο μοτίβο. Όταν ήρθε όμως αυτό το τόσο προσωπικό σενάριο, τότε ήταν που ήξερα ότι όλοι θα έλεγαν ναι. Οπότε τους το έστειλα, κι έτσι ξεκινήσαμε.
«Εννοείται ότι απευθυνόμαστε στον θεατή όταν ο Sick Boy μιλάει για τη νοσταλγία στην ταινία, και λέει στον Renton ότι είναι σαν τουρίστας στη νιότη του. Κι εννοείται ότι χρησιμοποιούμε την νοσταλγία ως συνδετικό κρίκο στην ταινία, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το κάνουμε.»
Περίεργος κύκλος αυτός που έγινε, έτσι δεν είναι; Την πρώτη φορά ήρθα στο Βερολίνο με την ταινία που με αποξένωσε απ’ τον Ewan McGregor, το The Beach, και τώρα επιστρέφω με την ταινία που μας επανένωσε. Υπάρχουν τέτοια στοιχεία, τα οποία δεν τα αγνοούσαμε όταν κάναμε την ταινία. Νομίζω είναι αυτά που αναπόφευκτα μας οδήγησαν και σ’ αυτήν την αίσθηση του κύκλου που υπάρχει στην αφήγηση, για το πώς ο χρόνος είναι περισσότερο μια λούπα παρά μια ευθεία γραμμή. Το οποίο είναι ένα παράξενο, Prust-ικό πράγμα, αλλά είναι και κάτι που ισχύει νομίζω, ή τουλάχιστον όταν έχεις πια μεγαλώσει λίγο αρχίζεις να το αισθάνεσαι με έναν περίεργο τρόπο που δεν μπορείς ακριβώς να εξηγήσεις. Αυτός όμως ήταν κι ο λόγος που βρήκαμε τόσο αξιαγάπητη την ιδέα ότι ο Spud αρχίζε και γράφει τις ιστορίες του πρώτου βιβλίου, κι αυτό το νιώσαμε ως έναν υπέροχο τρόπο να κάνουμε αυτήν την ταινία να μπορεί να ζει και μέσα στην προηγούμενη, αλλά και κάπως ανεξάρτητη συγχρόνως. Είναι αλήθεια όμως ότι ο χρόνος αφήνει μια τέτοια αίσθηση επιστροφών, και νομίζω είναι ο λόγος που οι παππούδες και τα εγγόνια τους έχουν αυτόν τον τόσο έντονο δεσμό, που μοιάζει σα να είναι συνεχώς παρών, και τρελαίνει τους γονείς γιατί δεν μπορούν να τον εξηγήσουν.
Η νοσταλγία είναι παράξενη κι αλλόκοτη κι αποπλανητική κι επικίνδυνη, και μπορεί πολύ εύκολα να γίνει μελό. Είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό, επικίνδυνο εργαλείο, είναι όμως και μια πραγματικότητα για όλους μας. Και μπορεί να την διαχειρίζεσαι με στοργή μερικές φορές, ή άλλες να σε τρομοκρατεί. Αυτό είναι όμως και το τηλεσκόπιο του χρόνου: μερικές φορές σου φέρνει πράγματα απ’ το παρελθόν σα να είναι ακριβώς μπροστά στη μούρη σου, κι άλλες φορές τα πηγαίνει τόσο μακριά που είναι σαν μην έχουν υπάρξει καν. Αυτό ακριβώς κάνει και το σινεμά, γιατί το σινεμά είναι η απόλυτη τέχνη του χρόνου: μπορείς να τον παγώσεις ή να τον επιταχύνεις, να τον επιβραδύνεις ή να τον συμπιέσεις, και να τον χρησιμοποιήσεις με τρόπο εντελώς παραπλανητικό. Στην προκειμένη περίπτωση, θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο με τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεκολλήσουμε τις εικόνες που είχαμε από την πρώτη ταινία, απ’ το πώς θυμόμαστε ότι ήταν, και να αποκαλύψουμε μια νέα τους εκδοχή, σημερινή, 20 χρόνια αργότερα.
Εννοείται ότι απευθυνόμαστε στον θεατή όταν ο Sick Boy μιλάει για τη νοσταλγία στην ταινία, και λέει στον Renton ότι είναι σαν τουρίστας στη νιότη του. Κι εννοείται ότι χρησιμοποιούμε την νοσταλγία ως συνδετικό κρίκο στην ταινία, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το κάνουμε. Απ’ τη στιγμή που αποφασίσαμε ότι δεν θέλαμε να κάνουμε μια αποκομμένη ταινία που θα αγνοούσε παντελώς τα περιστατικά της πρώτης -όπως έκανε το σενάριο-διασκευή του Porno- η συνειδητή μας απόφαση ήταν να κάνουμε μια ταινία που θα μιλούσε για την πρώτη ταινία. Ήταν αναπόφευκτο λοιπόν να γίνουμε όλοι τουρίστες στη νιότη μας, του κοινού συμπεριλαμβανομένου. Υπάρχει όμως ειλικρίνεια σ’ αυτό, κι ελπίζεις ότι θα πάρεις αυτήν την στοργή που υπάρχει για την πρώτη ταινία, την ίδια στοργή που σε μετατρέπει σε τουρίστα στη νιότη σου, και θα την χρησιμοποιήσεις με τρόπο επιδραστικό. Γιατί θέλεις οι θεατές να νιώσουν συνδεδεμένοι με τα όσα γίνονται στην ταινία, τα όσα έχουν περάσει οι χαρακτήρες αυτοί, τα οποία δεν είναι και λίγα.
Η νοσταλγία είναι κάτι που χαρακτηρίζει την κινηματογραφική βιομηχανία αυτήν την περίοδο, με όλα τα μεγάλα σουξέ των 80s και 90s να αναβιώνουν. Τα στούντιο θα σου πουν ότι είναι οι fans που το προκαλούν, όχι εμείς – αυτοί μας το ζητάνε. Οι fans όμως έχουν τέτοια δύναμη τώρα πια, που αν το κάνεις λάθος, αν δεν διαχειριστείς τις ορέξεις τους σωστά, μπορούν να σε ξεκάνουν! Το παίρνουν τόσο προσωπικά, που το νιώθεις σαν άμεσο και ορατό κίνδυνο –ξέρεις, αν δεν είσαι πιστός στο καρτούν, στο κόμικ, ή στους κανόνες του όπως αυτοί τους αντιλαμβάνονται, σ’ έφαγαν. Το σινεμά δεν ήταν ποτέ έτσι, δεν υπήρχε τέτοια συνομιλία με τους fans. Όλα ξεκίνησαν με τον Harry Knowles και το διαδικτυακό κύμα του οποίου υπήρξε ο πρώτος εκφραστής, όπου το geek boy είχε ξαφνικά μια τεράστια επιρροή. Τώρα, το βλέπεις παντού! Είναι μια παράνοια εκεί έξω, η οποία όμως είναι πάρα πολύ ισχυρή, και καθορίζει το προϊόν των στούντιο.
Αρχικά το είχαμε στο μυαλό μας αυτό: αν θέλουμε το καλό μας, καλύτερα να το κάνουμε σωστά γιατί αλλιώς θα μας λιθοβολήσουν! Αλλά μετά το ξεχνάς αυτό, δεν μπορείς να κάνεις ταινία έτσι. Όταν έχεις μια τέτοια σκέψη σα το σκυλί να σου γαβγίζει κάθε μέρα, είναι σαν να έχεις ένα στούντιο πάνω απ’ το κεφάλι σου που να έρχεται κάθε μέρα στο γύρισμα και να σου λέει «ο άλφα έγραψε στο blog του χθες το βράδυ ότι το καλό που μας θέλει να έχουμε μια σκηνή για το τάδε, οπότε θα χρειαστεί να προσθέσουμε μια σκηνή για το δείνα». Ε δεν μπορείς να κάνεις ταινία έτσι. Καλά, προφανώς τις κάνουν κι έτσι τώρα πια, αλλά εμείς δεν το είχαμε σκοπό.