Τη Σοφία Βγενοπούλου τη γνώρισα πριν από 15 χρόνια. Εκείνη τη χρονιά στο θέατρο Χώρα θέλαμε να δημιουργηθεί μια πολιτική κοινωνικής εξωστρέφειας, με θεατρικά εργαστήρια για μικρούς και μεγάλους. Η Σοφία εισήγαγε την ιδέα να γίνει μια παράσταση εφηβικού θεάτρου, με στόχο ένα ειδικό κοινό, κοινό εφήβων, με στόχο την διαχείριση στη σκηνή ειδικών θεμάτων που αφορούν τους νέους. Και έτσι ανέβηκε τότε το Chatroom, μια παράσταση τολμηρή, που άφησε εποχή και είχε θέμα το cyber bullying ηδη το 2009, προσθέτοντας τον όρο “Εφηβικό Θέατρο” στον πολιτιστικό χάρτη της Ελλάδας.
Η Σοφία Βγενοπούλου υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια επίμονη και αποτελεσματική, δημιουργώντας γύρω από τις παραστάσεις που σκηνοθετούσε εργαστήρια, φυτώρια νέων δημιουργών, φεστιβάλ μαθητικού θεάτρου, εμψυχωτικές δράσεις για τους πιο αδύναμους της κοινωνίας αλλά και τους εκπαιδευτικούς. Η ιδιότητά της ως παιδοψυχίατρος, σε συνδυασμό με τις πρότυπες σπουδές της θεατροπαιδαγωγικής στην Αμερική, δημιούργησε μια προσωπική και ευθύβολη ματιά για την “γκρίζα ζώνη” της εφηβείας, μια ηλικία που δημιουργεί πολύ αμηχανία στο πώς προσεγγίζεται γενικά, αλλά και ειδικά μέσα από τις τέχνες. Μια ηλικία που τελικά μπαίνει στο περιθώριο.
Μετά από 15 χρόνια, η Σοφία έχει καταφέρει να θεμελιώσει το θέατρο για νέους στην Ελλάδα, να κάνει μια πολύ σημαντική θητεία επ’ αυτού στη Στέγη και μετά να δημιουργήσει το Μικρό Εθνικό, στο Εθνικό Θέατρο, όπου η βεντάλια των δραστηριοτήτων του θεσμού αντιμετωπίζει το θέμα του θεάτρου για νέους προς κάθε κατεύθυνση και από κάθε “βάση” διάχυσης στην κοινωνία, ως μέσο αγωγής και συνύπαρξης.
Τελειώνοντας αυτόν τον κύκλο ως επικεφαλής του Μικρού Εθνικού, κάναμε μια συζήτηση με τη Σοφία για το όραμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης των νέων και τη διάρκεια αυτής της επιθυμίας ως εφικτό στόχο.
Σοφία μου, είναι κοινή παραδοχή ότι ήσουν μέσα στους πρώτους που εισήγαγαν τον όρο “εφηβικό θέατρο” στην Ελλάδα. Πώς οδηγήθηκες σε αυτή την “πρόταση”; Τι σε εκκίνησε να σκεφτείς αυτό το μεγάλο άνοιγμα της τέχνης σε νεότερες ηλικίες;
Το γνώρισα και εργάστηκα με παρόμοια μοντέλα όσο σπούδαζα και εργαζόμουν στην Αμερική. Γνώρισα κείμενα που το θέμα τους -ταμπού ή όχι-, και ο αγώνας των εφήβων χαρακτήρων, ήταν καθρέφτης των πραγματικών εφήβων της εποχής, εξοικειώθηκα με θεσμούς και οργανισμούς που αναγνώριζαν αυτό το είδος και τις ιδιαίτερες προκλήσεις του, το έτρεφαν με έρευνα και με τολμηρές πρωτοβουλίες – με πιο ενδιαφέρον στοιχείο την εμπλοκή των ίδιων των εφήβων στην δημιουργική διαδικασία, κάτι που με τα χρόνια έχει αποδειχτεί ότι έχει μια απίστευτη δυναμική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, γρήγορα ξεκαθάρισε μέσα μου ότι ήθελα να δημιουργήσω χώρο κι εδώ γι’ αυτό. Νομίζω όμως ότι και το έδαφος ήταν έτοιμο και διψούσε… Γενικά πιστεύω ότι όταν είναι η ώρα για μια ιδέα να ανθίσει, κάποιος θα το αφουγκραστεί και θα την κάνει να ανθίσει, γιατί ψάχνοντας θα συναντήσει και τους υπόλοιπους που ψάχνουν κάτι κοντινό, κάτι παρόμοιο. Δεν ήμουν μόνη μου. Από το Θέατρο Χώρα, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και τη Στέγη, μέχρι τον μεγάλο για μένα σταθμό, το Εθνικό Θέατρο, παντού υπήρξαν σημαντικοί άνθρωποι-«σταθμοί», που την άρπαξαν αυτή την «πρόταση» και σταδιακά την απογείωσαν.
Τώρα, προφανώς σε προσωπικό επίπεδο, με οδηγούσε και ακόμα με οδηγεί το ότι είναι πολύ ζωντανές μέσα μου οι αγωνίες και οι μάχες που δίνει κανείς για να μεγαλώσει. Πιστεύω στο αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα κάθε νέου ανθρώπου να πάρει στα χέρια του το τιμόνι της ζωής του και να καθορίσει τι ρόλο θέλει να παίξει στον κόσμο και πώς θέλει να ζήσει αυτή τη ζωή που του δόθηκε. Τα παιδιά πρέπει να ονειρεύονται, πρέπει να μπορούν να φαντάζονται πιθανούς κόσμους και τον δρόμο για να φτάσεις σε αυτούς. Πρέπει να μπορούν να δίνουν το δικό τους νόημα σε ό,τι συμβαίνει, να εξασκηθούν στο πώς αμφισβητείς παγιωμένες αντιλήψεις και πώς αποδομείς την ίδια σου την ιστορία και την ξαναγράφεις. Και δικαιούνται χώρο να εξασκήσουν αυτή τη δημιουργικότητα. Έτσι κινητοποιείται η σκέψη, έτσι ενδυναμώνεσαι, έτσι παίρνεις κουράγιο και προχωράς σε δράση. Αυτός είναι ο τρόπος που το θέατρο δίνει ελπίδα. Το θέατρο υπήρξε το μεγάλο μου καταφύγιο και ο μεγάλος μου δάσκαλος, και μοιάζει αναπότρεπτη η πορεία που ακολούθησα.
Το βιογραφικό σου μας λέει ότι δεν πέρασες “απλά” από την ιατρική στο θέατρο, αλλά συνδυάζεις μια σπουδαία καριέρα στα θεατρικά πράγματα με το επάγγελμα της παιδοψυχιάτρου. Πώς σε οδήγησε το ένα στο άλλο, και τι αλληλεπιδράσεις έχουν αυτές οι δύο ιδιότητες;
Κοίτα, ήταν μια πολύ φυσική πορεία για μένα ακόμα κι αν δεν ήταν πάντα για τους γύρω μου τόσο εύκολο να αντιληφθούν πώς συνδέονται αυτά τα δύο. Θέλησα από πολύ νωρίς να δουλέψω με ευάλωτα παιδιά και νέους -στα 14 μου ήξερα ότι θέλω να γίνω παιδοψυχίατρος- και καθώς το θέατρο ήταν σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, μάλλον μέσα μου πίστεψα ότι μπορώ να το κάνω μέσα από αυτό. Και χάρη στο καταπληκτικό αγόρι μου, τότε, και σύζυγό μου μετά, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη – μαζί του. Είναι ένα ζήτημα αν μερικά πράγματα είναι τύχη ή έρχονται επειδή τα κυνηγάς, ακόμα κι αν δεν το ξέρεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα ήταν ίδια η πορεία μου, αν δεν είχα βρεθεί στη Νέα Υόρκη σε μια εποχή που αυτό που περιγράφω μπορούσες να το σπουδάσεις σε ανώτατο επίπεδο πια. Το εφαρμοσμένο θέατρο, σε όλο του το φάσμα, είχε ήδη κατακτήσει ακαδημαϊκές έδρες, μεταπτυχιακούς τίτλους, εφαρμογές με πολύ αναγνώριση. Ήταν σαν να ανήκα εκεί από πάντα. Ε, εννιά χρόνια εκεί και 25 χρονών, μασάς και την πέτρα, μπορείς να κάνεις πολλά. Οι δύο αυτές δουλειές ακολουθούν μια παρόμοια διαδρομή, Στην σκηνή μεγεθύνονται όλα όσα διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις και φωτίζεις το αφήγημα που επιλέγεις εσύ, στη θεραπεία συντροφεύεις έναν νέο άνθρωπο και τον φροντίζεις καθώς αναζητά μέσα από τις δυσκολίες να ξαναγράψει την ιστορία του, να βρει τον δικό του δρόμο.
Με οδηγεί το ότι είναι πολύ ζωντανές μέσα μου οι αγωνίες και οι μάχες που δίνει κανείς για να μεγαλώσει.
Τι διαφορές βλέπεις στο εφηβικό κοινό μέσα σε όλα αυτά τα ενεργά χρόνια σκηνοθεσίας παραστάσεων για εφήβους; Εννοώ τόσο το ρεπερτόριο, αλλά και την σκηνική πράξη και το σύστημα: θεσμοί, σχολείο, γονείς που μπορεί να υποστηρίξουν αυτές τις παραστάσεις;
Νομίζω ότι έχουμε προχωρήσει πολύ. Το εφηβικό κοινό έχει ανταποκριθεί, συνήθως υπάρχει μια ευχάριστη έκπληξη, «δεν περιμέναμε να δούμε κάτι τέτοιο», ακούμε συχνά, ή «είδαμε τους εαυτούς μας στην σκηνή», αλλά είναι πολύ έτοιμοι να εμπλακούν. Και νομίζω ότι και οι αριθμοί είναι ικανοποιητικοί (9.000 θεατές σε τρεις μήνες παραστάσεων είχε η παράσταση «Στα Όρια» φέτος), και η αντίληψη του νεαρού κοινού για το θέατρο έχει πια διαμορφωθεί. Μοιάζει να αντιλαμβάνονται ότι το θέατρο μπορεί να είναι μια διαλογική πάνω στους πραγματικούς προβληματισμούς τους, μια τέχνη που όχι μόνο επιτρέπει αλλά απαιτεί να είσαι ενεργητικός θεατής, που μπορεί να σε συγκινήσει βαθιά και μέσα από αυτόν τον δρόμο να πυροδοτήσει τη σκέψη σου. Νομίζω ότι έχει τεράστια σημασία ότι είχαμε το θάρρος να μιλήσουμε από σκηνής για τον κόσμο στον οποίο ζουν, χωρίς να προτάσσουμε διδακτικές επιταγές, χωρίς να φοβηθούμε δύσκολα ζητήματα. Τα εμπιστευτήκαμε τα παιδιά, θέλουν και πρέπει να νιώσουν και να σκεφτούν. Θεωρώ ότι αυτό τους ενέπνευσε, τους ξύπνησε… ακόμα και σήμερα που ανταγωνιζόμαστε τη γρήγορη τσιτάτη πληροφορία και τη ροή εικόνων στα μίντια, η επιβράδυνση και η πύκνωση στον χρόνο που συμβαίνει σε μια παράσταση και δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, το μεγαλείο αλλά και τον πόνο όλων μας, κερδίζει το νεαρό κοινό. Κρατώ το σχόλιο ενός 17χρονου θεατή στην διάρκεια μιας συζήτησης πρόσφατα, μετά την παράσταση «Στα Όρια»: «Σήμερα κατάλαβα τη διαφορά που έχει το θέατρο από τις οθόνες: οι οθόνες σου σερβίρουν τι θέλουν να δεις, στο θέατρο διαλέγεις εσύ πού θα εστιάσεις το βλέμμα σου… φτιάχνεις στο μυαλό σου τη δική σου ιστορία με τα δικά σου νοήματα..». Πόσο καλύτερα να το πει κανείς;
Τώρα, με την εκπαιδευτική κοινότητα, η δική μου εμπειρία υπήρξε πολύ παραγωγική στην μεγάλη πλειονότητά της. Χάρη στα προγράμματα για εκπαιδευτικούς που μας έφεραν σε στενή επαφή μαζί τους, κατάλαβα ότι έχουν πολύ ανάγκη και αυτοί να είναι δημιουργικοί, να νιώθουν ότι μέσα από τη διαδικασία της μάθησης καταφέρνουν να εμπνεύσουν και να ανοίξουν κόσμους στα παιδιά. Δεν βοηθούν οι συνθήκες στο σύγχρονο σχολείο που είναι εστιασμένο στην άπειρη πληροφορία και στον ανταγωνισμό, χωρίς να ενθαρρύνεται ένα παιδί να σκεφτεί τι θα την κάνει αυτή την πληροφορία, πώς θα συμβάλλει ή θα καθορίσει τα πράγματα στον κόσμο με την γνώση που ρουφάει. Ωστόσο, σαν διαδικασία, το θέατρο κινητοποιεί δεξιότητες και καλλιεργεί εργαλεία που μεταφέρονται στις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους, στη σχέση τους με τους καθηγητές και στη σχέση τους με την μάθηση. Όσο περισσότερο λοιπόν ανακαλύπτουν οι εκπαιδευτικοί αυτά τα εργαλεία, εμπλεκόμενοι και γοητευμένοι οι ίδιοι από τη δημιουργική διαδικασία, τόσο πιο πολύ μάχονται για να κάνουν το θέατρο μέρος της σχολικής ζωής είτε με εργαστήρια, είτε παρακολουθώντας παραστάσεις.
Σοβαρά τώρα, οι ενήλικες δικαιούνται να καταναλώνουν τέχνη υψηλών προδιαγραφών και προϋπολογισμών και οι νέοι όχι;
Και οι πολιτιστικοί οργανισμοί επένδυσαν στο θέατρο για νέους τα τελευταία χρόνια, και από πλευράς εργαστηριακής προσέγγισης και από πλευράς παραστάσεων, χωρίς αυτό βέβαια να έχει ακόμα σταθερότητα ή να είναι κατακτημένο κατά την γνώμη μου. Δυστυχώς, το θέατρο για νέους είναι πάντα μια «διαπραγμάτευση», πού και πώς θα χωρέσει και με τι όρους. Ακατανόητο για μένα… σαν να λέμε ότι σε ένα νοσοκομείο για «μεγάλους», δώστε μας και μερικούς θαλάμους για τα παιδιά… Η διεκδίκηση χώρων και καλών συνθηκών παραγωγής, η προσπάθεια να μην είναι εμπορεύσιμο προϊόν και η επαρκής προβολή του καλλιτεχνικού και εκπαιδευτικού έργου που γίνεται είναι μια συνεχής μάχη για όλους μας σε αυτό το είδος, μαθαίνω, σε βαθμό που γίνεσαι στο τέλος από κουραστικός έως γραφικός -και για τα δύο έχω κατηγορηθεί- αλλά είναι απαράδεκτο και δείγμα έλλειψης πραγματικού πολιτισμού. Σοβαρά τώρα, οι ενήλικες δικαιούνται να καταναλώνουν τέχνη υψηλών προδιαγραφών και προϋπολογισμών και οι νέοι όχι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε προχωρήσει σε όλα αυτά χάρη σε όλους τους πολύ πεισματάρηδες και αφοσιωμένους συναδέλφους που καταθέτουν κάθε χρόνο τη δουλειά τους, αλλά έχουμε ακόμα πολύ δρόμο.
Στη δική μου πορεία και εμπειρία, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι τα πράγματα έσπρωξαν συγκεκριμένοι άνθρωποι επικεφαλής σε συγκεκριμένες στιγμές, με πολύ καθαρές προθέσεις και προτεραιότητες. Νοιάζονταν, αφουγκράστηκαν σωστά τις ανάγκες της κοινότητας, τόλμησαν, εμπιστεύτηκαν και τότε φυσικά έγιναν μεγάλα βήματα. Τέτοιες καθοριστικές στιγμές ήταν το πρώτο φεστιβάλ εφηβικού θεάτρου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και μετά, στη Στέγη, η δημιουργία της εφηβικής σκηνής και η θεσμοθέτηση του φεστιβάλ κάθε χρόνο από το 2011 με μεγάλη στήριξη από όλη την ομάδα εκεί – αποφάσεις τις οποίες και οι δύο οργανισμοί εξέλιξαν με επιμονή. Προφανώς για μένα, ο μεγαλύτερος σταθμός ήταν το ξεκίνημα του Μικρού Εθνικού από τον Στάθη Λιβαθινό, με τη μεγάλη έμφαση και στήριξη που έδωσε στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο με τη μορφή εργαστηρίων και δράσεων. Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που ο Θοδωρής Αμπαζής πήρε την απόφαση να χρησιμοποιηθεί μια μεγάλη χρηματοδότηση για να μπούμε με το θέατρο στα σχολεία και γεννήθηκε το Θέατρο στο Νέο Σχολείο, και λίγα χρόνια μετά ακολούθησε η τεράστια ώθηση και ο χώρος που έδωσε η Έρι Κύργια ως καλλιτεχνική διευθύντρια στην εφηβική σκηνή για να αναπτυχθεί. Κάθε μία από τις παραπάνω αποφάσεις έχτιζε πάνω στην προηγούμενη και ήταν όλες κινήσεις που κατά τη γνώμη μου άλλαξαν όλο το τοπίο για το θέατρο για νέους, αλλά και τη σχέση του οργανισμού με την εκπαίδευση και την κοινότητα.
Η πορεία σου στο Εθνικό Θέατρο με το Μικρό Εθνικό δείχνει ένα μεγάλο νοιάξιμο για το πώς η κοινωνία μπορεί να είναι πιο έτοιμη τόσο να κάνει όσο και να παρακολουθήσει θέατρο. Μπορείς να μας πεις πώς σχεδίασες και ανέπτυξες αυτή τη μεγάλη ομπρέλα δράσεων, ώστε να καλύπτεται τόσο μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων;
Νομίζω ότι όλη αυτή η ομπρέλα στηρίχτηκε στο ότι προτείναμε την δημιουργική εμπλοκή και των νέων και του περιβάλλοντός τους (εργαζόμενοι στο πεδίο, εκπαιδευτικοί) στη θεατρική διαδικασία. Μια παράσταση είναι η σπίθα και φέρνει συγκίνηση με όλη τη μεταμορφωτική δύναμη που αυτή έχει. Επιπλέον, η δημιουργική εμπλοκή στη θεατρική διαδικασία επιβεβαιώνει σε όποιον συμμετέχει σε αυτήν ότι ακόμα κι αν δεν είναι ο προικισμένος και εξασκημένος επαγγελματίας του θεάτρου, τα θέματα και οι ιδέες που είναι υπό διαπραγμάτευση σε μια παράσταση όχι μόνο τον αφορούν, αλλά μπορεί να συμμετέχει σε μια ενεργητική επεξεργασία τους, να φέρει το δικό του εδώ και τώρα, και μάλιστα μέσα σε μια ομάδα, κάτι από μόνο του εξαιρετικά ελκυστικό και αναπτυξιακά απαραίτητο για τα παιδιά. Και για τους ενήλικες βέβαια, αν δεν είμαστε τόσο απασχολημένοι και κρυμμένοι στα σύγχρονα κάστρα μας, και δεν εννοώ τα σπίτια και τη δουλειά μας μόνο, εννοώ και τα κεφάλια μας με τις παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις. Αυτή λοιπόν η έμφαση στα βιωματικά εργαστήρια φαίνεται να ήταν μια καλή αφετηρία για τον σχεδιασμό, τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία όλης αυτής της ομπρέλας. Τώρα, το πώς έγινε να έχει μια τέτοια δυναμική μέσα στα χρόνια, ώστε συνεχώς να απλώνει και σε αποτύπωμα αλλά και σε ιδέες, έχει να κάνει με τους ανθρώπους, ξεκάθαρα. Είμαι πολύ τυχερή για τους συνεργάτες που είχα και αυτό είναι το πιο πολύτιμο μέρος αυτής της εμπειρίας. Μέσα στα επτά χρόνια φτάσαμε κάποια στιγμή να εργαζόμαστε στο γραφείο, στα εργαστήρια, στα σχολεία όλης της Νότιας Ελλάδας και στις σκηνές μας, 60 καλλιτέχνες περίπου! 60 θέσεις εργασίας, χιλιάδες ωφελούμενοι και χιλιάδες θεατές την ίδια στιγμή και αυτό γιατί σιγά σιγά χτίστηκε ένας «στρατός» από ήδη έμπειρους ή νεότερους επαγγελματίες να έχει σκορπιστεί παντού…τα ονόματά τους είναι πολλά για να χωρέσουν εδώ, αλλά είναι οι άνθρωποι που έχουν στηρίξει αυτό το έργο με συγκινητική δέσμευση, με γνώση και τεράστια αγάπη και θα παίξουν -είμαι σίγουρη- καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων στο μέλλον και παντού στη χώρα, στο τοπίο του εφαρμοσμένου θεάτρου γενικότερα.
Ελπίζω μόνο ένα πράγμα, ότι το Μικρό Εθνικό θα ανοίγει όλο και περισσότερο την αγκαλιά του σε όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους.
Νομίζω πρέπει επίσης να πούμε ότι οι χρηματοδοτήσεις είχαν και έχουν πολύ σημαντική συμβολή, δεν γίνονται όλα αυτά χωρίς οικονομική στήριξη. Κι εδώ μπαίνει ένα τεράστιο θέμα, πώς θα διεκδικήσουμε αυτά τα χρήματα. Είμαστε παιδαγωγοί; Όχι, αλλά έχουμε παιδαγωγικά εργαλεία που λείπουν από τη σημερινή εκπαίδευση. Κάνουμε θεραπεία; Όχι, αλλά η τέχνη μας οδηγεί προς την αυτογνωσία και την ενδυνάμωση. Βρίσκουμε τις πρακτικές λύσεις που χρειάζονται οι δυσκολεμένοι άνθρωποι της κοινότητάς μας; Όχι, αλλά προσπαθούμε να τους δώσουμε ένα βασικό αίσθημα του ανήκειν σε μια ομάδα που διαθέτει ανθρωπιά. Άρα πρέπει να πείσουμε, να διεκδικήσουμε τη θέση μας ως φορείς μιας αλλαγής για το καλύτερο στις ζωές των ανθρώπων, να κάνουμε σωστό σχεδιασμό ώστε και έργο να γίνεται, και να είναι βιώσιμο, με διάρκεια. Είναι πολύ μεγάλη ευθύνη αυτή, κατά την γνώμη μου, και δεν είμαι σίγουρη ότι έχουμε γίνει όσο καλύτεροι μπορούμε σε αυτό. Μου λένε ότι η χώρα μας έχει πρόβλημα απορρόφησης πόρων και χωρίς να είμαι καθόλου ειδική σε αυτό, το θεωρώ μεγάλο κρίμα.
Στο βιογραφικό σου, στις πράξεις σου, φαίνεται επίσης μια ευαισθησία για κοινωνικές ομάδες σε διάφορα είδη περιθωρίου.
Η δημιουργικότητα δεν είναι μια σπάνια δεξιότητα-ικανότητα. Ούτε είναι δύσκολο να έχει κανείς πρόσβαση σε αυτήν. Είναι μια θεμελιώδης δυνατότητα όλων μας, αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μπορεί να την χρησιμοποιεί, και δεν περιορίζεται στο να κάνει κανείς τέχνη. Το σημαντικότερο μάλλον για μένα, επίσης, είναι ότι έχει μια υπερβατική δύναμη. Και κάθε φορά που είμαι κοινωνός αυτής της υπερβατικής δύναμης μέσα σε μια ομάδα που δουλεύουμε, νιώθω ότι έχω φωτίσει λίγο και τον δικό μου δρόμο. Με λίγα λόγια, μάλλον έχω κι εγώ η ίδια την ανάγκη να επιβεβαιώνω ότι έχουμε την ικανότητα να μετατρέπουμε την υποκειμενική μας εμπειρία σε ότι αφήγημα αποφασίσουμε για τον εαυτό μας και για την ιστορία μας. Η «ανατομία» των συναισθημάτων στη δουλειά μας -των άλλων και των δικών μας-, έχει τους δικούς της χρόνους πάνω στη σκηνή, τη δική της ησυχία και τη δική της καθαρότητα, έτσι ώστε ένας νέος άνθρωπος να μπορέσει να δει τη ζωή σαν μια σειρά από προσωπικές επιλογές, μια πράξη προσωπικής έκφρασης που τον κάνει δημιουργό της ίδιας του της ζωής. Και ίσως έτσι πάρουμε το τιμόνι με περισσότερη αυτογνωσία και σιγουριά.
Μπορεί όλα αυτά να έχουν περισσότερη σημασία γι’ αυτούς που κουβαλάνε τραυματικές εμπειρίες και οτιδήποτε άλλο τους έχει σπρώξει στο περιθώριο, όπως λες, αλλά εγώ έχω ανάγκη να ανήκω σε μια κοινωνία που δίνει λίγο χώρο γι’ αυτό το δικαίωμα στη δημιουργικότητα όλων των ανθρώπων. Με παρηγορεί και με καθησυχάζει αυτό.
Ποιο είναι το προσωπικό σου αφήγημα μετά από την επιτυχημένη σου θητεία στο Εθνικό Θέατρο; Τι έχει θεμελιωθεί; Τι ελπίζεις για το πρώτο θέατρο στην Ελλάδα, για το μέλλον του στον τομέα της εκπαίδευσης των πολιτών και των νέων, και ποια επόμενη ανάγκη θεωρείς ότι πρέπει να καλυφθεί;
Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες στο σκοτάδι, στη διάρκεια των παραστάσεών μας, παρακολουθώντας το κοινό μας που είναι κοινό όλων των ηλικιών, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Μετά κρυβόμουν κάπου στην έξοδο, να πιάσει το αυτί μου τις συζητήσεις. Είναι μεγάλο σχολείο αυτό και με προσγείωσε. Οι καλλιτέχνες έχουμε τις μεθοδολογίες μας, έχουμε απαιτήσεις από τον εαυτό μας και προσωπικές αναζητήσεις, και καταλαβαίνω την πηγή όλων αυτών των αναγκών. Ωστόσο, στην περίπτωση των νέων ανθρώπων, νομίζω ότι πρέπει να επικοινωνούμε πολύ με το κοινό μας και να είναι το βασικό μας κριτήριο για την εξέλιξη της δουλειάς μας αυτά που μαθαίνουμε από αυτό. Δεν έχω πολύ υπομονή πια για διάφορες δικές μας προβολές, για τα «μηνύματα που πρέπει να περνάμε» και για «προσοχή στα παιδιά που είναι ευάλωτα» και τα λοιπά. Τα εμπιστεύομαι τα παιδιά ότι ξέρουν τι χρειάζονται. Και είναι εν δυνάμει σταθμός στη ζωή τους οι πρώτες επαφές με το θέατρο, άρα δουλεύουμε γι’ αυτά, τελεία και παύλα. Αν κάτι έχει θεμελιωθεί μέσα μου και οδηγεί τις επιλογές μου είναι αυτό. Αυτά με οδηγούν πια. Έχουν μια πολύ άμεση σχέση με τα ερεθίσματα, τον δικό τους τρόπο να τα αντιλαμβάνονται και να τα ερμηνεύουν. Χαίρονται για οτιδήποτε καινούργιο, δεν το συγκρίνουν με κάτι καθιερωμένο, ούτε και τρομάζουν πραγματικά, ζουν στο τώρα, δεν αναλύουν τα πάντα, είναι αυθόρμητα, έχουν ασίγαστη περιέργεια, δεν είναι κουρασμένα και αποκαρδιωμένα, αν έχουμε κάνει καλά τη δουλειά μας. Και δεν υπάρχει επομένως μεγαλύτερο μάθημα γι’ αυτή τη δουλειά, και μεγαλύτερη απόλαυση, από το να βλέπεις με τα δικά τους μάτια. Ελπίζω μόνο ένα πράγμα, ότι το Μικρό Εθνικό θα ανοίγει όλο και περισσότερο την αγκαλιά του σε όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους.
Το θέατρο για παιδιά και νέους έχει εξελιχθεί στη χώρα μας; Μπορούμε να πατάμε σε ασφαλές έδαφος, ότι υποστηρίζεται ενεργά από τους καλλιτέχνες, την παιδεία και τους καλλιτεχνικούς θεσμούς;
Δεν νομίζω ότι συμφέρει να θεωρούμε ότι πατάμε σε ασφαλές έδαφος… όχι, είναι προτιμότερο να είμαστε σε συνεχή εγρήγορση και να διεκδικούμε χώρο αποδεικνύοντας την αξία της δουλειάς μας, διατηρώντας καθαρές προθέσεις και παίρνοντας ρίσκο που είναι μέρος του πακέτου. Πρέπει το θέατρο για νέους να αντέξει να μην υπολογίζει πρωταρχικά το κέρδος, να μην είναι εμπορεύσιμο προϊόν, να μην συρρικνωθεί και να αναλάβουμε όλοι την ευθύνη που μας αναλογεί γι’ αυτό. Και δεν υποτιμώ καθόλου την ανάγκη για οικονομική στήριξη, την οποία όμως πρέπει να διεκδικήσουμε με γνώση και σωστό σχεδιασμό, σκεπτόμενοι και τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων μας.
Τα δικά σου σχέδια για το μέλλον;
Με απασχολεί πολύ η ενδυνάμωση της καλλιτεχνικής κοινότητας που ασχολείται με το θέατρο για παιδιά και έφηβους, έτσι ώστε να διεκδικούμε σταθερά και προβλέψιμα ότι οφείλει και μπορεί αυτό το είδος να είναι πεδίο μελέτης, έρευνας και πειραματισμού από καταξιωμένους καλλιτέχνες, να έχει αναμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία, να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ζωής. Θα ήταν σημαντικό επίσης να μπορέσω να γεμίσω λίγο μπαταρίες, να ανταλλάσσουμε εμπειρίες και με άλλες χώρες, να πάρουμε παραδείγματα καλών πρακτικών και από μέρους των καλλιτεχνών και από μέρους των οργανισμών. Και θα συνεχίσω την δουλειά που πάντα έκανα, όπου μπορώ να είμαι χρήσιμη.
Οι συμβουλή σου σε νεότερους καλλιτέχνες και θεατροπαιδαγωγούς;
Να επιδιώκουν συνεργασίες με τους ανθρώπους που τους ταιριάζουν και αναζητούν παρόμοια πράγματα, όταν τους βρίσκουν να τους τιμούν με την αφοσίωσή τους και τη σκληρή τους δουλειά, να θεωρούν την εμπιστοσύνη και τον χώρο που δίνουν στους συνεργάτες τους δύναμη και όχι αδυναμία, να έχουν καθαρές προθέσεις και προτεραιότητες και να μάχονται γι’ αυτές, να έχουν ανοχή στα λάθη τα δικά τους και των άλλων γιατί μαθαίνεις περισσότερα από αυτά παρά από τις επιτυχίες. Να τολμούν και να μην αποκαρδιώνονται -να θυμίσω ότι η γη θα γυρίζει την επόμενη μέρα από μια κακή παράσταση ή από μια άστοχη στιγμή-, να ψάχνουν επίμονα το καλό στους άλλους και να το φωτίζουν. Εγώ αυτά έμαθα, αυτά κρατώ, είναι ο δικός μου τρόπος, σε καμιά περίπτωση δεν είναι ο μόνος, με τρομάζει και μόνο που τα λέω ως «συμβουλές»… Γιατί, καλώς ή κακώς, δεν μεγαλώνουμε με συμβουλές, πρέπει να περπατήσουμε τον δρόμο μας ο καθένας.