Δεν περιμένει κανείς το Xenos, αυτό που ο ίδιος επέλεξε να είναι η τελευταία του μεγάλης διάρκειας σόλο δουλειά, για να καταλάβει πόσο σπουδαίος χορευτής και χορογράφος είναι ο Άκραμ Καν. Το έχουμε διαπιστώσει περίτρανα σε όλες του τις επισκέψεις στη χώρα μας, με πρώτη, αν δεν απατώμαι, στο Φεστιβάλ της Καλαμάτας το 2001, στο ξεκίνημα της λαμπρής του πορείας – κάποτε θα πρέπει να αποτιμήσουμε με ακρίβεια το πόσα οφείλουμε στη Βίκυ Μαραγκοπούλου, πόσα μας έμαθε και μας βοήθησε να ανακαλύψουμε και το πόσα υπέστη λόγω της εγχώριας κακοδαιμονίας (τυπική ιστορία των ανθρώπων που προσέφεραν στον ελληνικό πολιτισμό). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να μην προσθέτει κινησιολογικά κάτι σε όσα ήδη γνωρίζουμε από τις παραστάσεις του ως τώρα, όμως δείχνει πως επιπλέον των πολλών καλλιτεχνικών χαρισμάτων του, είναι μεγάλη ψυχή. Μεγαλώνοντας κι αναζητώντας απαντήσεις σε μια Ευρώπη που μοιάζει όλο και περισσότερο να βρίσκεται στα πρόθυρα πολέμου, στρέφεται στο παρελθόν, ακολουθώντας τη γνωστή οδηγία που έγραψε ο Χάινερ Μύλλερ λίγους μήνες πριν φύγει κι εκείνος για να συναντήσει τους πολλούς (τι απίστευτη έκφραση!): Πρέπει να ξεθάβουμε τους νεκρούς ξανά και ξανά, γιατί μόνον από αυτούς είναι δυνατόν να εξασφαλίσουμε ένα μέλλον. Επιλέγει λοιπόν ως θέμα του τους προγόνους του, τους Iνδούς που πολέμησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και δεν αναφέρονται πουθενά κι από κανέναν, ούτε καν όπως «οι συντρόφοι» στους Αργοναύτες του Σεφέρη: με άλλα λόγια, τους Έσχατους των Εσχάτων. Όπως μας εκμυστηρεύτηκε λίγες μέρες πριν, στη συνέντευξη τύπου, ούτε κι ο ίδιος γνώριζε μέχρι πρόσφατα πως οι παππούδες του είχαν λάβει ενεργά μέρος στο σφαγείο που σημάδεψε την αρχή του 20ου αιώνα.
Το ξεκίνημα με τους παραδοσιακούς μουσικούς και το χορό που παραπέμπει στις ρίζες του, με τα mantras να κάνουν το χρόνο να διαστέλλεται, κόβεται απότομα, όλα γύρω μοιάζουν σαθρά και αβέβαια. Μετά από λίγο τα κουδουνάκια που είναι τυλιγμένα γύρω από τα πόδια του Καν θα μεταμορφωθούν σε δεσμά. Η κόλαση των χαρακωμάτων περιμένει. Εκεί τα σχοινιά μεταφέρουν την ανάμνηση των εκατοντάδων χιλιομέτρων από καλώδια που απλώθηκαν για να εξασφαλίσουν πρόσκαιρα την επικοινωνία. Στη συγκεκριμένη παράσταση, ο Άκραμ Καν επιδεικνύει εντυπωσιακές αρετές και ως σκηνοθέτης: ο τρόπος που οι φιγούρες των μουσικών μοιάζουν να αιωρούνται μέσα στο μαύρο φόντο τους, πάνω από τη λάσπη του πεδίου της μάχης, μοιάζει με σχόλιο για την παραμυθία της τέχνης ακόμα σε στιγμές όπου ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε κάτι λιγότερο. Ίσως στο μέλλον μας επιφυλάσσει εκπλήξεις και με αυτή την ιδιότητα.
Η χρήση λόγου στο χορό παραμένει ένα ζήτημα προς συζήτηση: πότε λειτουργεί και πότε αποπροσανατολίζει πλήρως. Όμως όποια θέση κι αν επιλέξει κανείς, πρέπει να παραδεχτεί πως οι φράσεις του Τζόρνταν Τάναχιλ που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο Καν στην παράσταση ουδέποτε πλάτειασαν: μάλλον χειρουργικής ακριβείας θα χαρακτηριζόταν η χρήση τους, και σε σημεία προσέδιδαν ένα επιπλέον βάθος στη στιγμή.
Η επιστροφή στο χώμα κι η αέναη αναγέννηση από αυτό, είναι ίσως η πλέον συγκλονιστική στιγμή του Xenos. Το σώμα του χορευτή γίνεται ένα με τη γη, για να επανέλθει ως κάτι άλλο, και πάλι να γυρίσει στην αιώνια μήτρα του. Ακόμα κι αν η συγκεκριμένη παράσταση δεν αποτελεί το αριστούργημα του δημιουργού της, η συγκεκριμένη σκηνή σίγουρα μένει αξέχαστη. Dust to dust…