Πρωί Κυριακής. Το “In a Small Place“ σε λούπα. Η πόλη άδεια, «στοιχειωμένη». Δύο-τρία αυτοκίνητα στην 28ης Οκτωβρίου και κάποιοι αγουροξυπνημένοι επήλυδες. Ο ήλιος σφηνωμένος σε δύο σύννεφα.
Οι οδηγίες ήταν σαφείς: «Κέντρο-κέντρο, στο ύψος του Εθνικού Αρχαιολογικού». Τις ακολούθησα πιστά. Η πολυκατοικία, από τα τέλη του πενήντα, ράθυμη και σεμνή. Η πατίνα του χρόνου κάλυπτε ευγενικά την αλλοτινή αρχοντιά. Χάζεψα το γκράφιτι στο απέναντι πάρκινγκ. Ξανακοίταξα την είσοδο. Στη μετώπη μια μούσα παραδίδει τη λύρα σε κάποιον επίδοξο «Ορφέα». Σύμπτωση;
Πάτησα το κουδούνι. «Κατεβαίνω. Μάλλον είναι κλειδωμένα από το βράδυ». Λίγες στιγμές μετά, άνοιξε η πόρτα. Προσηνής, ήρεμος, γελαστός, απλός, γνήσιος. «Επιτέλους τα λέμε κι από κοντά». Αρχίσαμε να μιλάμε αβίαστα. Σχεδόν σαν να γνωριζόμασταν. Ανεβήκαμε στον πέμπτο.
Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στα βινύλια και με συντροφιά ένα Superscope Marantz Stereocenter 1001 του 1970, σκέφτηκα μήπως δεν κάνω τη συνέντευξη τελικά. Ίσως θα ήταν απλά πιο όμορφο να μιλήσουμε απλά για τη μουσική και τους δίσκους, άσκοπα, ουσιαστικά, σαν φανταστικοί συγγενείς.
Είχα όμως απέναντι μου έναν σπουδαίο νέο μουσικό, που αποφεύγει την υπερέκθεση, προτιμώντας την απόσταση, που δεν ανεβάζει δεκαπέντε posts ή stories την εβδομάδα, προτιμά τις ιστορίες και τις εικόνες να τις σκηνογραφεί με τη μουσική του, που δεν διαθέτει τουπέ, και – ω θεέ μου πόσο σπάνιο – μετρά τα λόγια του και αναμετριέται με τις φράσεις και το νόημά τους. «Καλό θα ήταν λοιπόν να τον γνωρίσουν κι άλλοι», σκέφτηκα και, έτσι κάπως διστακτικά, πάτησα το record…
Ποια είναι η φάση τώρα; Μεταβατική. Στην αναμονή. Σαν να υπάρχουν πράγματα κρυμμένα στο συρτάρι. Θέλω να το ανοίξω, να βγουν, αλλά κάτι λες με βαστάει.
Τί είναι αυτό που περιμένεις; Να κλείσει αυτός ο κύκλος και να ανοίξει ο επόμενος. Μπαίνεις σε ένα στούντιο, γράφεις έναν δίσκο, με τους ανθρώπους που δουλεύεις μαζί. Μετά θέλεις ιδανικά, όλη αυτή η διαδικασία να «βγει έξω». Να βγεις στο δρόμο να παίξεις live (αυτό είναι το πιο σημαντικό για εμένα). Αυτό περιμένω. Θέλεις να σε ακούσουν, να δώσεις αυτό που έχεις, να «συναντηθείς» με αυτούς που θα σε δουν. Και να προχωρήσεις. Σου δίνει μια ώθηση να πάς παρακάτω. Νέα ερεθίσματα. Αρχίζεις να πλάθεις το επόμενο. Ανοίγει ένας νέος κύκλος.
Σ’ αρέσει τόσο πολύ η διαδιακασία του live; Το να παίζω live είναι η διασκέδαση μου. Το βασικό μου ερέθισμα. Μου αρέσει αυτή η διαδικασία. Είναι η εκτόνωσή μου. Μπορώ να πω βγήκα, έπαιξα, το ευχαριστήθηκα, και μετά να κάτσω για ένα μήνα.
Δεν πολυβγαίνεις; Ναι. Δεν πολυβγαίνω. Είμαι λίγο του σπιτιού. Μάλλον εσωστρεφής, κλειστός. Μπορεί αυτό ξέρεις να με φρενάρει και λίγο. Ωστόσο, το έχω δεχτεί, το γουστάρω. Άνθρωποι που είναι πιο κοντά μου με προτρέπουν να βγαίνω πιο συχνά, να κυκλοφορώ, να φαίνομαι, να δίνω συνεντεύξεις. Δεν είμαι τέτοιος τύπος. Τι να κάνουμε…
Πώς το βλέπεις όλο αυτό το αλισβερίσι της υπερέκθεσης; Το να πρέπει να βγαίνεις, να συναντάς κόσμο, να ποστάρεις, να δείχνεις τι κάνεις, να μιλάς, να δίνεις συνεντεύξεις; Είναι πλέον απαραίτητο. Οκ. Το δέχομαι. Αλλά εμείς από την άλλη έχουμε ζήσει και μια φάση που δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Στα νέα παιδιά δεν μπορείς να πεις ότι κάναμε μουσική όταν δεν υπήρχε το internet. Σε κοιτάζουν σαν εξωγήινο. Τώρα όλα είναι άμεσα, προσβάσιμα. Δεν υπάρχει απόσταση. Όλα βγαίνουν μπροστά σου.
Σου λείπει αυτή η απόσταση του καλλιτέχνη από το κοινό; Ναι, πολύ. Μου λείπει η απόσταση που είχα κι εγώ ως πιτσιρικάς από έναν καλλιτέχνη. Για εμένα, ήταν πιο γκράντε αυτή η φάση, το να μην τον έχω δει πουθενά. Είχε μια μαγεία το να μην ξέρω τι κάνει στη ζωή του και να φτάσει το live και να τον δω. Ήταν πολύ πιο ζωντανό τελικά. Η μουσική έχει ανάγκη την απόσταση, να ταξιδέψει ο ήχος και να γεμίσει από ατμόσφαιρα. Αυτό δημιουργείς.
Τώρα ξέρεις τί κάνει ο καθένας, πέρα από τη μουσική. Θα το δεις στο Instagram. Εμένα αυτό λίγο με κολλάει. Ίσως πρέπει να εγκλιματιστώ. Από την άλλη, θα μου άρεσε να υπήρχε λίγο παραπάνω αυτή η απόσταση, να μην είναι όλα στη φόρα. Σαν καλλιτέχνης βγάζω μία δουλειά. Αυτή η δουλειά είμαι εγώ. Με αντιπροσωπεύει όσο τίποτα άλλο. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πω ή να δείξω κάτι παραπάνω.
Μου λείπει η απόσταση που είχα κι εγώ ως πιτσιρικάς από έναν καλλιτέχνη. Για εμένα, ήταν πιο γκράντε αυτή η φάση, το να μην τον έχω δει πουθενά. Είχε μια μαγεία το να μην ξέρω τι κάνει στη ζωή του και να φτάσει το live και να τον δω.
Πότε κατάλαβες ότι θα ασχοληθείς με τη μουσική; Πολύ πιτσιρικάς. Μου έδωσε η μάνα μου μία κιθάρα και κόλλησα. Το σχολείο πέρασε δίχως να το καταλάβω. Υπήρχε μόνον η κιθάρα.Περίμενα πώς και πώς να γυρίσω σπίτι, να ακούσω μουσική, να γράψω κομμάτια, να παίξω όλη την δισκογραφία των Beatles.
Πώς και διάλεξες τελικά το μπάσο; Κάποια στιγμή έπιασα το μπάσο και αυτό ήταν. Παράτησα την κιθάρα και αφοσιώθηκα σε αυτό. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή είναι silent partner. Είναι κάτι που μπορεί να μην καταλαβαίνεις τη θέση του με τη μία. Λειτουργεί κάπως «ύπουλα» μέσα στη μουσική. Δε «φωνάζει». Όταν όμως δεν είναι εκεί, το αντιλαμβάνεσαι.
Με το μπάσο απελευθερώθηκα. Είδα λίγο ότι είναι πιο μεγάλο στο φάσμα του. Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο. Αισθάνθηκα ότι με το μπάσο – αν και θα ακουστεί κάπως παράδοξο – ότι έχω μια μεγαλύτερη γκάμα. Ίσως πάλι μου ταίριαζε. Η μουσική που είχα αρχίσει να ακούω από νωρίς είχε πολύ το μπάσο μέσα. Και επειδή πέρασα κι από electroniψa, κι άλλα είδη αντίστοιχα, εκεί το μπάσο είναι πολύ σημαντικό. Επίσης πολλοί αγαπημένοι μου καλλιτέχνες ήταν μπασίστες και συνθέτες και τραγουδιστές, όπως ο Sting, o Paul McCartney, o Phil Lynott.
Και παίζεις μπάσο ενώ ταυτόχρονα τραγουδάς. Κομμάτι δύσκολο… Ναι, είναι. Όπως το να παίζεις ντραμς: μοιράζεις τον εγκέφαλό σου σε χίλια μέρη κι άλλο κάνουν τα πόδια, άλλο τα χέρια. Τέτοιο όργανο είναι και το μπάσο. Ακολουθεί τον ρυθμό. Μαζί με τα τύμπανα είναι η βάση και η δομή και πρέπει να είναι πολύ tight, ώστε όλο το υπόλοιπο να πατήσει πάνω εκεί. Συνδυάζεις αυτό που παίζεις με τα τύμπανα και την ίδια στιγμή ασχολείσαι με τη αυτό που θα βγει πιο πάνω: τη μελωδία, τη φωνή. Θες το τραγούδι να είναι ωραίο, να υπάρχει ισορροπία. Παιχνίδι εγκεφαλικό. Ωραία πρόκληση.
Πώς σου έρχεται η έμπνευση για κάποιο τραγούδι; Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να κινηθώ πιο στιχουργικά. Να βγει ένα σενάριο και μετά να το ντύσω. Μου φαίνεται πιο δημιουργικό να το γράψω και μετά να το βάλω σε μια ατμόσφαιρα. Να γράψω τις λέξεις, τους στοίχους και μετά τη μουσική. Είναι πολύ απελευθερωτικό εάν έχεις κάτι σημαντικό να πεις, εάν έχεις τον τρόπο να το πεις και να το περάσεις προς τα έξω στιχουργικά. Άλλες φορές ωστόσο απλά τζαμάρω και βγαίνει από τη μουσική.
Όταν ολοκληρώνεις έναν δίσκο ξέρεις ποιο κομμάτι θα «γράψει»; Ποια θα είναι η επιτυχία; Όχι. Θα είμαι ειλικρινής. Ποτέ δεν κατάφερα να προβλέψω αυτό που θα «γράψει» τελικά. Με έναν παράδοξο τρόπο, ποτέ δεν υπολόγισα σωστά ποια θα είναι τα κομμάτια που θα γίνουν δημοφιλή. Ποια θα παίξουν στο ραδιόφωνο και θα ακουστούν. Πέφτω πολύ έξω είναι η αλήθεια. Δεν με νοιάζει. Πλάκα έχει.
Αν μιλούσες με τον νεότερο εαυτό σου, τί θα του έλεγες ότι έχεις καταφέρει σήμερα; Κοίτα, το βασικότερο που έχω καταφέρει είναι να μπορώ να ζω από αυτό που αγαπώ. Αισθάνομαι πολύ τυχερός για αυτό το πράγμα. Φυσικά υπάρχει πάντοτε η σκέψη: πόσο καιρό θα μπορώ να το παίζω καλλιτέχνης; Και το παλεύω να παραμείνω. Να μην φτάσω να πω «το έκανες, οκ, δεν πήγε». Το φοβάμαι αυτό.
https://www.youtube.com/watch?v=ZhNPDrV5mDg
Τα πράγματα όμως πάνε πολύ καλά. Νέα δουλειά, νέο άλμπουμ και πια διεθνής πορεία. Σημαντική εξέλιξη, έτσι δεν είναι; Ναι σίγουρα. Είχα να βγάλω δουλειά από το 2014. Τελείωσα ένα δίσκο πριν περίπου έναν χρόνο. Πριν κάποιο καιρό καταλήξαμε σε μία δισκογραφική αγγλική, έτσι κάπως εκλεκτική. Είναι η Claremont 56, με έδρα στο Λονδίνο. Eίναι εταιρεία που δεν είναι τόσο μέσα σε αυτή τη φάση: ντόρος, facebook, προώθηση, κλπ. Bγάζει μόνο βινύλια και καλή μουσική.Και ξεκινήσαμε με ένα δωδεκάιντσο, για να συστηθώ και εγώ στην εταιρεία και να δούμε πως πάει.
Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μία πολύ σοβαρή εταιρεία. Ο Paul “Mudd” Murphy, το αφεντικό της, είναι αναμφίβολα ένας σημαντικός παραγωγός… Να, ο τύπος είναι κάπως taste maker. Είναι μέσα στα πράγματα: προτείνει καινούργιους ήχους και μουσικές, μέσα από το αναλογικό όχι το ψηφιακό. Τον ακολουθούν και άνθρωποι πιο σοβαροί. Γενικά μετράει η γνώμη του σε κάποιους κύκλους.
Πώς συναντηθήκατε; Στείλαμε τη δουλειά. Την άκουσε προσεκτικά. Του ταίριαξε. Ήμασταν τυχεροί. Κάτι είδε, το γουσταρε και μας απάντησε. Δεν τον έχουμε δει ακόμη. Δεν έχουμε συναντηθεί. Θα τον φέρουμε κάποια στιγμή να παίξουμε και μουσική μαζί. Θα πάρει λίγο χρόνο. Είναι αυτή η αναμονή.
Sillyboy’s Ghost Relatives? Γιατί όχι: Sillyboy and the Ghost Relatives; Ξέρεις, δεν ήθελα να είναι κάτι που θα θεωρηθεί ξέχωρο. Δεν ήθελα κάτι που θα είμαι εγώ κι αυτοί ως δύο ξεχωριστά πράγματα που ενώθηκαν και μπορεί κάποια στιγμή και να χωρίσουν. Από την άλλη, είχε αρχίσει και λίγο να με κουράζει το sillyboy. Εξέφραζε μία άλλη εποχή. Πιο παλιά. Τώρα δεν ξέρω εάν είναι τόσο sillyboy η φάση. Μεγαλώνω. Δεν είμαι πια ούτε τόσο silly, ούτε τόσο boy.
Το ghost relatives εκφράζει μία συνθήκη. Τα παιδιά είναι ghost relatives. Δεν είναι ότι είμαστε κολλητοί και κάθε ημέρα μαζί, αλλά υπάρχουν πράγματα βαθύτερα που μας ενώνουν. Πώς είναι όταν συναντάς κάποιους και αισθάνεσαι λες και τους ήξερες από πάντα; Υπάρχουν αυτές οι συγγένειες οι υπόγειες. Αόρατες αλλά υπαρκτές. Κι αυτό είναι κάτι, έχει μία αξία. Είναι μια συγγένεια που δεν έχει να κάνει με το αίμα, αλλά με το πνεύμα και την ψυχή. Όπως και ο δεσμός που γεννά η μουσική.
Επέλεξες ο τίτλος να είναι το όνομα της μπάντας; Ναι. Είναι κάπως σαν να μας συστήνω. Το συγκρότημα και τη δουλειά. Το έκαναν πιο πολύ παλιά αυτό. Να παιδιά: αυτή είναι η δουλειά μου τώρα. Αρχίστε να με ακούτε από εδώ και πέρα. Αφήστε λίγο τα προηγούμενα, τώρα είναι Sillyboy’s Ghost Relatives.
Αυτή τη δουλειά πώς θα την περιέγραφες; Soft rock. Εκεί μας κατατάσσουν και οι κριτικές. Elton John, Rod Stewart, Eagles. Είναι ευρύς όρος. Θα χωρούσε και τους Fleetwood Mac. Έχω μεγαλώσει με αυτή τη μουσική. Στο δίσκο βγάζω όλες αυτές τις καταβολές.
Tην ηχογράφηση του δίσκου την κάνατε live; Είναι η πρώτη δουλειά που την γράψαμε live με την μπάντα. Τη γράψαμε όλη στο στούντιοστον Kόκκινο Mύλο και ο βασικός κορμός γράφτηκε live. Δεν μπήκαμε στην κλασική διαδικασία ένας-ένας και μετά σύνθεση. Και ήταν ωραίο αυτό.
Tο βασικότερο που έχω καταφέρει είναι να μπορώ να ζω από αυτό που αγαπώ. Αισθάνομαι πολύ τυχερός για αυτό το πράγμα. Φυσικά υπάρχει πάντοτε η σκέψη: πόσο καιρό θα μπορώ να το παίζω καλλιτέχνης; Και το παλεύω να παραμείνω.
Πάμε και σε κάποια πιο εύκολα. Beatles ή Rolling Stones; Τότε Beatles, τώρα και Rolling Stones. Μου αρέσουν και οι Stones, αλλά είμαι κυρίως Beatles. Κάπως έχουν κάνει τα πάντα αυτοί. Μου άρεσε πολύ ο Χάρισον. Τρομερά θέματα, ασύλληπτος, φοβερός. Μου άρεσε το υπόγειο της φάσης του. Ο λιγότερο φωνακλάς. Εσωστρεφής.
Πέντε στιγμές της ζωής σου που θα ξεχώριζες;Το πρώτο μου live. Η μέρα που παράτησα τη δουλειά και αφιερώθηκα στη μουσική. Όταν πήρα τα πρώτα λεφτά, κάνοντας αυτό που αγαπώ. Η πρώτη μου δισκογραφική δουλειά. Όταν πήγα στον Κόκκινο Μύλο και είχα το στούντιο μέσα στο σπίτι. Αλλά περισσότερο από όλα το σήμερα, το τώρα. Έχω πάρα πολύ όρεξη να κάνω φουλ πράγματα, αισθάνομαι σαν παιδί.
Αρπάζει φωτιά η δισκοθήκη, προλαβαίνεις να σώσεις μόνον πέντε δίσκους. Ποιους θα γλίτωνες; John Martyn, Solid Air/ Wim Wenders, Road Music/ Gabriel Yard, L’Amant/ Pat Metheny, New Chautauqua/ Francis Lai, A Man and a Woman. Αυτούς τους δίσκους δεν θα τους βαρεθώ ποτέ. Όλα αυτά τα χρόνια θα τους βάζω να τους ακούω. Με εκφράζουν με έναν τρόπο απόλυτο.
Αρκετά σάουντρακ. Πώς κι έτσι; Μου αρέσει να με τοποθετεί σε έναν κόσμο η μουσική, να με βάζει σε μία ατμόσφαιρα, σε μία διάθεση. Να δημιουργεί χώρο. Το έχω με όλα αυτό. Μια ενδόμυχη ανάγκη σκηνογραφίας. Ακόμη κι αν κάτσω κάπου εδώ στο σαλόνι, θα ασχοληθώ πριν με τα φώτα: ποια θα ανάψω, ποια όχι, τι θα μείνει στη σκιά, τι θα φανεί.
Τα σχέδια για το μέλλον; Να ετοιμάσω την επόμενη δουλειά. Θέλω να βγει ο δίσκος και να ξεκινήσω τα live. Θέλω να χτυπήσω κάποια φεστιβάλ. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Να παίξουμε ας πούμε όπως πέρυσι στο Release, στο UP στην Αμοργό, στο Fengaros Festival στην Κύπρο. Να πάμε στο Λονδίνο να παρουσιάσουμε τη δουλειά κι εκεί.
Θέλω να ξεκινήσω, να ξαναβγώ. Στο ίδιο στυλ και χρώμα, αλλά πιο οργανικά πλέον, πιο μπάντα. Παρέα με τους αόρατους, φανταστικούς συγγενείς. Εκείνους που έχω μαζί μου και αυτούς που εύχομαι να συναντήσω.