Τα όσα άσχημα έχουν οι λίστες με τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς έχουν πια εξαντληθεί. Το ίδιο κουραστική είναι και η ατελείωτη διαδικασία αποδόμησής τους λες και πρέπει κάθε κείμενο να τελειώνει με την πρόταση «κατά την προσωπική μου γνώμη». Η ωραία φάση της blogovision (ακόμα κι αν είμαι πολύ τεμπέλης για να συμμετάσχω) μάλλον τα φουντώνει όλα αυτά σε βαθμό που τονίζεται και η αλαζονεία των νεαρών μουσικόφιλων που μιλούν για τα 80s με περίσσεια σιγουριά αλλά και όσων έχουν φτάσει ή περάσει τα δεύτερα –άντα (ή κατηφορίζουν με φόρα προς αυτά) και ψάχνουν ακόμα τα σπουδαία τραγούδια και δυσκολεύονται ακόμα και σήμερα να πιστέψουν ότι το «μπλιμπλίκι» ή ο πειραματισμός έχει ψυχή.
Το πλεονέκτημα μιας προσωπικής λίστας (μακριά απ’το πλαίσιο ενός εντύπου, site κτλ. που πρέπει να αποφύγει το πρόβλημα του αχταρμά) κρύβεται ακριβώς στο ότι περιγράφει τη μουσική χρονιά του καθενός γι’αυτό και παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ειδικότερα αυτές που δεν γνωρίζεις όλες τις επιλογές. Έτσι κι αλλιώς οι πραγματικοί δίσκοι της εκάστοτε χρονιάς κρίνονται με άλλα κριτήρια κι όσα κι αν πιστεύεις για την καταπληκτική τριλογία του Colin Stetson, το δίσκο του Steve Mason και του Donato Dozzy, το 2013 ήταν η χρονιά των Daft Punk, Arcade Fire, Arctic Monkeys, Savages κτλ. και έτσι θα περάσει στην ιστορία.
Φέτος, αν και συνήθως αφιερώνω τουλάχιστον 3-4 ημέρες για να φτιάξω τη λίστα με τους αγαπημένους μου δίσκους, δεν είχα τη ίδια διάθεση και απλοποίησα τη διαδικασία. Με τους πρώτους πέντε δίσκους να έχουν κλειδώσει εδώ και μήνες, οι υπόλοιποι δίσκοι επιλέχθηκαν με την απλή μέθοδο του play count που ποτέ δεν κάνει λάθος. Η αριθμητική διαφορά ακροάσεων στα υπόλοιπα format δεν έχει μεγάλη σημασία αφού έτσι κι αλλιώς κάπως έτσι αγοράζουμε τους -όλο και λιγότερους- δίσκους μας.
10
Tim Hecker – Virgins (Kranky)
Απ’τις μέρες που το αθηναϊκό κοινό τον έδιωχνε με τις κλωτσιές απ’τη σκηνή του Ρόδον γιατί ανυπομονούσε να δει τους Isis έχει περάσει πολύς καιρός (8 χρόνια αν θυμάμαι καλά). Έκτοτε έχει εξελιχθεί σε έναν απ’τους ελάχιστους πειραματιστές που τυγχάνει πλήρους αποδοχής από τη μερίδα του εγχώριου κοινού που δεν τρέφει και πολλές συμπάθειες στο συγκεκριμένο είδος μουσικής. Καθόλου τυχαίο γεγονός αφού ο Hecker με την τρίτη σερί καταπληκτική κυκλοφορία του (χωρίς να υπολογίζω τα εξαιρετικά outtakes του Ravedeath, 1972), αποδεικνύεται ένας απ’τους σπουδαιότερους παραγωγούς της εποχής του. Πηγαίνοντας κόντρα στο αφελές στερεότυπο που περιγράφει τους ambient/experimental μουσικούς (κι αντίστοιχα το κοινό τους) ως τύπους που αγαπάνε παράφορα τον Ταρκόφσκι και διαβάζουν μόνο ποίηση, ο Hecker ξεκίνησε ως techno dj πριν πέσει πάνω στους περιβόητους δίσκους του Aphex Twin και στραφεί σε αυτό το κομμάτι της ηλεκτρονικής μουσικής. Πολλά χρόνια μετά τις συνεργασίες του με την παρέα της Constellation (Καναδός κι αυτός), κυκλοφορεί ένα καταπληκτικό άλμπουμ στο οποίο χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ζωντανή ορχήστρα μουσικών. Με συνθετική βάση ένα πρώιμο harpsichord (φανταστείτε ένα σαντούρι) φτιάχνει μερικά απ’τα καλύτερα κομμάτια της καριέρας του (Live Room, Live Room Out) που είναι κρίμα να χαραμιστούν στα ηχεία ενός λάπτοπ.9
Tropic of Cancer – Restless Idylls (Blackest Ever Black)
Με τις ταχύτητες που «ακούμε» πλέον τους δίσκους, η Camella Lobo καθυστέρησε πάρα πολύ την κυκλοφορία του πρώτου της δίσκου, με αποτέλεσμα πολλοί απ’αυτούς που πάταγαν αμέσως το pre-order σε κάθε αναγγελία καινούργιου 12” να έχουν ήδη βαρεθεί τη ράθυμη και επαναλαμβανόμενη μουσική των Tropic of Cancer. Ο πληθυντικός μπαίνει μάλλον από συνήθεια αφού εδώ και αρκετό καιρό ο συμπαίκτης και σύζυγός της, Juan Mendez aka Silent Servant, έχει αποχωρήσει από το σχήμα, αφήνοντας το project εξ ολοκλήρου στα χέρια της. Παρόλο που η Lobo μοιάζει να είναι αρκετά ανασφαλής, δηλώνοντας πως τα καλύτερά της τραγούδια έχουν ήδη κυκλοφορήσει, το Restless Idylls δεν χρειάζεται βιρτουόζους της κιθάρας για αναδειχτεί αφού υπηρετεί πολύ πιστά την ατμόσφαιρα που ανέδειξε τη δημιουργό του σε σχεδόν καλτ περσόνα της dark wave σκηνής. Το ότι η εμφάνισή της στο Fuzz δεν ξέφυγε στο ελάχιστο απ’τις φτωχές επιδόσεις που έχουμε συνηθίσει από όλα τα σχήματα του είδους δεν σημαίνει και πάρα πολλά στην προκειμένη. Αν ήταν έτσι θα καίγαμε τους δίσκους των Soft Moon για να ζεσταθούμε.8
John Roberts – Fences (Dial)
Ο John Roberts, ως ο πρώτος Αμερικανός του ρόστερ της εμβληματικής Dial, έχει περικυκλωθεί από έναν μάλλον υπερβολικό hype που ξεκίνησε με την πρωτόγνωρη επιτυχία του Glass Eights. Στον καινούργιο του δίσκο φαίνεται πως αφήνει πολύ πίσω του το deep house και τα 4/4, αφαιρεί τα φυσικά όργανα που το έκαναν να ξεχωρίζει και φτιάχνει τα κομμάτια του με βάση τα samples που μάζευε τα τελευταία χρόνια κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Η electronica που φτιάχνει ο Roberts δεν είναι ούτε πρωτοποριακή και αμφιβάλλω αν μπορεί να χαρακτηριστεί και σημαντική το 2013 που ήταν γεμάτο πολλούς καλούς ηλεκτρονικούς δίσκους. Αλλά αρχής γενομένης με το highlight Blanket, υπάρχει μια απόλυτα γοητευτική 80s αισθητική που σε κρατάει καθηλωμένο στα περίπου σαράντα λεπτά του δίσκου. Το Fences παρουσιάζει τον Roberts ως πιο ολοκληρωμένο μουσικό απ’όσο πιστεύαμε αρχικά, ο οποίος ανά στιγμές φαίνεται σα να γράφει τραγούδια.7
Function – Incubation (Ostgut Ton)
Η διάλυση των Sandwell District φαίνεται πως έκανε καλό σε όλα τα μέλη της ομάδας. Ο Regis ανακατεύτηκε σε πάρα πολλά projects φέτος ενώ και η εταιρεία του, Downwards, είχε μια εξαιρετική χρονιά. Ο Silent Servant βοήθησε στην παραγωγή του καινούργιου δίσκου του Vatican Shadow, έστησε την Jealous God (με το Regis και τον James Ruskin), ενώ φαίνεται πως απελευθερώθηκε απ’το καλούπι της κολεκτίβας παραδίδοντας μερικά απ’τα καλύτερα online mixes του 2013. Προσωπικό κόλλημα το σετ του στο Outpost της Νέας Υόρκης όπου μέσα σε μισή ώρα μιξάρει Fairplay, Factory Floor και Nitzer Ebb για να φτάσει στην χαρακτηριστική βαθιά αναπνοή που χαρακτηρίζει το Modifier, ενός απ’τα πολλά highlight του Incubation. Ο David Sumner αν και φτιάχνει μουσική για περίπου δύο δεκαετίες κυκλοφορεί φέτος τον πρώτο του ολοκληρωμένο δίσκο, ο οποίος είναι ένας απολαυστικός straightforward techno δίσκος. Προς τιμήν του δεν παραδίδει μερικά ακόμα κομμάτια για να ταρακουνήσουν τους ημίγυμνους/ες Γερμανούς/ίδες στο διάσημο κλαμπ της δισκογραφικής του, αλλά παρουσιάζει έναν πλήρη δίσκο που δεν χορταίνεις να ακούς.Στην επόμενη σελίδα: η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται μέχρι την κορυφή.