Η Φυλή (Plemya) *****
Ουκρανία, Ολλανδία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Myroslav Slaboshpytskiy
Πρωταγωνιστούν: Grigoriy Fesenko, Yana Novikova, Rosa Babiy
Διάρκεια: 130’
Ένας νεαρός ξεκινά τη φοίτησή του σε ένα σχολείο κωφαλάλων. Αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, αυτό το σχολείο δεν είναι γεμάτο από καλοσυνάτα παιδιά που συνεργάζονται αρμονικά και δεμένα, αλλά αντιθέτως είναι η έδρα μιας συμμορίας που δρα με τακτικές μαφίας. Ο καινούριος θα προσπαθήσει να ανελιχθεί στα κλιμάκια αυτής της συμμορίας και, γρήγορα, θα αναλάβει τη θέση του μαστροπού. Ενός μαστροπού που θα ερωτευτεί την κοπέλα που εκδίδει, κάτι που θα δυσαρεστήσει το «αφεντικό» του. Μια ταινία που σάρωσε στα φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε και δικαίως, καθώς πρόκειται για ένα βίαιο, σιωπηλό αριστούργημα, στο οποίο κάθε ήχος αποκτά δευτερεύουσα σημασία και τα επί σκηνής δρώμενα έχουν τον κεντρικό ρόλο.
Ως πιτσιρικάς που προσπαθούσε να προκαλέσει με τις εκκεντρικές του απόψεις περί κινηματογράφου, ξεστόμιζα συχνά-πυκνά πως ο κινηματογράφος τέλειωσε από τη στιγμή που ο ήχος ήρθε και έκατσε σα βραχνάς στην έβδομη τέχνη. Μια άποψη ομολογουμένως ανόητη, μα πίσω από τη μεγαλοστομία της έκρυβε μια αλήθεια που με απασχολεί μέχρι και σήμερα: στην προσπάθειά του να φανεί πιο μάγκας, ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός στηρίζονται υπερβολικά πολύ στο ηχητικό κομμάτι της τέχνης τους και συχνά ξεχνούν τι σημαίνει σενάριο (όταν δεν το τιγκάρουν με εξυπνακίστικες ατάκες) ή σωματική ηθοποιία. Η Kyoko Kagawa σε μια συνέντευξή της είχε πει πως όταν συνεργαζόταν με τον Kenji Mizoguchi κατάλαβε πως ο ηθοποιός πρέπει πρωτίστως να παίζει με το σώμα του. Και αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα σε αρκετές περιπτώσεις του βωβού κινηματογράφου. Στη Μητρόπολη του Lang, στη σκηνή που ο Freder λέει στη Maria πως την αγαπά, κοιτάζοντας το πρόσωπό του, είσαι σίγουρος πως αυτός ο άνθρωπος αγαπά αυτή τη γυναίκα, άσχετα από το ότι δεν μπορείς να τον ακούσεις να το λέει. Κανένα μοντέρνο κινηματογραφικό «σ’ αγαπώ» δεν ακούγεται τόσο αληθινό όσο αυτό, όσο μεταφορικά και να διατυπωθεί.
Ο Myroslav Slaboshpytskiy, σκηνοθέτης της Φυλής, δείχνει να συμβαδίζει με αυτές τις απόψεις, χωρίς να επηρεάζεται από καμία παρελθοντολαγνεία ή διάθεση νοσταλγίας όπως κάποια πισωγυρίσματα/ντεμέκ φόροι τιμής στο βωβό κινηματογράφο που μας απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια, άλλοι με καλό (La Antena) και άλλοι με αδιάφορο (The Artist) τρόπο. Εδώ το θέμα δεν είναι η νοσταλγία που κάνει μια ταινία χωρίς προφορικούς διαλόγους να φαίνεται τόσο κοντινή στον πρώιμο κινηματογράφο, μα η ίδια η ατμόσφαιρά της. Οι πρωταγωνιστές της δείχνουν να μη νοιάζονται για τον ήχο, το βάδισμα, το θόρυβο και, αν στην αρχή δεν μπορείς να συνηθίσεις αυτή την εκκωφαντική και άβολη σιωπή, στη συνέχεια την αφουγκράζεσαι όπως σε κάποια θεωρούμενη κλασική ταινία των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Βλέπεις τους ηθοποιούς να παίζουν με το σώμα τους (δε γνωρίζω αν οι ίδιοι έχουν προβλήματα στην ακοή τους και ούτε θέλω να μάθω γιατί προτιμώ την αληθοφάνεια από το γκρέμισμα του μύθου) με έναν τρόπο απόλυτα φυσικό, να ανταλλάζουν βλέμματα που λένε αυτά που οι φωνητικές χορδές δε μπορούν να προφέρουν και, όταν τελικά έρχεται η ώρα να ουρλιάξουν, αυτή η κραυγή να ακούγεται σαν μια φυσική και απολύτως αναγκαία συνέχεια του χτισίματος που έχει προηγηθεί. Χωρίς, μάλιστα, να στηρίζεται σε σημεία όπως λέξεις ή φράσεις. Πρωτόγονες κραυγές-πρώιμος κινηματογράφος, ελπίζω να με καταλαβαίνετε. Ήδη από την αρχή της ταινίας, ο Slaboshpytskiy κάνει δήλωση εδάφους, η ταινία έχει ως εξής και δε νοείται υποτιτλισμός η ντουμπλάρισμα, τα συμφραζόμενα τα λένε όλα.
Έπειτα, αφού καλύψαμε το θέμα του ήχου, κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούμε στα υπόλοιπα προτερήματα της σκηνοθεσίας. Ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης στήνει τα κάδρα του, θυμίζει εν πολλοίς αρκετούς από τους «βαρείς κι ασήκωτους» σύγχρονους συναδέλφους του, όπως επί παραδείγματι ο Haneke ή ο Tarr (στη χρήση των μονοπλάνων αποκλειστικά), με τη μουντάδα των χρωμάτων τους και τη ρεαλιστική απεικόνιση της σύγχρονης βιαιότητας. Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς πως, αν η σκηνοθεσία δεν ήταν όπως είναι, θα επρόκειτο για μια σχηματικότατη πλοκή, για άλλη μια ταινία σε σχέση με τη νεανική βία ή τις επιπτώσεις της ζωής στη σκιά του υποκόσμου, ή να προέβαιναν ακόμα και σε κακεντρέχειες του τύπου «θολοκουλτούρα από έναν άνθρωπο που δε μπορεί να γράψει διαλόγους και το παίζει εναλλακτικός». Θεωρώ και τα δύο επιχειρήματα άτοπα, όχι επειδή μου άρεσε η ταινία, μα επειδή είναι ένα ισχυρότατο παράδειγμα για το ότι ένα σενάριο, μια υπόθεση, δεν χρειάζεται να είναι σώνει και ντε πληθωρική ή περίπλοκη για να δημιουργηθεί κάτι δυνατό. Ματιά χρειάζεται και τεχνογνωσία.
Και στο κάτω-κάτω, φτάνουμε και στο συνολικό επιμύθιο της ταινίας που καταρρίπτει τον κινηματογραφικό ρατσισμό κατά των ατόμων που όλοι εμείς οι «υγιείς» δεχόμαστε υποκριτικά ως ευαισθησία. Δείχνει πως η βία ριζώνει ακόμα και σε αυτά τα ανθρώπινα στρώματα. Ξεχνάμε πως οι πρωταγωνιστές υποφέρουν από κάποια βιολογική αδυναμία και τους δεχόμαστε ως άτομα που μεταξύ ημών και αυτών δεν υπάρχει καμία διαφορά. Διακατεχόμαστε από τα ίδια πάθη, τις ίδιες μανίες, το ίδιο στρίψιμο της βίδας. Απλά εμείς έχουμε μια περιττή έγνοια στις καθημερινές μας πράξεις, την οποία αυτοί την εκμεταλλεύονται ως προσόν και συνεχίζουν τη ζωή τους με το σοκαριστικό μονοπάτι που προβάλλεται εδώ. Μια ταινία απείρως πιο συνειδητοποιημένη από κάθε γλυκανάλατη απόπειρα που θεωρεί a priori λεπτό το ζήτημα που πραγματεύεται και προσπαθεί να φανεί ευαίσθητη. Και αυτό, εν τέλει, της δίνει το συγκλονιστικό της επιμύθιο και την οδηγεί στο αριστούργημα.
Χρειάζεται να ξέρετε νοηματική για να την παρακολουθήσετε; Όχι, θα τα καταλάβετε όλα. Χρειάζεται γερά νεύρα για να την παρακολουθήσετε; Απολύτως, το στομάχι και του πιο σκληροτράχηλου θα γυρίσει ανάποδα. Ευχηθείτε, μόνο, να μην υπάρξουν ενοχλητικοί ομιλούντες στην αίθουσα, γιατί κανένας διάλογος δε θα μπορέσει να κρύψει τους διαλόγους τους. Και μετά την έξοδο από την αίθουσα, σας προειδοποιώ, κάθε ήχος θα φτάνει στα αυτιά σας ως θόρυβος.
Για Πάντα *****
Ελλάδα, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Μαντά
Πρωταγωνιστούν: Άννα Μάσχα, Κώστας Φιλίππογλου
Διάρκεια: 87’
Κώστας και Άννα, δύο μοναχικές ψυχές που χάνονται στο θόρυβο της Αθήνας και κάθε μέρα οι ζωές τους διασταυρώνονται. Δύο άνθρωποι που, ενώ καθημερινά έχουν την ευκαιρία (καθώς ο Κώστας είναι οδηγός του Ηλεκτρικού και η Άννα επιβάτης), δεν βρίσκουν το θάρρος να έρθουν σε επαφή. Η μηχανική τους ζωή θα σπάσει όταν τελικά η απόφαση παρθεί και ο Κώστας, μετά από ένα συμβάν που αλλάζει τη ζωή του, κάνει τη μεγάλη κίνηση. Μαθήτρια του Αγγελόπουλου, η Μαργαρίτα Μαντά χτίζει μια μεσαίων ταχυτήτων ιστορία για τις μοναχικές ψυχές των μεγαλουπόλεων με μεράκι και πανέμορφη, γκρίζα εικονοπλασία και, ορθά, αφήνει το μελόδραμα να αναπτυχθεί φυσικά αντί να το βιάσει. Συμπαθέστατο.
Ο Άνθρωπος από τη Μασσαλία (La French) *****
Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Cédric Jimenez
Πρωταγωνιστούν: Jean Dujardin, Gilles Lellouche, Céline Sallette
Διάρκεια: 135’
Τη δεκαετία του ’70, η Μασσαλία ήταν η κυρίαρχη δύναμη στη διακίνηση ναρκωτικών της Ευρώπης και ο κύριος «έμπορος» προς την Αμερική. Προσπαθώντας να καταστείλει το κύκλωμα που ευθύνεται για τη συγκεκριμένη κατάσταση (γνωστό και ως French Connection), ο δικαστικός Pierre Michel ξεκινά την καταδίωξη του κυκλώματος και, πιο συγκεκριμένα, του βαρόνου Tany Zampa. Τυπικότατη περιπέτεια που δεν ξεφεύγει ούτε λεπτό από τα καθιερωμένα, μα κυλά ρευστά και στηρίζεται σε δύο χορταστικές κεντρικές ερμηνείες.
Η Θεωρία των Πάντων (The Theory of Everything) **1/2***
Ηνωμένο Βασίλειο, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: James Marsh
Πρωταγωνιστούν: Eddie Redmayne, Felicity Jones, Tom Prior
Διάρκεια: 123’
Ο Stephen Hawking δεν είναι μόνο ένα μεγάλο μυαλό που άνοιξε νέες οδούς στο πως αντιλαμβάνεται η επιστήμη τον κόσμο που μας περιβάλλει. Είναι και ένας άνθρωπος που πάλεψε με το πρόβλημα που τον κατέβαλλε σωματικά και συναισθηματικά στην οικογενειακή του ζωή. Η γυναίκα του με τον καιρό άρχισε να καταλαβαίνει τη δυσκολία που συνεπάγεται ο γάμος της με τον ίδιο και μαζί κλήθηκαν να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τα πράγματα. Τι συνέβη πραγματικά εντός των κλεισμένων θυρών; Ως βιογραφία αποτυγχάνει να δείξει το μεγαλείο του νου του υπό εξέτασιν προσώπου και αφιερώνεται περισσότερο στη ρομαντική πλευρά της ζωής του. Ως μελόδραμα ναι, τα καταφέρνει, μα δεν είναι αυτό το ζητούμενό της. Ας όψεται η εκπληκτική ερμηνεία του Eddie Redmayne.
Ο κύριος Μόρντεκαϊ (Mortdecai) *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: David Koepp
Πρωταγωνιστούν: Johnny Depp, Gwyneth Paltrow, Ewan McGregor
Διάρκεια: 106’
Ο εκκεντρικός έμπορος τέχνης Charles Mortdecai ταξιδεύει ανά τον κόσμο για να αποκτήσει το Ιερό Δισκοπότηρο των συλλεκτών: ένα πίνακα που θρυλείται πως περιέχει οδηγίες για την εύρεση του κρυμμένου θησαυρού των ναζί. Φυσικά δεν είναι μόνος του σε αυτόν τον παγκόσμιο μαραθώνιο, καθώς, πέρα από τη σύζυγό του που τον συνοδεύει, στο κατόπι του βρίσκονται οι Ρώσοι, οι Βρετανοί και ένας τρομοκράτης. Κάκιστη εμφάνιση από τον μάστορα του αναμασήματος, Johnny Depp, ανάλατα αστεία και υπερβολικά μεγάλη διάρκεια. Αποφύγετέ το.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα 2: Άγγελος Θανάτου (The Woman in Black 2 Angel of Death) 1/2*****
ΗΠΑ, Καναδάς, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Tom Harper
Πρωταγωνιστούν: Helen McCrory, Jeremy Irvine, Phoebe Fox
Διάρκεια: 98’
Μία ομάδα ανθρώπων, αποτελούμενη κυρίως από φυγαδευμένα παιδιά του Λονδίνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με υπεύθυνους για την επιβίωσή τους δύο ενήλικες που έζησαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας τη ναζιστική απειλή, φτάνει στην έπαυλη του Eel Marsh. Η άφιξή τους στο εγκαταλελειμμένο σπίτι δε θα είναι τόσο ανακουφιστική όσο περίμεναν, καθώς το πνεύμα που στοιχειώνει το σπίτι ξυπνά και βγαίνει παγανιά. Αν το πρώτο μέρος ήταν ναι μεν ατμοσφαιρικότατο αλλά απλώς συμπαθές, το δεύτερο είναι ένα μη αναγκαίο έκτρωμα που ουδεμία σχέση έχει με τους συντελεστές του πρώτου. Αρπαχτή; Προφανώς. Ήμαρτον.