Η περιπέτεια της γραφής, η μανία για την ανάγνωση και τη λογοτεχνία, η ανάγκη της αφήγησης και το πάθος της εξιστόρησης και βέβαια η λατρεία για τα βιβλία, αυτές τις χάρτινες κιβωτούς της γνώσης, έχουν μια μακρά και συναρπαστική ιστορία, με το βιβλίο να αποτελεί -δίχως άλλο- την προέκταση της μνήμης και της φαντασίας του ανθρώπου.
Πάντως, εάν σήμερα η αξία της γραφής μοιάζει αδιαμφισβήτητη, δεν ήταν πάντα έτσι. Οι αρχαίοι Έλληνες, για παράδειγμα, δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα κείμενα – τα θεωρούσαν υποκατάστατα του προφορικού λόγου. Άλλωστε, όλες οι διδασκαλίες ήταν προφορικές: Ο προφορικός λόγος έχει κάτι «φτερωτό και ιερό» έλεγε ο Πλάτων.
Υπάρχει μία μάλλον λησμονημένη προφορική παράδοση η οποία προηγήθηκε της γραφής. Μια ολόκληρη εποχή όπου η αφήγηση, η ποίηση, οι θρησκευτικές και οι μαγικές γνώσεις μεταδίδονταν προφορικά πολύ πριν η διαπροσωπική εκφορά του λόγου δώσει τη θέση της στον κόσμο των χειρογράφων, των τεράστιων βιβλιοθηκών και της σιωπηλής ανάγνωσης.
Η ιστορία της γραφής άρχισε αρκετά πιο νωρίς από εκείνη του βιβλίου -πριν από χιλιάδες χρόνια- με την πέτρα, τον πηλό, τον πάπυρο, την περγαμηνή, το χαρτί, το πινέλο και την πένα να είναι κατά καιρούς τα εργαλεία εκείνα που θα αποκρυστάλλωναν την ανθρώπινη σκέψη και τα συναισθήματα.
Τα πρώτα σχέδια που χάραξαν οι πρωτόγονοι σε βράχους σπηλαίων ήταν εκείνα που προηγήθηκαν της γραφής. Στην αρχή το νόημα των γραφικών αναπαραστάσεων -ή αλλιώς εικονογραφημάτων- ήταν προφανές: Τα σκαλισμένα σχέδια ήταν κατανοητά από όλους. Με αυτόν τον τύπο γραφής, όμως, μπορούσαν να μεταδίδουν μόνο στοιχειώδεις πληροφορίες.
Τα χρόνια πέρασαν και οι εικόνες έγιναν σύμβολα που έπρεπε να αποκρυπτογραφηθούν. Έτσι, για πρώτη φορά η κατανόηση των συμβόλων μετατράπηκε πλέον σε αποκλειστικό προνόμιο μιας μειοψηφίας εκλεκτών και χρειάστηκε να ιδρυθούν σχολές όπου διδάσκονταν τα μυστικά της γραφής και της ανάγνωσης.
Όσο για τη γραφή στο δυτικό κόσμο, εξελίχτηκε περνώντας μέσα από ποικίλα στάδια για να δημιουργηθούν προοδευτικά οι κατάλληλες συνθήκες για μία διεξοδική καταγραφή της σκέψης, της ιστορίας, των μύθων, των ιδεών, ενώ με την πάροδο του χρόνου έγινε αντιληπτή η αξία της αντιγραφής των κειμένων, της αναπαραγωγής δηλαδή και της συντήρησης της γνώσης.
Οι Ευρωπαίοι, κυρίως, αντιγράφανε -στα μοναστήρια ή στα αυτοκρατορικά εργαστήρια- με το χέρι: ώρες, μήνες, χρόνια για ένα βιβλίο. Και, βέβαια, τα βιβλία ήταν λίγα και ακριβά. Ώσπου, ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος εφηύρε -τον 13ο αιώνα- την τυπογραφία. Τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο.
Αρχίζει η άνθιση των βιβλίων και των βιβλιοθηκών, η γνώση παύει να είναι δυσπρόσιτη και αποκαλύπτει πλέον στους κάθε λογής αναγνώστες ένα-ένα τα μυστικά της. Έκτοτε, οι βιβλιοθήκες θα γίνουν, στο συλλογικό υποσυνείδητο, χώροι μυθικοί μιας συσσωρευμένης -και ενίοτε απόκρυφης- γνώσης ενώ το βιβλίο θα αποκτήσει, με τη σειρά του, φανατικούς φίλους. Κάπως έτσι θα προέκυπτε -με την πάροδο του χρόνου- η βιβλιομανία.
Βιβλιομανής χαρακτηρίζεται είτε ο μανιώδης συλλέκτης βιβλίων, είτε ο -εξίσου- μανιώδης αναγνώστης. Εδώ δεν πρόκειται για την απλή και συνήθη βιβλιοφιλία, αλλά για την περίπτωση μιας επίμονης ενασχόλησης με τα βιβλία και εν τέλει μιας εμμονής που κατατρέχει όποιον έχει κυριευτεί από αυτήν.
Εάν κάποιος θεωρεί υπερβολικό τον όρο «βιβλιομανία» αρκεί μόνο η επισήμανση ότι το πάθος για την απόκτηση ενός βιβλίου, μιας σπάνιας έκδοσης, ο πόθος του συλλέκτη, έχει οδηγήσει ουκ ολίγες φορές σε ακραίες πρακτικές που περιλαμβάνουν την κλοπή και -σπανιότερα- τον φόνο.
Υπάρχει ένα συναρπαστικό κείμενο του Γκυστάβ Φλωμπέρ (1821- 1880) με τίτλο «Bιβλιομανία» – ένα εξαιρετικό δείγμα νεανικής γραφής του σπουδαίου συγγραφέα με θέμα αυτήν την εξάρτηση. Το έργο βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Iσπανού μοναχού δον Bισέντε, φύλακα μοναστηριακής βιβλιοθήκης, ο οποίος διέπραξε οκτώ φόνους την δεκαετία του 1830, οδηγημένος από την εμμονή του για τα βιβλία.
Μάλιστα, ο Φλωμπέρ περιγράφει την σχέση του μοναχού με τα βιβλία, την αγάπη του για τη μυρωδιά τους, την ιερή σκόνη, το σχήμα, τον τίτλο, την αινιγματική τους υπόσταση. Όταν ο δον Bισέντε -λίγο πριν καταδικαστεί σε θάνατο- ρωτήθηκε στο δικαστήριο εάν μετάνιωσε για τις δολοφονίες που είχε διαπράξει, απάντησε: «Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποτε, αλλά τα καλά βιβλία πρέπει να διατηρηθούν».
Σύμφωνα με μία κάπως παράδοξη ρήση του Μαλαρμέ «ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο». Αυτή ακριβώς η σχέση του κόσμου με το βιβλίο, της πραγματικότητας με τον μύθο, δεν έπαψε ποτέ να εξάπτει. Είναι το ατέρμονο παιχνίδι των πολλαπλών αντανακλάσεων ανάμεσα σε δύο κάτοπτρα: Το υπαρκτό και το επινοημένο, τη μνήμη και τη φαντασία. Από ’κει και πέρα, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις απεικονίσεις της είναι -ούτως ή άλλως- δυσδιάκριτα.
Αυτήν τη σαγήνη της αινιγματικής φύσης της γραφής, των απροσμέτρητων και συχνά αδιανόητων δυνατοτήτων της, την συγκεχυμένη και περίπλοκη επαφή της με την πραγματικότητα, την αδιευκρίνιστη σχέση του αναγνώστη με τα βιβλία και τα κρυμμένα νοήματά τους, αναδεικνύει ποικιλοτρόπως -πότε άμεσα και κυριολεκτικά, πότε έμμεσα και υπαινικτικά- το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» – ένα κατεξοχήν βιβλίο για τα βιβλία.
Ο Νίκος Μπακουνάκης πιάνει το νήμα από την αρχή: Πώς ένας έφηβος ανακαλύπτει το βιβλίο και την ανάγνωση; Πώς περνάει από τα κόμικς στον Καμύ; Πώς αποκτά αναγνωστική και βιβλιοφιλική εμπειρία; Πώς μπαίνει -έστω τυχαία- στη δημοσιογραφία; Και πώς, το 1997, δημιουργεί το πρώτο ένθετο για «Βιβλία» στον ελληνικό Τύπο; Πρόκειται για μια αυτοβιογραφική αφήγηση, με στοιχεία λογοτεχνικής δημοσιογραφίας, κριτικού δοκιμίου και ιστορίας των ΜΜΕ, που καλύπτει μια περίοδο σαράντα ετών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα.
Η Πάτρα, η Αθήνα, το Παρίσι είναι οι χώροι δράσης του ήρωα-αφηγητή. Στο φόντο, εκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, συναντήσεις με αξιομνημόνευτους ανθρώπους, εφημερίδες, βιβλιοπωλεία, μπαρ, διαμάχες και αντιπαραθέσεις, απογοητεύσεις και επιτυχίες, διαψεύσεις και χρεοκοπίες. Πίσω από όλα αυτά, όμως, βρίσκεται πάντα η ακατάλυτη σχέση γραφής και ανάγνωσης.
Νίκος Μπακουνάκης
«Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο»
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 350
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο με τίτλο «Πώς γίνεσαι» αποτελεί την ιστορία ενηλικίωσης του συγγραφέα, με τις παιδικές αναμνήσεις και τις αναφορές στο οικογενειακό του περιβάλλον, στην αρχική επαφή με τα βιβλία, εκείνα τα πρώτα διαβάσματα, στις σπουδές, στην ενασχόληση με τη δημοσιογραφία και στην είσοδο στον Οργανισμό Λαμπράκη, αλλά και στη γέννηση της ιδέας για το ένθετο «Βιβλία».
Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Ποιος ήταν», αναφέρεται στον Λαμπράκη από την οπτική του γωνία ως άμεσου συνεργάτη του, καθώς και το γενικότερο περιβάλλον της εφημερίδας «Βήμα» – από την απόλυτη ακμή μέχρι την παρακμή και την πτώση. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος με τίτλο «Τι είναι», μας αφηγείται την ιστορία της δημιουργίας του πρώτου ενθέτου στην Ελλάδα για το βιβλίο που έβγαινε με το «Βήμα της Κυριακής» και του οποίου για χρόνια είχε την αρχισυνταξία: τα «Βιβλία».
Το βιβλίο αν και προσεκτικά δομημένο, παρεκκλίνει συχνά στη βάση ακτινωτών συνειρμών που περιλαμβάνουν αναφορές σε ποικίλα βιβλία και συγγραφείς αναδύοντας την ουσία της βιβλιοφιλίας, τη σχέση με το έργο σημαντικών συγγραφέων, την διακειμενικότητα, τις γνωριμίες, τους εκδοτικούς οίκους, τις εκδόσεις, τα βιβλιοπωλεία, το σινάφι, φυσικά, και τις ιδιαιτερότητές του.
Πάνω απ’ όλα, όμως, το «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» είναι ένα βιβλίο-φόρος τιμής σε όλους εκείνους που λατρεύουν τα βιβλία, τα μυστικά τους νοήματα, την υπόγεια σχέση που με έναν μαγικό τρόπο τα ενώνει. Αλλά είναι, επίσης, και μία εξαιρετική προσωπική μαρτυρία-ντοκουμέντο για ολόκληρο τον κόσμο του βιβλίου «εκ των έσω» – δηλαδή, όπως, πραγματικά είναι…
Ελευθερία Κυρίμη
«Καλό σημάδι»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 320
Η νεαρή δημοσιογράφος Ηλέκτρα Μακρή φτάνει στον Κόχυλα, ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της μέσα Μάνης για το αφιέρωμα στο βραβευμένο αρχοντικό που λειτουργεί ως πολυτελές ξενοδοχείο. Η ξενάγηση στο μικρό Μουσείο από τους ιδιοκτήτες, οι κουβέντες του καφετζή στην πλατεία και κυρίως η απρόσμενη συνάντηση με μια παράξενη γριά, της γεννούν υποψίες πως πίσω από την τουριστική βιτρίνα κρύβεται το σκοτεινό παρελθόν όχι μόνο του αρχοντικού αλλά και ολόκληρης της περιοχής. Προσπαθώντας να ξεμπλέξει το κουβάρι από θαμμένα μυστικά, τα νήματα θα την οδηγήσουν σε διαπλεκόμενους τοπικούς παράγοντες, αριβίστες πολιτικούς, παραστρατιωτικές ομάδες της εποχής του Εμφυλίου και έναν νέο άνθρωπο που κουβαλά από τα γεννοφάσκια του το βάρος του χρέους προς τον αδικοχαμένο. Πολλές δεκαετίες πίσω ένα άλλο κορίτσι με καταγωγή από την Κάσο, η Μαρίκα από την Ισμαηλία της Αιγύπτου, παντρεύεται με προξενιό τον γιο ενός εύπορου μεγαλέμπορου από τον Κόχυλα. Μετά τον γάμο θα ζήσουν στο χωριό και θα φτιάξουν μια μεγάλη οικογένεια σε ένα σπίτι που το δέρνουν τα κύματα. Δυο νεαρές γυναίκες, διαφορετικές εποχές, ίδιος τόπος, παράλληλες πορείες. Ανάμεσα στις πέτρες και τα φρύγανα της άνυδρης γης οι πληγές χάσκουν ακόμη ανοικτές. Θα καταφέρει να τις διακρίνει μια λαβωμένη ματιά; Θα μπορέσει ένα συνηθισμένο επαγγελματικό ταξίδι να γίνει ταξίδι αυτογνωσίας;
Toni Morrison
«Το τραγούδι του Σόλομον»
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Σελίδες: 504
Το Τραγούδι του Σόλομον είναι ένα μυθιστόρημα τεράστιας ομορφιάς και δύναμης για έναν μαγικό κόσμο τεσσάρων γενεών Αφροαμερικανών: ο Μίλκμαν Ντεντ, γόνος της πλουσιότερης μαύρης οικογένειας κάποιας πόλης των μεσοδυτικών ΗΠΑ, γεννιέται την ώρα που ένας εκκεντρικός γείτονας, στη μάταιη προσπάθειά του να πετάξει, πέφτει από μια στέγη και σκοτώνεται. Η άτυχη αυτή πτήση θα στοιχειώσει τη ζωή του, καθώς ο Μίλκμαν μεγαλώνει σε ένα σπίτι στοιχειωμένο από τον θάνατο, αλλά και από την απληστία του πατέρα του, παρέα με τις σιωπηλές αδελφές του και την παράξενα παθητική μητέρα του. Καθώς ο Μίλκμαν θα ταξιδεύει αναζητώντας τις ρίζες του, η Μόρισον θα μας εισάγει ολοένα και πιο βαθιά στον πολύπλοκο και αντιφατικό κόσμο των Αφροαμερικανών της μεταπολεμικής Αμερικής, έναν κόσμο όπου συμβιώνουν άνθρωποι του μόχθου και προφήτες, επαναστάτες και συμβιβασμένοι, ψεύτες και δολοφόνοι, άγιοι και δαίμονες. Ένα ταξίδι μύησης και ενηλικίωσης, γραμμένο με την τόλμη ενός Σολ Μπέλοου ή ενός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αλλά πάνω απ’ όλα με την καταπληκτική, λυρική πένα μιας μεγάλης νομπελίστριας.
Δημήτρης Κόκορης
«Ο Καζαντζάκης ως ποιητής»
Εκδόσεις: Πεδίο
Σελίδες: 288
Στόχος του βιβλίου είναι η μελέτη των ποιητικών έργων του Καζαντζάκη ως σταδίων της εξελικτικής συγγραφικής του πορείας, ποιητικών έργων που εντάσσονται στο γενικότερο ιστορικοκοινωνικό και γραμματολογικό πλαίσιο και τα οποία εξετάζονται ως προς τη ρυθμολογική τους υφή, τη φιλοσοφική τους διάσταση και την κριτική τους πρόσληψη. Η διαρκής δίψα του Καζαντζάκη για στέρεες απαντήσεις στα μείζονα υπαρξιακά ερωτήματα τον οδηγούσε σε προσωρινή υιοθέτηση μεσσιανικών φιλοσοφικών και βιοθεωρητικών μορφωμάτων. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή υπήρξε διανοητικός συγγραφέας, που σε όλη του την πορεία αναζητούσε φιλοσοφικές διόδους για να διοχετεύσει τη λογοτεχνική του πνοή, ανέπτυσσε την καλλιτεχνική του έκφραση προσαρμοσμένη πάντα σε έλλογους άξονες, και αυτό το στοιχείο σφράγισε και την ποιητική του παραγωγή.
William H. McNeill
«Λαοί και επιδημίες»
Μετάφραση: Γιάννης Βογιατζής
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Σελίδες: 344
Όταν πρωτοεκδόθηκε το «Λαοί και επιδημίες» έγινε αμέσως μπεστ σέλερ, γιατί κατάφερνε -όπως τα περισσότερα από τα βιβλία ιστορίας του McNeill- να ερμηνεύσει την εξέλιξη της ανθρωπότητας υπό ένα νέο πλαίσιο: στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό τον αντίκτυπο των μολυσματικών ασθενειών σε λαούς και πολιτισμούς. Από την ευλογιά, που λύγισε τους αυτόχθονες κατοίκους της Αμερικής, μέχρι το σαρωτικό χτύπημα της βουβωνικής πανώλης στην Κίνα και τις ανατροπές που έφερε η εμφάνιση του AIDS στη Δύση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο McNeill παρακολουθεί τον αντίκτυπο των επιδημιών ως εναλλακτικών οπλικών συστημάτων: η αρρώστια μπορεί πολλές φορές να λυγίσει πολιτισμούς που δεν τους λυγίζουν ούτε τα όπλα. Ο McNeill παραδίδει ένα ακόμα συναρπαστικό, διαφωτιστικό και προκλητικό και προφανώς επίκαιρο επιστημονικό ιστορικό θρίλερ.