Το status του μυθιστορήματος Η Καρδερίνα της Ντόνα Ταρτ στην ποπ κουλτούρα δεν ορίζεται μόνο από τη βράβευσή του με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας το 2014, αλλά και από τη θέση που κατέχει στην ακόμα υψηλότερου προφίλ λίστα με τα «Βιβλία Που Οι Περισσότεροι Προσποιούνται Ότι Έχουν Διαβάσει Ολόκληρα».
Όσοι ένιωσαν ότι δοκιμάζονταν από το μικρό αμόνι που κρατούσαν στα χέρια τους και το εγκατέλειψαν για μια Φεράντε ή το The Subtle Art Of Not Giving A F*** (τον Αλχημιστή της γενιάς μας), μπορεί να δεχτούν τα νέα της αναπόφευκτης μεταφοράς του βιβλίου στο σινεμά με ευχαρίστηση και ανακούφιση, ελπίζοντας ότι θα δώσει τέλος στην πολυετή πολιτιστική πλάνη που έχουν πλέξει εις βάρος φίλων και γνωστών τους.
Δυστυχώς, όμως, τα νέα για την ταινία του Τζον Κρόουλι, σκηνοθέτη του αξιοπρεπούς Μπρούκλιν, είναι άσχημα και με απογοήτευση αναφέρουμε ότι η παρακολούθησή της θα κάνει ακόμα και το φανατικότερο Καρδερινο-αποστάτη να νοσταλγεί τα αποσπάσματα στα οποία ο νεαρός ήρωας Θίο Ντέκερ επιδίδεται σε άλλη μια Λυπημένη Βόλτα.
Ας δούμε με τον τρόπο που δίδαξαν οι New Kids On The Block (= step by step) γιατί η κινηματογραφική Καρδερίνα δεν κελάηδησε:
Η πιο αλλοπρόσαλλη αφηγηματική επιλογή ever
Η ιστορία της Καρδερίνας ξεκινά όταν ο 11χρονος Θίο (Όουκς Φέγκλι) υιοθετείται προσωρινά από μια πλούσια οικογένεια στο Μανχάταν, με επικεφαλής την κυρία Μπαρμπούρ (Νικόλ Κίντμαν). Ο Θίο έχει μόλις χάσει τη μητέρα του σε μια απροσδιόριστη τραγωδία, που αποκαλύπτεται στο θεατή αποσπασματικά και σταδιακά, μέσα από σκονισμένα φλασμπάκ. Κατά τη διάρκεια του χρονικού πινγκ πονγκ της ταινίας, που συναντά τον Θίο ως παιδί και ως ενήλικα (Άνσελ Έλγκορτ), σχηματίζεται η πλήρης εικόνα των συνθηκών του θανάτου της: ήταν ένα από τα θύματα μιας έκρηξης βόμβας στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το οποίο είχε επισκεφτεί μαζί με το γιο της εκείνη τη μέρα. Μέσα στο σοκ και τον αποπροσανατολισμό του, και ακολουθώντας την προτροπή ενός ετοιμοθάνατου αγνώστου, ο Θίο κλέβει από το μουσείο τον πίνακα Η Καρδερίνα, ένα αντικείμενο που αποτελεί ταυτόχρονα παρηγοριά και βαρίδι για τα επόμενα χρόνια της ζωής του, σε μεγάλο βαθμό γιατί ο Θίο δεν έριξε ποτέ μια ματιά στην Υπόθεση Τόμας Κράουν για να μάθει ότι μπορείς να είσαι κλέφτης έργων τέχνης ΚΑΙ να κάνεις hot sex για να γεμίσεις το εσωτερικό σου κενό. Η απόφαση της ταινίας να πετσοκόψει το καθοριστικής σημασίας (συναισθηματικά και, γιατί όχι, κινηματογραφικά) γεγονός της έκρηξης και να το σερβίρει στο θεατή σαν υπαινιγμό και όχι σαν μια τεράστια καταστροφή που στιγματίζει ανεπανόρθωτα την ύπαρξη του Θίο είναι το κυριότερο και το πιο ανεξήγητο στραβοπάτημα αυτής της μεταφοράς, που πριν καν ξεκινήσει να γυρίζεται είχε να αντιμετωπίσει την πρόκληση της συμπύκνωσης του έργου της Ταρτ με τρόπο που να λειτουργεί στη μεγάλη οθόνη.
Αυτός ο πρωταγωνιστής
Το dreamcasting της ταινίας είχε ξεκινήσει στο Ίντερνετ πολύ πριν πέσουν οι υπογραφές των συντελεστών και ενώ θα δείξουμε κατανόηση για το γεγονός ότι η αυτονόητη εξίσωση Μπόρις = Άνταμ Ντράιβερ είναι ανέφικτη (ο τύπος σηκώνεται από το κρεβάτι μόνο για Σκορσέζε και πάνω, αλλά θα ήταν ιδανικός ως ο Ρώσος φίλος που μυεί τον Θίο στα ναρκωτικά, όταν ο μικρός μετακομίζει στο Λας Βέγκας με τον πατέρα του και την white trash φιλενάδα του, που υποδύονται ο Λουκ Γουίλσον και η Σάρα Πόλσον αντίστοιχα), η παρουσία του Άνσελ Έλγκορτ στερεί την ταινία από μια δυνατή ερμηνεία που θα μπορούσε να προσγειώσει το μετέωρο δράμα του Θίο. Ο Έλγκορτ, μια ρουφήχτρα χαρίσματος που είναι και DJ εκτός από ηθοποιός ενώ υπάρχει χώρος μόνο για έναν σταρ να έχει αυτές τις ιδιότητες αναίμακτα, έχει σίγουρα την καλύτερη ομάδα στο Χόλιγουντ: χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο πέρασε από το Λάθος Αστέρι στο Baby Driver στο ριμέικ του West Side Story του Σπίλμπεργκ, κάνοντας και μια στάση από την τελική τριάδα του Μπαζ Λούρμαν για το biopic του Έλβις Πρίσλεϊ (ευτυχώς ο ρόλος πήγε στον Όστιν Μπάτλερ του Κάποτε στο Χόλιγουντ). Σε αυτό το σημείο, δεν ξέρουμε αν κάποιος πρέπει να σταματήσει τον Έλγκορτ ή τον ατζέντη του, αλλά στην έτσι κι αλλιώς χλιαρή Καρδερίνα, ο Έλγκορτ προσφέρει μόνο ένα αινιγματικό duckface αντί για την ψυχολογική περιπλοκότητα ενός πραγματικά καλογραμμένου λογοτεχνικού ήρωα.
Η Καρδερίνα περιβάλλεται από μια λάμψη wannabe οσκαρικότητας – υπάρχει μια αίσθηση ασφάλειας ακόμα κι όταν ο Θίο βρίσκεται σε κίνδυνο, η Νικόλ Κίντμαν φοράει τη μελαχρινή περούκα που είναι πάντα σημάδι του σοβαρού δραματικού της shortcut, ο διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Ρότζερ Ντίκινς, ο καλύτερος στον κόσμο. (Ο σεναριογράφος, Πίτερ Στρον, ωστόσο, ευθύνεται για άλλη μια τραγική κινηματογραφική μεταφορά, αυτή του Χιονάνθρωπου του Τζο Νέσμπο.) Όμως παρά τον πλούτο των άνισων γεγονότων και των ανεξερεύνητων σχέσεων (δεν έχουμε αναφερθεί καν στην απάτη που στήνει ο Θίο στο μαγαζί με τις αντίκες που γίνεται δεύτερο σπίτι του ούτε στο αδιέξοδο love story του με την εγγονή εκείνου του κυρίου στο μουσείο – η ταινία δεν έχει ιδέα πόσο χρόνο να τους αφιερώσει), ο Κρόουλι περπατάει τόσο προσεκτικά και δειλά ανάμεσα στα ερείπια της έκρηξης που εύχεσαι η ταινία να είχε πεθάνει κι αυτή στο Met.