η χαρα και η θλιψη του σωματος

Η Χαρά Και Η Θλίψη Του Σώματος

Κύπρος, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρωσία, 2012, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Πάντζης

Πρωταγωνιστούν: Χάρης Αμπράζης, Γιώργος Χωραφάς, Σίλβια Πέτκοβα

Διάρκεια: 149’

Η πίστη του στη φιλία, καθώς και μια υπόθεση παραχάραξης οδηγούν τον Ευαγόρα για 5 χρόνια στη φυλακή. Όταν βγει, θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή του από την αρχή και να επικοινωνήσει με το φίλο του, Μιλέν. Θα φτάσει μέχρι τη Βουλγαρία και θα ερωτευτεί παράφορα και πλατωνικά την εκδιδόμενη Ντίτα. Όμως μια απειλή παραμονεύει στο σκοτάδι: η αστυνομία κυνηγά τον Ευαγόρα για να βρει τον Μιλέν, ενώ ένας σαδιστής πράκτορας της Ίντερπολ, ο Τζον, αναπτύσσει μια ψύχωση με τη Ντίτα, απειλώντας την με τους χειρότερους τρόπους.

Μια noir παραγωγή τριών χωρών ακούγεται ως καλή ιδέα, ανεξαρτήτως συντελεστών. Οι σωστές ταινίες εγκλήματος και μυστηρίου που σέβονται τον εαυτό τους, διαδραματίζονται σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, δίνοντας έτσι και ένα επίπεδο στην άνεση και τη δύναμη που μπορούν να έχουν τα κάθε λαμόγια. Μα όταν έρχεται η ώρα να δούμε και λίγο καλύτερα την ανάπτυξη της ιστορίας και της πειστικότητας των ερμηνειών, τα πράγματα αλλάζουν. Ο αρχικός εντυπωσιασμός φεύγει και το ζητούμενο πλέον γίνεται μια καλή σκηνοθεσία, ένα δυνατό σενάριο που να μυρίζει μπαρούτι και δερμάτινους (ή ατσάλινους για τα πιο σύγχρονα δεδομένα) χαρτοφύλακες με «μαρούλι» και ένα δυνατό twist που να δείχνει ευφυΐα. Όλα τα προηγούμενα πλαισιωμένα, φυσικά, από τις κατάλληλες ερμηνείες, τη σκηνοθεσία και τη μουσική για επιπλέον πόντους ατμόσφαιρας.

Σε θέμα σκηνοθεσίας, η Χαρά και η Θλίψη του Σώματος δεν έχει ανάγκη. Δείχνει το ταλέντο του Ανδρέα Πάντζη, μέσα από αισθητικά δυνατά, στατικά ή κινούμενα, μονόπλανα, πλαισιωμένα με βαλς ρυθμούς που μπορούν να θυμίσουν μέχρι και μερικές από τις πιο noir στιγμές του Τσαν-Γουκ Παρκ. Το κάδρο του είναι πάντα ορθά τοποθετημένο και ξέρει να αναδεικνύει τόσο τον χώρο όσο και τον άνθρωπο, τον ίλιγγο, την απελπισία και την αρμονία.

Από σενάριο, όμως, πως τα πάμε; Μάλλον όχι και τόσο καλά. Μεγάλα κενά, απλοϊκή σκέψη, προσπάθεια πρόσδοσης ιστορικών στοιχείων και ηθικών αμφιταλαντεύσεων με σχεδόν μηδενική βαρύτητα και ατάκες βγαλμένες από σαπουνόπερα. Οι πολλές επαναλήψεις των ίδιων ακριβώς ζητημάτων, όπως και πολλές σεκάνς που θα μπορούσαν να περικοπούν (αν όχι να αφαιρεθούν πλήρως) επιβαρύνουν σημαντικά το αποτέλεσμα, ειδικά αν συλλογιστούμε τη σχεδόν τρίωρη διάρκειά της. Θα μπορούσε να πει τα ίδια πράγματα σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, χωρίς να αναλώνεται σε προσπάθειες να βάλει τα πάντα μέσα σε μια περιορισμένη ταινία. Μα με το συγκεκριμένο τρόπο, μοιάζει περισσότερο σαν τρία απανωτά επεισόδια τηλεοπτικού δράματος, παρά σαν ταινία.

http://youtu.be/ATvvAjQF6zg

Οι ερμηνείες των ηθοποιών κινούνται από αξιοπρεπείς μέχρι παρατραβηγμένες. Αρκετά καλός ο πρωτοεμφανιζόμενος Χάρης Αμπράζης, σταθερά ποιοτικός ο Γιώργος Χωραφάς, μεγάλη έκπληξη η Σίλβια Πέτκοβα στην ακριβή απόδοση των αισθημάτων της Ντίτας και σχεδόν γελοίος παρά ανατριχιαστικός ο Τζον. Παρ’ όλα αυτά, ειλικρινή εύσημα πρέπει να δοθούν στο μουσικοσυνθέτη της ταινίας, Βάσο Αργυρίδη, που ντύνει με εκπληκτική μουσική την ταινία.

Αν ήταν περισσότερο αποφασισμένη ως προς το ποια κατεύθυνση θέλει να πάρει ή τουλάχιστον είχε μεγαλύτερη οικονομία και ένα ενιαίο ύφος, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Και θα ήθελα να είναι έτσι, μα δυστυχώς δεν είναι. Μόνο κάποιες σκόρπιες εικόνες δείχνουν να έρχονται ξανά στο μυαλό μου, γυναικείας σάρκας (υπάρχει πολλή, οπότε αναπόφευκτα…), πυκνών δέντρων, γκρίζας θάλασσας, παρά μιας Κύπρου που υπέφερε από ξεριζωμό ή ενός τραγικού ήρωα που προσπάθησε να φανεί σωστός και να ελπίζει μέχρι τέλους μέσα στο γενικότερο χαμό.

Στην επόμενη σελίδα: Robocop