Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Δικός Της *****
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Σπάικ Τζόουνζ
Πρωταγωνιστούν: Χοακίν Φίνιξ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Έιμι Άνταμς
Διάρκεια: 126’
Ο ρομαντισμός σκοτώθηκε στο μυαλό της τωρινής γενιάς από τη στιγμή που η πλειοψηφία της κατάλαβε γρηγορότερα από τις προηγούμενες πως το τέλειο δεν πρόκειται να βρεθεί. Κι αν βρεθεί, τότε μάλλον θα το βαρεθεί με ακατάληπτες ταχύτητες. Δύο τινά συνέβησαν στη βάση αυτής της συνειδητοποίησης: οι πιο ευέλικτοι μπόρεσαν να αναπροσαρμοστούν εκ νέου στα νέα δεδομένα ενώ οι υπόλοιποι έμειναν να παλεύουν με μια αντικοινωνικότητα προκαλούμενη από έλλειψη «συμμόρφωσης». Ίσως οι μεν να είναι οι ρεαλιστές και ώριμοι που έχουν κατανοήσει τη δυσκολία των ανθρωπίνων σχέσεων και οι δε αφελή και εγωιστικά τυπάκια που στραβώνουν επειδή δε γίνεται το δικό τους και αρνούνται να βάλουν νερό στο κρασί τους. Αδιαμφισβήτητα, όμως, το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών και η θλίψη της έλλειψης σύνδεσης με τον περίγυρο καλά κρατεί. Προβλήματα πολυτελείας σκέφτομαι, μα το παραβλέπω.
Τι γίνεται όταν δε μπορεί κάποιος να χειριστεί τα προβλήματα της ζωής και απομονώνεται; Όταν η οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα φαίνεται ανεπιθύμητη μα ταυτόχρονα λείπει ένα ζεστό χάδι στον ώμο και μια φωνή κατανόησης να δίνει σημεία συμπαράστασης; «Θέλω λίγο χρόνο μόνος μου, φοβάμαι να συνεχίσω». Εκεί λαμβάνουν θέση και ξεκινάνε να τρέχουν τα ασφαλή υποκατάστατα. Ρωτήστε και τον Θίοντορ από το Δικός της, μπορεί να σας μιλήσει από εμπειρία επί του θέματος.
Στη μόλις τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Σπάικ Τζόουνζ, σκηνοθέτης βίντεοκλίπ και μικρού μήκους ταινιών, αποκαλύπτει πως στα 20 χρόνια της πορείας του κάθε άλλο παρά πυροτέχνημα υπήρξε.
Σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο Θίοντορ, εμπνευσμένος συγγραφέας επιστολών για τρίτα άτομα που δεν μπορούν να εκφραστούν όπως θα ήθελαν στο γραπτό λόγο, χωρίζει. Αποτραβιέται από την έντονη κοινωνικότητας και περνά όλη του τη μέρα σε μια εξελιγμένη μορφή του διαδικτύου. Μια μέρα εγκαθιστά ένα λειτουργικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης στον υπολογιστή του. Αυτό παίρνει τη φωνή μιας κοπέλας που ονομάζεται Σαμάνθα. Τον βοηθά σε ό, τι της ζητήσει. Συζητά μαζί του. Ανακαλύπτουν ο ένας τη ζεστασιά που χρειαζόταν και η άλλη συναισθήματα που ένα πρόγραμμα δε θα μπορούσε κανονικά να ζήσει. Με σουρεαλιστικό τρόπο, θα ερωτευτούν και δε θα λογαριάσουν όρια και προκαταλήψεις στη σχέση τους. Μα, όταν ο μεν αποτελείται από σάρκα και οστά και η δε από μια σειρά ανεπτυγμένων δεδομένων, που μπορεί να καταλήξει αυτή η αγάπη, εφ’ όσον αποδεχτούμε πως όντως υφίσταται;
Στη μόλις τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Σπάικ Τζόουνζ, σκηνοθέτης βίντεοκλίπ και μικρού μήκους ταινιών, αποκαλύπτει πως στα 20 χρόνια της πορείας του κάθε άλλο παρά πυροτέχνημα υπήρξε. Παίρνει μια ιδέα που, κακά τα ψέματα, θα μπορούσε να είναι παράγωγο μιας έφηβης κοπέλας που γράφει μια μικρού μήκους ιστορία στο μπλογκ της και τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Μα αντί να κυλιστεί στο σιρόπι και την ανωριμότητα, συνθέτει μια ελεγεία πάνω στη δυσκολία του να παραμένεις συναισθηματικός όταν ο υπόλοιπος κόσμος δείχνει να προχωράει. Εξετάζει το ενδεχόμενο του να πρέπει να ξανασκεφτείς κάποια πράγματα και να δεις λίγο και τις δικές σου πράξεις γιατί, μην κρυβόμαστε, δεν μπορούμε πάντα να ρίχνουμε όλο το βάρος στον άλλον.
Φλερτάροντας με τη μαύρη κωμωδία, χρησιμοποιεί μια σουρεαλιστική επίστρωση, στην οποία η σχέση ενός ανθρώπου με τον κυβερνοχώρο καταλήγει να είναι αξιοζήλευτη από όντα που καταναλώνουν οξυγόνο και παράγουν διοξείδιο του άνθρακα. Προσπαθεί να καταδείξει το πραγματικό νόημα της αγάπης, με ποιόν τρόπο υφίσταται, πως αυτή δυναμώνει και σε πιο βαθμό μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη αλλαγής και βελτίωσης. Και αποδεικνύει πόσο ευφυής είναι όταν καταφέρνει να κάνει, έστω μια περιορισμένη μερίδα ανθρώπων να νοιαστεί για το τι θα απογίνει ένα πρόγραμμα που μιλάει. Δεν είναι ο πρώτος που το προσπαθεί, μα να πέσει φωτιά να με κάψει αν πω ότι δεν το κάνει καλά.
Σε τεχνικό επίπεδο, με τη θεσπέσια φωτογραφία του, δίνει στο φιλμ μια indie ονειρική, γαλήνια εσάνς. Κάθε πλάνο φαντάζει ομορφότερο από αυτό που προηγήθηκε και ο ήλιος του, λαμπερός, μοιάζει να ζεσταίνει παρά να τσουρουφλίζει. Σε αυτό συμβάλλουν και οι Arcade Fire με τη μουσική που έγραψαν για να συνοδεύσουν τα περιρρέοντα συναισθήματα γαλήνης και μελαγχολίας που κυριαρχούν. Και δίνει την ευκαιρία στον Χοακίν Φίνιξ να αποδείξει πόσο μεγάλος ερμηνευτής είναι, βάζοντάς τον να αποδίδει τον ερωτευμένο με έναν τρόπο τόσο πειστικό που σε στιγμές και εμείς οι ίδιοι νομίζουμε πως όντως, είναι δίπλα του και η Σκάρλετ Γιόχανσον.
Μπορεί να είμαι και εγώ «πιτσιρικάς» ώστε να με συγκινούν τέτοιες ταινίες, υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο. Μα πρέπει να ομολογήσω πως είναι μια από τις πραγματικά πιο θερμές και γλυκόπικρες ταινίες που έχω δει το τελευταίο χρονικό διάστημα και είναι δύσκολό να μην την προτείνω στον καθέναν που διαβάζει αυτή τη στιγμή αυτό εδώ το κείμενο. Φυσικά και είναι σημαντικότερα τα όσα επίκαιρα ζητήματα δείχνουν να μας βαραίνουν μέρα με τη μέρα, καλά και χρυσά τα βαριά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης, μα αν απασχολούσαν τον κινηματογράφο μόνο αυτά, τότε τι θα έμενε σε αυτόν για να μας υπενθυμίσει ότι μπορούμε και να νιώσουμε ζεστασιά και όχι αποκλειστικά θρήνο μέσα μας;