bouras

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Εάν μιλάμε για την παιδική μου ηλικία, νομίζω ότι δε διέφερα από τους υπόλοιπους συνομήλικούς μου. Ρουφούσα μανιωδώς τα βιβλία του Ιουλίου Βερν (που η μητέρα μου είχε υποσχεθεί να μου τα αγοράσει όλα, κάτι που ποτέ δεν έγινε, κι ευτυχώς εδώ που τα λέμε, μιας που από ένα σημείο και μετά έχασα κι εγώ το ενδιαφέρον μου γι’ αυτά. Όχι πάντως πριν προλάβω να διαβάσω τα βασικότερα και καλύτερα απ’ αυτά, όπως το 20000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, το Ταξίδι στο κέντρο της γης ή το Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες. Παραδόξως βέβαια, δε με έκαναν φίλο της επιστημονικής φαντασίας, όπως συμβαίνει συνήθως). Βαθιά εντύπωση μου είχε κάνει επίσης το Ένα Παιδί Μετράει Τ’ Άστρα του Μενέλαου Λουντέμη – καμία πρωτοτυπία κι εδώ, ο τρόπος όμως που έγραφε και το πώς σε έχωνε με το ζόρι σχεδόν μέσα στους χαρακτήρες του με είχε σημαδέψει καθοριστικά. Ακολούθησαν κάποια ακόμη δικά του, σαν το Οδός Αβύσσου Αριθμός 0 με τον απόλυτα νιχιλιστικό τίτλο, μα στην πορεία τον εγκατέλειψα στη μεγάλη βιβλιογραφία του, για λόγους που ειλικρινά δε θυμάμαι.  

Ακολούθησαν βιβλία που μου δάνειζε ο ξαδερφός μου και διάβαζα, που επίσης με συνάρπαζαν με διαφορετικούς τρόπους το καθένα. Από τον Αφρό Των Ημερών του Μπορίς Βιάν και τον Οργισμένο Βαλκάνιο του Νίκου Νικολαϊδη μέχρι τον Υπνοβάτη της Μαργαρίτας Καραπάνου και το Στο Δρόμο του Τζακ Κέρουακ. Εκείνο όμως που θα ονομάτιζα σαν το απόλυτα αγαπημένο μου είναι το Αντίο, Γλυκιά Μου του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Όχι μόνο επειδή μου άνοιξε το παράθυρο στο συναρπαστικό κόσμο του αστυνομικού διηγήματος, μα κυρίως επειδή μου σύστησε μια γλώσσα που μπορούσε να είναι ευφυής, ετοιμόλογη, γοητευτική, που σε έσερνε σε ένα περιβάλλον σκιώδες που κατοικούσαν τα αποβράσματα αυτής της κοινωνίας μα και οι γοητευτικότερες γυναίκες που μπορούσε κάποιος άντρας να έχει την τύχη να συναντήσει. Ήταν street smart μα ταυτόχρονα είχε έναν προσιτό ακαδημαϊσμό που μπορούσα να αγγίξω εύκολα, με το άπλωμα του χεριού μου. Είναι ένα φανταστικό βιβλίο που με έκανε να θέλω να γράψω κι εγώ!

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Δυστυχώς, δεν έχω πολύ χρόνο να διαβάζω βιβλία, πολύ δε περισσότερο να διαβάζω κάποια από αυτά δεύτερη φορά. Αν πάντως αποφασίσω ποτέ να το κάνω αυτό (κάπου στη σύνταξη το υπολογίζω, κάνω πολύ συχνά όνειρα γύρω από αυτή την περίοδο της ζωής μου, τα οποία ξέρω ότι δε θα πραγματοποιηθούν, αν ποτέ φτάσω ποτέ ως εκεί εδώ που τα λέμε, μα γι’ αυτό είναι τα όνειρα…), εκείνο που θα κατεβάσω πρώτο από το ράφι θα είναι το Lost In Music του Giles Smith, ένα απίστευτα γλαφυρό χρονικό κάποιου που έζησε τη μουσική μέσα από διάφορα πόστα – από απλός οπαδός και μουσικός, έως μουσικοκριτικός – κι είχε να πει ορισμένες ιστορίες γύρω απ’ αυτή με ειλικρίνεια, χιούμορ κι αγάπη για το αντικείμενο.

Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Καλώς ή κακώς, όχι. Κι αν δεν είναι ικανός ο Κέρουακ να με κάνει να πάρω τους δρόμους ή ο Μπάροουζ να το ρίξω στα ναρκωτικά, δε μπορώ να φανταστώ τι άλλο μπορεί… (ο Μπουκόφσκι με έκανε να αγαπήσω περισσότερο έντονα τις γυναίκες παρόλα αυτά, όχι όμως με αντίστοιχη ένταση και το αλκοόλ).

Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Είναι πολλά τα βιβλία που διαβάζοντάς τα, εύχεσαι να είχες τις ίδιες συγγραφικές ικανότητες με τον άνθρωπο που έκατσε κι έβαλε με τόση δεξιοτεχνία στη σειρά τις λέξεις που έχεις μπροστά σου. Εκείνο πάντως που έχει μείνει περισσότερο έντονα στη μνήμη μου, κι όχι μόνο επειδή το διάβασα σχετικά πρόσφατα, είναι το But Beautiful (Kι Όμως, Όμορφα) του Geoff Dyer, που αναφέρεται, μέσα από μια σειρά κεφαλαίων, στους αγαπημένους του μουσικούς της jazz. O λόγος είναι πως διατρέχοντας το κείμενο, έμοιαζε σαν να έβλεπες τους ήρωές του μπροστά σου να αναλώνονται σε καταχρήσεις, να προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην παίζοντας μέσα σε κακόφημα, ημίφωτα καταγώγια και να βγάζουν την ψυχή τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μέσα από το σαξόφωνο ή το πιάνο τους. Το βιβλίο είναι η jazz μεταγλωττισμένη σε λέξεις. Κι όσο κι αν δεν ξέρω πολλά από jazz (και το πόσα περί λέξεων είναι συζητήσιμο), ξέρω ότι αυτό το ανάγνωσμα είναι σαν ένα διαρκές σόλο που στο τέλος του σε αφήνει εξαντλημένο (μα και γοητευμένο) όσο κι εκείνον που το έπαιξε. Άφταστο βιβλίο που όταν το αφήνεις κάτω, σκέφτεσαι ότι καλύτερα είναι να μην κάνεις τον κόπο να γράφεις γιατί παίζει να γίνεσαι κάθε φορά ρεζίλι…

Τέλος, θεωρώ σωστό να προσθέσω ότι το σύνολο σχεδόν των βιβλίων που διαβάζω έχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να κάνουν με την ποπ και ροκ (και τα παρακλάδια τους) κουλτούρα.

Ο Μάνος Μπούρας γραφει κείμενα περί μουσικής από δω κι από εκεί.