Μέσα δεκαετίας ’80, Αθήνα, πρώτη εφηβεία. Κοπάνες από τα μαθήματα στη Γαλλική Ακαδημία και βόλτες στα πέριξ. Ανάβαση στο Λυκαβηττό, καφές στο “Άμστερνταμ” στη Σίνα, κομπιουτεράδικα στη Στουρνάρη και επισκέψεις σε δυο βιβλιοπωλεία: του “Παρα Πέντε” στην Ιπποκράτους και λίγο παρακάτω, στη Ζωοδόχου Πηγής, της “Βαβέλ”, όπου υπήρχαν βιβλία comics “για μεγάλους” που είχαν εισαχθεί απο το Παρίσι ή το Μιλάνο και που δεν μπορούσες να βρεις πουθενά αλλού. Οι πρώτες βόλτες εκεί είχαν βέβαια κύριο σκοπό τις κλεφτές ματιές στις ιστορίες με ερωτικό περιεχόμενο, όμως κάτι που ξεκίνησε ως φυσική προεφηβική περιέργεια τελικά κατέληξε να γίνει μια ιδιότυπη αλλά πολύτιμη παιδεία.
Κι έτσι κάπως συνέβη και τα φοβερά παιδιά της χρυσής εκείνης εποχής των Ευρωπαϊκών comics έγιναν για κάποιους από εμάς κάτι σαν παράξενοι δάσκαλοι εξ αποστάσεως. Ήρωες μας οι ήρωες τους: ο θλιμμένος Βarney του Loustal, ο ροκαμπιλάς Lucien του Margerin κι ο θαλασσόλυκος Corto Maltese του Pratt. Διαβάζοντας τις ιστορίες τους και βουτώντας μέσα στα καρέ τους βρήκαμε έναν κόσμο μακρυά από την περιρρέουσα μιζέρια της εποχής και, επιπλέον, κάπως καταφέραμε και καλύψαμε την δύσκολη απόσταση από την ανεπάρκεια της “επίσημης” σεξουαλικής μας διαπαιδαγώγησης ως την απενοχοποιημένη ερωτική απόλαυση που τόσο φυσικά κι ηδονικά ξεχείλιζε μέσα στα αξέχαστα σκίτσα-αριστουργήματα του Vittorio Giardino και της “Little Ego” του, του Μagnus και των “101 χαπιών” του, του Alex Varenne, του Max Cabanes, του Milo Manara, και τόσων άλλων.
Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κάπως συνέβη και διαπαιδαγωγηθήκαμε μέσα από τα comics στο πως να μην παίρνουμε τους εαυτούς μας πολύ στα σοβαρά. Στο πως να μην γίνουμε το παιδάκι στην αυλή του σχολείου που όταν κάναμε “mother jokes” ή κάποιος έβριζε Χριστοπαναγίες, αυτό έλεγε με αυστηρό ύφος “Παιδιά, όχι μάνες και τα Θεία”.
Αυτή η διαπαιδαγώγηση δεν έγινε από κάτι ρομαντικούς τύπους σαν τον Loustal, πoυ έφτιαχνε με τις ακουαρέλες του καράβια να χάνονται στον ορίζοντα ενός μαγικού ηλιοβασιλέματος. Έγινε από μια παρέα αθυρόστομων Γάλλων που δεν είχαν όσιο κι ιερό. Αυτούς κάπως τους φοβόμασταν, γιατί ήμασταν πιτσιρίκια, κι ο λόγος τους ήταν ενήλικος κι άγριος. Ξεμπρόστιαζε τους μικροαστούς και τις νευρώσεις τους, ξεφτύλιζε την υποκρισία της μπουρζουαζίας, διέσυρε Θεούς και θρησκείες, αμφισβητούσε θέσφατα και γενικά δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Σάρωνε τα πάντα.
Ένας από αυτούς τους υπέροχους αληταράδες ήταν ο Gotlib, συνιδρυτής των μεγάλων Γαλλικών περιοδικών “L’ Écho des Savanes” και “Fluide Glacial”, ο οποίος μας έδειχνε έναν πορνόγερο (τον θρυλικό “Pervers Pépère”) να κάνει χονδροειδείς πλάκες σε παιδάκια στο πάρκο και τον Ταρζάν, μετά από ένα δυναμικό ξύπνημα μια μέρα στη ζούγκλα, να μετατρέπεται άδοξα σε ζελέ κάνοντας γιόγκα.
Ένας άλλος ήταν ο Édika, που έφτιαχνε τις πιο παρανοϊκές ιστορίες με πρωταγωνιστή μια ανθρωπόμορφη γάτα που λεγόταν “Clark Gaybeul”.
Άλλος ένας ο Vuilemin – και τι να πρωτογράψεις γι’ αυτόν τον ανεκδιήγητο και υπέροχα σιχαμένο τύπο…
Κι ένας ακόμα ήταν ο μέγας Wolinski, που το πενάκι του ήδη θέριζε απ’τον Μάη του ΄68, που τον μάθαμε από το “Écho des savanes” και από το δικό μας “Παρά Πέντε”.
80 ετών, γεράκος, γεμάτος περγαμηνές, ιερό τέρας, λατρεμένος χαρακτήρας στη γειτονιά του στο Παρίσι, στο Saint Germain, τον γάζωσαν χθες τα καλάσνικοφ κάποιων που δεν άντεξαν την αιχμηρή του σάτιρα.
Γιατί ο φονταμενταλισμός κι η απολυταρχία δεν αντέχουν τη σάτιρα. Την φοβούνται και την τρέμουν, όπως οι βρυκόλακες το φως. (Αρκεί κανείς να θυμηθεί την εντολή που έδωσε ο Χομεϊνί το 1989 στους Μουσουλμάνους να σκοτώσουν τον Βρετανό συγγραφέα Salman Rushdie για τους “Σατανικούς Στίχους” του που επικήρυξε ως “βλάσφημους”. Και η εντολή ακόμα ισχύει…)
Δίπλα στοn Wolinski έπεσαν από τις σφαίρες κι άλλοι σχεδιαστές, ανάμεσα τους και ο θρυλικός Cabu, αυτός ο μεγάλος εικονογράφος, ο μεγάλος λάτρης της τζαζ, ο δημιουργός της κλασσικής σειράς δίσκων “Cabu Jazz Masters” με τα εξώφυλλα-αριστουργήματα.
Και τις σφαίρες αυτές, χθες, τις έφαγε και ο David Tartakover, και το τσίρκο των Monty Python, και ο Billy Hicks μαζί με τον Frank Zappa στον τάφο τους, και όλοι αυτοί (και, ευτυχώς, είναι μεγάλη η λίστα) που με τη γενναία τους σάτιρα θέλησαν να δείξουν πως ο βασιλιάς δεν έχει ρούχα. Και, εν τέλει, τις φάγαμε κι εμείς, όλοι όσοι έχουμε υπάρξει και υπάρχουμε κοινωνοί των φωνών τους, που παρά το βιτριολικό χιούμορ ή την σκληρότητα τους κρύβουν πάντα αγάπη και αγωνία.
Δε θα σταματήσουν αυτές οι φωνές, ούτε θα φοβηθούν. “Δεν έχω χρόνο να φοβηθώ – έχω ένα τεύχος να τελειώσω” είχε πει δυο χρόνια πριν σε συνέντευξη, ενώ δεχόταν απειλές για τη ζωή του, ο διευθυντής του Charlie Hebdo, Stéphane “Charb” Charbonnier, που έφυγε κι αυτός χθες στο Παρίσι, στα 47 του χρόνια.
Και στο μεταξύ, όπως είχε πει ένας άλλος μεγάλος της σάτιρας, ο αθυρόστομος, προκλητικός διανοούμενος της ποπ μουσικής Nicholas Currie (γνωστός και ως “Momus”), όταν από το παράθυρο του στην Νέα Υόρκη έβλεπε τους δίδυμους πύργους να σωριάζονται στο πάτωμα: “Φαίνεται πως είμαστε ακόμα κολλημένοι στον Μεσαίωνα, περιμένοντας μια ματαιωμένη πτήση για τον Διαφωτισμό”.
—