Pas mal, pas mal…
Της Ναταλίας Πετρίτη
Αφορμή για να έρθω σε επαφή με τη μουσική των Smiths και αργότερα του Morrissey είχε σταθεί ένα επετειακό τεύχος του Uncut που κυκλοφόρησε το 2007, καθώς τότε συμπληρώνονταν 20 χρόνια από τη διάλυση του συγκροτήματος. Έτσι λοιπόν οι 20 εκείνες σελίδες του περιοδικού που διάβασα στα 13 μου έμελλαν να με στιγματίσουν, κάνοντας τους Smiths σχεδόν αυτομάτως μια από τις αγαπημένες μου μπάντες, που ακόμα και σήμερα δύσκολα μπορούν να εκθρονιστούν από κάποια άλλη.
Τα λέω αυτά γιατί πρέπει να γίνει κατανοητό πως δε θα μπορούσα να ξεστομίσω ποτέ κακό λόγο για καμία δουλειά του Moz, κάτι που καθιστά αυτό το review μάλλον άχρηστο εκ των προτέρων. Ακόμα κι έτσι όμως, μετά από μια πρώτη ακρόαση ένα Κυριακάτικο απόγευμα, το World Peace Is None of Your Business είναι ακριβώς όπως θα το περίμενε κανείς. Ώριμο, με ενδιαφέροντα στοιχεία στην μουσική και έναν Morrissey στα 55 του πια να μη γράφει τα αριστουργηματικά τραγούδια που έγραφε κάποτε, να παραδίδει τουλάχιστον όμως μια αρκούντως αξιόλογη δουλειά, στα επίπεδα της προηγούμενης, του Years of Refusal.
Δεν έχω ξεχωρίσει κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά έτσι κι αλλιώς πάντα χρειαζόμουν λίγο χρόνο με τη μουσική του Morrissey, που ενώ αρκετές φορές μπορεί στην αρχή να με άφηνε αδιάφορη (που λέει ο λόγος), με κάποιο μαγικό τρόπο μετατρεπόταν μετά από καιρό σε εμμονή.
Σώζει την παρτίδα στο παρά πέντε
Του Θοδωρή Κανελλόπουλου
Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τον νοιάζει πάρα πολύ η εικόνα του. Ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής του. Tέτοιο άγχος, τέτοια αγωνία ούτε όταν διαλύονταν οι Smiths, ούτε τότε που ετοιμαζόταν για τη solo καριέρα, ούτε όταν ετοιμαζόταν για το δεύτερο comeback του 2004 με το You Are The Quarry. Τον απασχολεί έντονα το φαίνεσθαι και το υπάρχειν. Καλά το δεύτερο το καταλαβαίνεις, ακόμα μια φορά, διαβάζοντας τους meta-ειρωνικούς (ή cool στο μυαλό του) στίχους. Ή στην φωτογραφία του άλμπουμ όπου κραδαίνει ένα usb stick λίγο πριν το φετσάρει στον αγαπημένο του σκύλο. Σε 20 χρόνια, ο Θεός να τον έχει καλά, αν δεν την έχει δει Toni Bennett ώστε να τραγουδά στα καζίνο του Vegas και έχουμε ησυχάσει ακούγοντας τα πρώτα των Smiths, θα μας έχει τρελάνει όλους με τις «πέκιες» του.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια βρίσκει συνεχώς τρόπους να δείχνει ότι παραμένει «στα πράγματα», ότι δεν τον έχει ξεπεράσει η εποχή. Από την πομπώδη αυτοβιογραφία του στα κλασικά της Penguin, μέχρι τα ακυρωμένα λόγω ασθένειας shows, τις ανά πάσα ώρα και στιγμή κατηγορίες στην αγγλική κυβέρνηση, τις άστοχες προκλητικές δηλώσεις (όπως μετά το φονικό του Μπρέιβικ στo νησί Ουτόγια, οπότε και ξεστόμισε το «ναι αλλά πόσα ζώα θανατώνονται καθημερινά;»), είναι σαν να θεωρεί και ο ίδιος περισσότερο από ποτέ ότι πρέπει να δικαιολογεί τον τίτλο του διαχρονικού ποπ φαινομένου όχι απλώς με τη μουσική του.
Τον αγαπάω τον Moz και με το που λίκαρε η νέα δουλειά του μετά από πέντε χρόνια δε θα μπορούσα ν’ ακούσω κάτι άλλο. Μου θυμίζει τον γραφικό ανύπαντρο θείο που έχει περάσει τα 50 και γκρινιάζει για τα πάντα στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Και σε αυτόν τον δίσκο κάνει πάλι το ίδιο πράγμα. Φτύνει «μπινελίκια» δεξιά κι αριστερά, ασχολείται με την Παγκόσμια Ειρήνη, τη Γη που είναι, ακόμα, ένα μοναχικό μέρος για να ζεις, τον Neil Cassidy, τον Alen Ginsberg, την Lagy Gaga («Gaga in Malaga / No Mercy In Murcia / Mental in Valencia» τραγουδάει σε ένα από τα χειρότερα τραγούδια του άλμπουμ, το «The Bullfighter Dies»), ταξιδεύει από την Σκανδιναβία μέχρι την «Istanbul» (όπου ερωτεύεται κάποιον ωραίο μελαψό Τούρκο, αν κρίνω από τους στίχους «In Istanbul/Give me back my brown eyed son»), παίζει όπου μπορεί σε ισπανικό -μα γιατί;- τέμπο, μέχρι και με νύφες τα βάζει («Kick Τhe Bride Down The Aisle») και όλα αυτά στο πιο μεγάλο σε διάρκεια άλμπουμ που έγραψε ποτέ.
Τα ρεφάρει όμως όλα αυτά με τραγούδια σαν το τρομερό «Mountjoy», το ρομαντικό «One of your own» και τα «Drag The River» και «Forgive Someone» που θυμίζουν Smiths, οπότε σε τουμπάρει ξανά. Κρατάς τις καλές στιγμές και προχωράς. Όπως γίνεται δηλαδή σε όλες τις σχέσεις ζωής.
I’d never kill or eat an animal /And I never would destroy this planet I’m on / Well, what do you think I am? /A man?
Της Άνης Ορφανίδου
Οι φανατικοί ακροατές καταλαβαίνουν αμέσως (ένας μόνο δηλώνει περήφανα μισάνθρωπος). Οι λιγότερο φανατικοί μπορεί κάπως να αργήσουν. Στο τέλος όμως το συμπέρασμα είναι το ίδιο. Ο Steven Patrick Morrissey έκανε πάλι το θαύμα του. Ειρωνεία μέσα στα μούτρα και σε καλή μεριά -άλλωστε έτσι ήταν πάντα, σιγά μην άλλαζε στα γεράματα. Η νέα του δουλειά τον βρίσκει βαδίζει στο ίδιο καλοφτιαγμένο μονοπάτι. Αγαπησιάρης, μελαγχολικός και κυνικός, με θεματολογία που εμπνέεται από κοινωνικοπολιτικά ζητήματα μέχρι τον Orson Welles και τη Beat γενιά, σε 18 τραγούδια που σφύζουν από προβληματισμό, πικρό ρομαντισμό και την απαραίτητη δόση χιούμορ μέσα από την one of a kind ματιά του Mozzer. Ένας βαρύς δίσκος, με τον οποίο ο «You-have-killed-me»-θαυμαστής ίσως να μη καταφέρει να ταυτιστεί εύκολα. Ε και;