pop_mor_slider_1

Αχ Μόζι!

Της Αντιγόνης Πάντα-Χαρβά

Όχι, δεν είναι ιεροσυλία να πει κάποιος ότι βρίσκει ένα άλμπουμ του Μοζ μέτριο ή κακό. Δεν είναι και κακό να του αρέσει βέβαια. Αρκεί να μπορέσει να αποτινάξει από επάνω του το γνωστό σύνδρομο του παντογνώστη μουσικοειδήμονα, μουσικογραφιά και να μιλήσει με αντικειμενική διάθεση. Γιατί ο Morrissey έχει περάσει εδώ και (πολλά) χρόνια στην κατηγορία του μουσικού που είτε τον αγαπάς είτε τον μισείς, είτε πέφτει στη μονοτονία, είτε παθιάζεται με τα επικά ανθεμικά tunes που πολλές φορές ακούγονται σαν εμβατήρια για τον στρατό του (αυτόν που ήδη έχει ή αυτόν που θα ήθελε να έχει), κάτι έχει να σου δώσει.

Θες τη γνώριμη, καθησυχαστική φωνή του που για κάποιους ακούγεται πιο τρυφερή και από το νανούρισμα της μάνας, θες κάποιες μελωδικές αναλαμπές που θυμίζουν κάτι από το μακρινό μουσικό παρελθόν του με τους Smiths, θες τους άμεσους στίχους που σχεδόν πάντα είναι σε Β’ πρόσωπο, σαν προτροπή/συμβουλή/επιταγή; Κάτι υπάρχει πάντοτε εκεί και αν μπορέσει κανείς να διαχωρίσει την εμμονή του κατά της μπριτζόλας (ή τις γενικότερες εμμονές του που συχνά γίνονται κουραστικές έως γραφικές), από τη μουσική του, θα ανακαλύπτει πάντα ένα-δύο προσωπικά διαμαντάκια που θα κερδίζουν μια θέση στην καρδιά του. Συνήθως (όπως και στο νέο, δέκατο προσωπικό του άλμπουμ) κρύβονται προς το τέλος του track listing. Τα «Kiss me Alot», «Smiler with Knife» και «Mountjoy» θα τα ακούσω άνετα πολλές φορές ακόμη, δεν φτάνουν όμως για να μπορέσω να πω ότι αυτός ο δίσκος με πήρε, με σήκωσε και με άφησε ψηλά.

Το World Peace is None of Your Business λοιπόν, έχει όλο το πακέτο που τον χαρακτηρίζει. Και τα ανθεμικά ξεσπάσματα σε πολλά tracks και τη μονοτονία σε άλλα και τις οδηγίες σε δεύτερο πρόσωπο και την ειρωνεία του προς τους κρεατοφάγους και τη νοσταλγική αφήγηση και τις εμμονές του όλες. Δεν έχει όμως αυτό που ψάχνουμε δεκαετίες τώρα. Την αθωότητα και τον αυθορμητισμό ενός μουσικού που δεν έχει αφήσει τον εαυτό του να πνιγεί στην αλαζονεία. Θα μου πείτε «σιγά το νέο, έτσι δεν είναι τόσα χρόνια»; Ναι, αλλά έβγαλε νέο άλμπουμ κι ενώ όλοι περιμένουμε να δούμε μια διαφορετική προσέγγιση, στην πραγματικότητα αυτή δεν υπάρχει. Τα τελευταία άλμπουμ του μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που αν το σκεφτεί κανείς, θα μπορούσε να τα μαζέψει, να πετάξει πάνω από τα μισά τραγούδια και να κυκλοφορήσει μόνο ένα CD το οποίο και πάλι δεν θα ήταν αριστούργημα αλλά τουλάχιστον θα ήταν πιο σφιχτοδεμένο.

Ένα πράγμα που σίγουρα δεν μπορώ να καταλάβω είναι αυτό το κόλλημα που έχει φάει και δεν λέει να τελειώσει, με την ισπανική ακουστική κιθάρα και τις μεξικάνικες τρομπέτες. Την πρώτη φορά, μου είχε φανεί άκρως ενδιαφέρον για να μην πω ότι με ξεσήκωνε κιόλας. Τώρα πια δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί πάντα μετά από ένα πομπώδες ντραμικό ξέσπασμα πρέπει να σκάει μία σπανιόλικη κιθάρα και αυτό να συμβαίνει στα περισσότερα τραγούδια του άλμπουμ. Και ας πούμε ότι εντάξει, δεν μας ενοχλεί αυτό, αλήθεια δεν αισθάνομαι ότι μία εξωτική παραγωγή μπορεί να δέσει καλά με τις φράσεις «T-bone steak» και «Cancer prostate». Κάπου έχουν μπερδευτεί όλα ή ίσως αυτός είναι ο τρόπος του να δείξει ότι αυτός είναι ο κόσμος μας. Ένα τουρλουμπούκι καταστάσεων, ρυθμών και διαθέσεων, ένα άνευρο μείγμα ψυχοσυνθέσεων που επισφραγίζεται από μία κριτική, αλαζονική ματιά. Ίσως και να γράφω βλακείες και να είναι απλά τρελός ή να γελάει με όλους εμάς που προσπαθούμε να τον αποκωδικοποιήσουμε. Morrissey είναι αυτός. 

line-630
 

pop_mor_1

«Δεν μου λέει τίποτα για τη ζωή μου»

Του Βύρωνα Κριτζά

Πολλοί με περνάνε για τρελό, όμως η αλήθεια είναι πως το Years of Refusal, το προηγούμενο άλμπουμ του Morrissey, είναι το αγαπημένο μου από όλη τη σόλο δισκογραφία του. Με αυτό το δεδομένο, περίμενα πώς και πώς το επόμενο βήμα. (Το ότι ο Moz είχε μείνει χωρίς δισκογραφική, την ώρα που ο James Blunt π.χ. συνέχιζε να βγάζει δίσκους σα να μη συμβαίνει τίποτα, το έφερνα σαν παρηγοριά στον εαυτό μου όποτε έμενα χωρίς παρέα τα Σαββατόβραδα).

Ώσπου ένα Σάββατο βράδυ βάζω ν’ ακούσω το World Peace is None of Your Business. Δώδεκα τραγούδια που μιλάνε μεταξύ άλλων για έναν ταυρομάχο που πεθαίνει και κανείς δεν κλαίει γιατί όλοι θέλουν ο ταύρος να επιζήσει (sic), για μια φοιτήτρια που πέφτει από τη σκάλα του πανεπιστημίου και σπάει το κεφάλι της στα τρία, για τα κακόμοιρα τα παιδάκια στην Αφρική που πεινάνε και άλλα τέτοια ποιητικά. Οι δε μελωδίες, ακόμα πιο αδιάφορες. Να δεις που γέμισε το youtube spoken word βιντεάκια επειδή ντρεπόταν για τις μουσικές του, σκέφτομαι, την ώρα που κάτι ethnic πινελιές κάνω απλά πως δεν τις ακούω…

Παρ’ ότι στα δύο τελευταία κομμάτια του δίσκου ο Morrissey βρίσκει μια νέα ωριμότητα, ως σύνολο το World Peace είναι το χειρότερο άλμπουμ του από το Maladjusted. Και όπως κι αυτό, έχει τις καλές του στιγμές: Τη μελωδία του «Kick the bride down the aisle», τη μαυρίλα του «Mountjoy»προσευχόμαστε σιωπηλά γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να ακούσει τις προσευχές μας»), το ληθαργικό και υπέροχα ζαλισμένο «Oboe Concerto».

Tο μόνο αληθινά πνευματώδες πάντως στα περισσότερα τραγούδια, είναι οι τίτλοι τους. Kι αν σπρώξεις την πόρτα και μπεις μέσα, θα βρεις χιλιάδες συνειδητοποιημένους φαν να κάθονται στο μεγάλο σαλόνι και να επαναλαμβάνουν τη φράση «it says nothing to me about my life». Τον στίχο δηλαδή με τον οποίο ο δημιουργός αυτού του δίσκου μούτζωσε κάποτε όλα τα τραγούδια που τον κύκλωναν χωρίς να τον αφορούν…

line-630

http://youtu.be/r7fOJZ68gc0

Και πάλι απολαυστικός.

Του Λουκά Χαλανδριτσάνου

Ακουσα το World Peace Is None Of Your Business -μα τι τίτλος!- μέσα στο σκοτάδι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, δύο συνεχόμενες νύχτες, γιατί ήθελα να σκεφτώ πως θα ένιωθε ο Morrissey ακούγοντας αυτό τον δίσκο στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου βρίσκεται εδώ και τρείς βδομάδες. Άδικος κόπος, απορώ γιατί μου μπήκε εξαρχής αυτή η ιδέα, σκεφτόμουν συνεχώς τον Morrissey να λέει με το αυστηρό ύφος του και το δάχτυλο προτεταμένο «World Peace Is None Of Your Business» σε κάποια υποψήφια Miss Universe και έβαζα τα γέλια. Ο Moz όμως δεν αστειεύεται καθόλου και σε αυτό το LP τα «χώνει» άγρια σε μπάτσους, κυβερνήσεις, εκθειάζει τα μπάχαλα σε Μπαχρέϊν-Αίγυπτο-Βραζιλία, βρίζει την πατριαρχία, τους άντρακλες, συμβουλεύοντας ευγενικά όσους ετοιμάζονται για γαμπροί να τα βροντήξουν.

Ο κύριος απο το Μάντσεστερ γράφει για τους πολιτικούς, για τον Cassady και τον Ginsberg, για ταυρομάχους ταυρομάχο, για την μεγάλη του φαν Julie Hamill, για τα κυνηγόσκυλα της τέχνης, για τους χαμένους του φίλους και πίνει για αυτούς: «All i do is drink to absent friends». Μέχρι που τον ξαναπιάνουν τα ρομαντικά του και μας λέει πως «Earth Is the loneliest planet of all», με το κομμάτι να μου ακούγεται σαν υλικό για άπειρα remix και την post-milm Pamela Anderson να εμφανίζεται στο βίντεο.

Μετά περνάει μια βόλτα απο την «Istanbul» με αυτό το εφέ που θυμίζει «How soon is now» και πάλι μιλάει για κάποιον γιο. Πάντα είχε ένα κόλλημα με τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Δεν κατάλαβα τι έπαιξε με την Istanbul, ίσως να παρακολουθεί τούρκικα ο Moz, ίσως απλά να επηρεάστηκε απο την εξέγερση εκεί. Το «Oboe Concerto» θυμίζει το «Death of a Disco Dancer». Το ανεβαστικό «Kiss me a lot» φαντάζει ως συνέχεια του ρομαντικού «Let me kiss you». Στο

«Smiler With a Knife» λέει ότι «Sex and love are not the same» – σόρι Μοζ αλλά στην Ελλάδα το ξέρουμε εδώ και δεκαετίες πως «άλλο αγάπη και άλλο σέξ», το είπαν πρώτες οι Hi-5. Στο «Scandinavia» βρίσκει κάποιον, «One of Our Own», όπως λέει, και τον προτρέπει: «Give me the gun / I love you / A job half done / Isn’t done».

Σε αυτόν τον δίσκο κάνει το ταξίδι της ζωής του με τους πιο μεστούς στίχους που έχει γράψει ποτέ, και με μια θεματολογία που ολοκληρώνει οποιοδήποτε θέμα για το οποίο έχει ο ίδιος ποτέ μιλήσει. Στα 18 κομμάτια του δίσκου, μπορεί κανείς να δεί συμπυκνωμένη όλη την εξέλιξη του Moz, από τη διάλυση των Smiths και μετά.

Και με αφορμή το κλείσιμο του κύκνειου τραγουδιού, «Art-Hounds» («If you cannot stand this fake world – Take my hand») θα προέτρεπε όποιον δεν μπορεί να αντέξει αυτό τον ψεύτικο ντουνιά, να ακούσει ό,τι έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος και θα καταλάβει πως ο κόσμος μας δεν στέρεψε ποτέ από μικρά, ονειρικά, βελούδινα «μαξιλαράκια» στα οποία μπορείς να ακουμπήσεις. Όπως αυτός ο ολοκαίνουργιος, καλοχτισμένος και απολαυστικός δίσκος.

Στην επόμενη σελίδα: Ναταλία Πετρίτη, Θοδωρής Κανελλόπουλος, Άνη Ορφανίδου