«Η Mικρασιατική Καταστροφή υπήρξε όχι απλώς τομή, αλλά ρήξη στην κυριολεξία, δηλαδή βίαιη διάσπαση της συνέχειας». Αυτή η πρόταση ανοίγει το νέο βιβλίο του Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου «Μετά το 1922» (που είναι η συνέχεια του προ διετίας «1915: Ο Εθνικός Διχασμός») και περιγράφει εξαιρετικά τη σημασία που είχε το 1922 για την μελλοντική πορεία της χώρας.
Μετά τον καταστροφικό πόλεμο, η χώρα αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει και να διαχειριστεί ότι μπήκε οριστικά στη νέα εποχή της, η οποία θα κυριαρχείται από τρία χαρακτηριστικά: α) η έκταση της χώρας έχει αυξηθεί πολύ, β) το αλυτρωτικό όραμα της Ελλάδας των πέντε θαλλασών και των δύο ηπείρων έχει πεθάνει οριστικά και γ) οι, άνω του ενός εκατομμυρίου, πρόσφυγες ήρθαν για να μείνουν.
Το «Μετά το 1922» ασχολείται, λοιπόν, με τον Μεσοπόλεμο, τη χρονική περίοδο που καλύπτει τα πολύ ταραγμένα χρόνια από το 1922 ως το 1940. Με την «Δίκη των Εξι» που ολοκλήρωσε βίαια και απότομα το κεφάλαιο της απόδοσης ευθυνών για την απερίσκεπτη τραγωδία της εκστρατείας, η Ελλάδα βρίσκεται πια ενώπιον των νέων δεδομένων. Οι πρόσφυγες αποτελούν το 20% του νέου κράτους και αυτό δημιουργεί προβλήματα κοσμογονικά σε μια χώρα που δεν είναι ποτέ έτοιμη για τίποτα, πόσο μάλλον για τον αναγκαίο άθλο της ενσωμάτωσης ενός τεράστιου νέου και ξένου πληθυσμού.
Ο Μαυρογορδάτος επιλέγει να «αντιμετωπίσει» το δύσκολο και εξαιρετικά πολύπλοκο θέμα του χωρίζοντας το σε οκτώ μεγάλα κεφάλαια, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε μικρότερα κεφάλαια. Έτσι, γίνεται εύκολο στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τις πολλαπλές προσεγγίσεις, αλλά και να επικεντρώσει στο κάθε θέμα.
Οι πρώτες 100 σελίδες αποτελούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο και αφιερώνονται στην ιστορική αναδρομή. Τα υπόλοιπα κεφάλαια είναι θεματικά με εύληπτους τίτλους: Πρόσφυγες και Γηγενείς, Έλληνες Ορθόδοξοι και Μειονότητες, Νέες Χώρες και Παλαιά Ελλάδα, Ταξικές διαστάσεις και ανακατατάξεις, Η δαμόκλεια σπάθη του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν και βιογραφικά στοιχεία για τους βασικούς πρωταγωνιστές.
Αυτή η ποικιλία των θεμάτων είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου, καθώς επιτρέπει την εμβάθυνση στις περιστάσεις της περιόδου. Ανάμεσα σε άλλα, ο αναγνώστης βρίσκει πληροφορίες για τις εκλογικές διαδικασίες (με τις απίθανες πρωτοτυπίες μας, όπως η διαβόητη «στενοευρεία» περιφέρεια που σοφίστηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου και βοήθησε τον Βενιζέλο το 1923 και το 1928 και η «μπακλαβαδοποίηση» του 1934, όταν δημιουργήθηκαν δήμοι με τρόπο ώστε να επηρεαστεί το αποτέλεσμα), τη (σχεδόν ρατσιστική) αντιμετώπιση των προσφύγων από τους γηγενείς, την εκλογική (και όχι μόνο) συμπεριφορά ομάδων οπως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, την περιπέτεια της διαπραγμάτευσης για την παραμονή στην Κωνσταντινούπολη του Πατριαρχείου, την τεράστια και εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία της αφομοίωσης του τεράστιου όγκου των προσφύγων και την ηθελημένη μετατροπή τους σε αντιπαραγωγικούς μικρο-ιδιοκτήτες, ώστε να μη γίνουν κομμουνιστές, την εκμετάλλευση των προσφύγων από τους πολιτευτές αλλά και τον εκλογικό καιροσκοπισμό των προσφύγων, τη στάση του ΚΚΕ και πολλά άλλα.
Η φιγούρα του Βενιζέλου, αναπόφευκτα, κυριαρχεί στο βιβλίο, καθώς το δίπολο Βενιζελισμός – Αντιβενιζελισμός είναι και το βασικό ιδεολογικό αφήγημα της περιόδου. Ο Βενιζέλος σκιαγραφείται στο πραγματικό του εκτόπισμα, το οποίο είναι «μεσσιανικό» για την χώρα. Αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να μας σώσει, αλλά και αυτός που πρέπει να φύγει από τη μέση. Είναι ο μόνος που έχει την ικανότητα να διαπραγματεύεται για τη χώρα και να διαχειριστεί τον άθλο της ενσωμάτωσης των προσφύγων. Είναι όμως και εκείνος που κάνει λάθη και αλλάζει απόψεις.
Είναι σαφές ότι ο Μαυρογορδάτος παίρνει το μέρος του Βενιζέλου, τόσο λόγω των ικανοτήτων του ανδρός όσο και διότι οι αντίπαλοί αλλά και οι υποστηρικτές του υπολείπονταν πολύ με κάθε κριτήριο. Αυτό όμως δεν τον κάνει να παραγνωρίζει τα αρκετά και σοβαρά λάθη που έκανε ο Κρητικός πολιτικός, ιδιαίτερα μετά το 1928 (πχ την αποτυχία του να ετοιμάσει την διαδοχή του, την (αρνητική) αλλαγή του χαρακτήρα του από το 1928 και έπειτα, την συνεργασία του με τον Πλαστήρα στο κίνημα του 1935, κλπ.
Το βιβλίο επιχειρεί να παρουσιάσει μια, ει δυνατόν, αποστασιοποιημένη άποψη για τα γεγονότα. Στόχος του είναι όχι να δικαιολογήσει ή να ερμηνεύσει, αλλά να ρίξει περισσότερο φως σε ό,τι έγινε, ώστε να μπορέσει να βελτιωθεί η εικόνα που έχουμε για τον Μεσοπόλεμο. Υπό αυτό το πρίσμα, το «Μετά το 1922» συνεισφέρει, καθώς σίγουρα δίνει πολλές αφορμές για περαιτέρω συζήτηση.