Το Nosferatu γυρίστηκε βασισμένο στην παράδοση του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αυτό το μοναδικό κίνημα τέχνης που έγινε διάσημο από μια άλλη ταινία, Το Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι. Αυτό το ύφος χρησιμοποιεί σκληρές γωνίες και παίζει ένα ακραίο παιχνίδι με τις σκιές, ένας συνδυασμός που θα φέρει μια άλλου είδους σουρεαλιστική ποιότητα στο χάραμα της έβδομης τέχνης (αν και o Καλιγκάρι χρησιμοποιεί απίστευτα στυλιζαρισμένα σκηνικά για να αποδώσει αυτό το αποτέλεσμα). Αντίθετα το Nosferatu διατηρεί το ονειρικό στυλ, αλλά χρησιμοποιεί πραγματικά τοπία τα οποία αφήνουν μια πιο νατουραλιστική γεύση στο θεατή, κάνοντας τον να πιστέψει ότι το βαμπίρ ζει και αναπνέει στον κόσμο μας.
Ένα είναι σίγουρο: στα μάτια ενός σύγχρονου θεατή, το Nosferatu είναι μια αργή ταινία. Έτσι, ενώ σε κάποια σημεία μπορεί να υπάρχουν δραματικές αλλαγές στην εξέλιξη της δράσης, ενώ υπάρχει μια σκηνή καταδίωξης και μια τελική αναμέτρηση, στο σύνολό της η ταινία ακολουθεί αργούς ρυθμούς αφήγησης, κάτι που μόνο στις Ευρωπαϊκές επιρροές της μπορεί να το αποδώσω. Αλλά θεωρώ ότι η ομορφιά αυτής της ταινίας βρίσκεται στη χρήση των σκιών. Υπάρχουν μόνο τρεις σκηνές στην ταινία όπου το βαμπίρ «χτυπάει» και σε καμία από αυτές δεν το βλέπουμε. Βλέπουμε μόνο τη σκιά του. Αυτό το τόσο συμβολικό και στοιχειωμένο πρόσωπο του βαμπίρ παραμένει εκτός οθόνης ενώ αντίθετα η σκιερή σιλουέτα είναι εκείνη που εκτελεί τις πιο τρομακτικές σκηνές.
Το βαμπίρ ενσαρκώνει ο Max Schreck, σαν ένα πραγματικό τέρας της φύσης. Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε καμία άλλη ταινία βρυκολάκων τα βαμπίρ δεν ήταν τόσο τρομακτικά όσο ο Schreck στο Nosferatu. Και η αλήθεια είναι ότι ο Γερμανός ηθοποιός κάνει μια απίστευτη δουλειά στο να «χτίσει» έναν τόσο στοιχειωμένο χαρακτήρα, ο οποίος αντίθετα με άλλους κινηματογραφικούς βρυκόλακες, δεν κυνηγάει τα θύματά του, αλλά αντίθετα τα πλησιάζει και τα παραλύει σε μια τρομακτική υποταγή, πριν κάνει τη θανατική του κίνηση.
Το soundtrack των Mechanimal για το Nosferatu γράφτηκε σε μια περίοδο πολιτικών και κοινωνικών εντάσεων. Όταν ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, διευθυντής του Athens Open Air Festival, μας πρότεινε την ιδέα, δεν γνωρίζαμε ότι θα έπρεπε να το δουλέψουμε και να το τελειώσουμε μέσα σε τόσο έντονες κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις. Έτσι, ενώ η μουσική γραφή μας ακολουθεί πιστά την πλοκή της ταινίας, θα έλεγα ότι το κλίμα του ελληνικού καλοκαιριού του 2015 στιγμάτισε και αυτό κάπως με τον τρόπο του, την μουσική που γράψαμε για να ντύσει αυτήν την κλασική ταινία.