Στο πλαίσιο του τριετούς προγράμματος «Δημιουργία και καθιέρωση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά του φεστιβάλ “Η δυναμική του ελληνικού λόγου στο θέατρο” Μάρτιος-Απρίλιος-Μάιος 2018-2020», που αποτελεί μια διείσδυση στο άδυτο του θεάτρου, του μηχανισμού και των πρακτικών του, από τους συγγραφείς των κειμένων, τις πρόβες έως τους φωτιστές και τους ενδυματολόγους, παρακολουθήσαμε την πρώτη για φέτος παράσταση «Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία» του Μάκη Τσίτα, σε σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη. Κι όσο αν το σύγχρονο ελληνικό θέατρο πλειστάκις μας έχει απογοητεύσει, με δυο-τρεις τρανταχτές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, τουλάχιστον στους δυο βασικούς πυλώνες του, ήτοι από πλευράς κειμένου και σκηνοθεσίας-υποκριτικής, η συγκεκριμένη παράσταση μας αναπτέρωσε το ηθικό και τις ελπίδες σχετικά. Κάποια στιγμή πάντα κάτι αξιόλογο θα προκύπτει, βγάζοντάς μας από αυτή την ένδεια.
Πρόκειται για μια σπονδυλωτή παράσταση από πέντε μονόπρακτα, πέντε ιστορίες με κοινό άξονα και με βάθος ουσίας. Κι ενώ σε πρώτο επίπεδο βλέπουμε ήρωες διαφορετικού φύλου, ηλικίας, παιδείας, προερχόμενους από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, στην καθημερινότητα και μέσα από προσωπικές τους στιγμές, να προσπαθούν να επικοινωνήσουν, με σκοπό να έρθουν σε μια έστω υποτυπώδη συνεννόηση που θα τους δώσει το κουράγιο και το έναυσμα να συνεχίσουν αυτή την όποια μίζερη ή ευτυχισμένη, για τους ίδιους, ζωή, αυτοστιγμεί κατερχόμαστε στη βάση αυτών των μονόπρακτων. Τι είναι εκείνο που τους ωθεί στην αναζήτηση της συνεννόησης; Μα σαφώς και είναι η ανυπαρξία της. Η οποία, όμως, προέρχεται από τι;
Μέσα σε αυτά τα πέντε μονόπρακτα παρελαύνουν ήρωες καθημερινοί. Που εξωτερικά φαίνονται όπως όλοι όσοι συναντάμε στην καθημερινότητά μας και δεν δίνουμε την παραμικρή σημασία περαιτέρω. Δίχως καν να σκεφθούμε πως κι αυτοί είναι τόσο όμοιοι με μας και άρα τόσο αδιάφοροι όπως εμείς, που βιώνουν όμως πάνω-κάτω τα ίδια προβλήματα, σκέψεις, αντιδράσεις κ.λπ. Βιώνουμε τα ίδια προβλήματα και στενοχώριες, που όμως κανείς μας δεν τα ομολογεί ούτε στον εαυτό του, πόσο μάλλον στον διπλανό του, και τα οποία, εν πολλοίς, προέρχονται από την έξη της καθημερινότητας αλλά και των τόσο οικείων δεδομένων. Θέματα στα οποία ο Τσίτας στηρίζει τα εξαιρετικά του μονόπρακτα και η Πατεράκη αναδεικνύει με εκπληκτική ενάργεια.
Η μοναξιά και κατ’ επέκταση η μοναχικότητα, εξωτερική μα κυρίως εσωτερική, με το αποτέλεσμα αυτής, τη μόνωση, όχι πάντα σε σημείο απομόνωσης, αλλά μια μόνωση που επιμένει να κινείται, να κυκλοφορεί και να επιχειρεί να δημιουργήσει επαφή και επικοινωνία είναι τα θέματα που αποτελούν τη βάση αυτών των κειμένων. Κι από αυτό το σημείο ακριβώς εκκινούν οι ήρωες, τα προβλήματα και κατ’ επέκταση τα ερωτήματα. Φταίνε πράγματι τα παραπάνω δεδομένα για τα αδιέξοδα που φαίνεται να αντιμετωπίζουν; Ο Τσίτας όμως είναι δόκιμος συγγραφέας και η Πατεράκη με την τεράστια πείρα της κατάφερε να δει και να αναδείξει αυτό που θέλει να μας πει ο συγγραφέας.
Κι ενώ φαινομενικά, σε πρώτο και δεύτερο επίπεδο, και στα πέντε μονόπρακτα διακρίνουμε όλα τα παραπάνω, έρχεται ευφυώς στο τέλος τους εκείνο το στοιχείο να τα δέσει ακόμα περισσότερο και να μας λύσει τα χέρια. Πού οφείλονται όλα αυτά;
Το πρώτο μονόπρακτο, με αρχικό τίτλο «Η φασαρία», με το μεσήλικο ζευγάρι στα όρια ίσως του χωρισμού, θα τέλειωνε με έναν πνιγμό. Φευ, όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, από μια τυχαία και έγκαιρη παρέμβαση. Πολύ επιτυχημένη επιλογή για να ανοίξει τον κύκλο και να μας βάλει στο κλίμα της παράστασης. Η επιλογή του δευτέρου είναι και καταδεικτική του όλου σχήματος. Με αρχικό τίτλο «Ο στρατηγός και τα πορτοκάλια» και παιγμένο κατ’ επανάληψη τρεις φορές μέσα στην παράσταση από διαφορετικούς ηθοποιούς, το ίδιο ακριβώς, τοποθετημένο καίρια στη ροή μάς δείχνει τον δρόμο. Ο τρελούτσικος, πλην όμως άκακος, που ζητάει συνεχώς τσιγάρο και επαναλαμβάνει ως μότο, χωρίς συνοχή, τα ίδια για τον στρατηγό, τα πορτοκάλια, τα κάστρα, τους σμηνίτες, τα όπλα κ.λπ. φανερώνει εναργέστατα και την όλη ουσία του θεατρικού.
Η τρέλα, η παράνοια, άκακη μεν αφού δεν βλάπτει κανέναν με ό,τι κάνει, φανερή, εξωτερικευμένη ή αφανής σε άλλη περίπτωση και λίαν κεκαλυμμένη, είναι αυτό που μας διακατέχει. Το παράλογο, αυτό που διαφεύγει τα όρια της καθημερινής και εν γένει λογικής, μας οδηγεί σε όλες εκείνες τις ατραπούς που ανακαλύψαμε σε πρώτο και δεύτερο επίπεδο. Κι όσο το παράλογο, αυτή η τρέλα δεν είναι επιβλαβής για κανέναν μας, απλά την ανεχόμαστε – μέσα μας, έξω μας, ως προσλαμβάνουσα αλλά και εξωτερικευμένη. Αυτό είναι το συνεκτικό στοιχείο και βαθύτερη ουσία αυτού του θεατρικού.
Και τα υπόλοιπα τρία μονόπρακτα κινούνται πάνω στον ίδιο παρονομαστή και με το ίδιο υπόβαθρο. Η χήρα που πλησιάζει τον νέο στο παγκάκι και του αφηγείται την ιστορία της ζωής της και του νεκρού συζύγου της, που όμως αυτού του τραβάει την προσοχή μια άλλη νεαρά απ’ απέναντι, φαινομενικά και μόνο είναι έτσι. Με αρχικό τίτλο «Η πλατεία», το τέλος του μας εκπλήσσει και μας οδηγεί στα όρια αυτής της παράνοιας. Οι κυρίες που παρακολουθούν μια σαπουνόπερα και παροτρύνουν τους ήρωες να κάνουν το ένα ή το άλλο, γνωρίζοντας από πριν τι θα ακολουθήσει, στην πραγματικότητα έχουν πράξει στη ζωή τους τα αντίθετα. Ακόμα κι εκείνη η μισότρελη, στο μονόπρακτο με τίτλο «Το προαίσθημα», που στέλνει γράμμα στον υπουργό, μας οδηγεί στο αυτό συμπέρασμα. Ο γενικός τίτλος, δε, της παράστασης προήλθε από καταδεικτικές λέξεις των τίτλων των μεμονωμένων μονοπράκτων.
Η συλλογική, κυρίως, μα και η κατά μόνας παράνοια – αυτό καταδεικνύει ευφυώς ο Τσίτας στο σπονδυλωτό του έργο. Με πολύ απλό, εύληπτο και επιτυχημένο λόγο και τρόπο. Μας παρουσιάζει μια εικόνα του εαυτού μας, μέσα από μια πτυχή της ζωής, που αίφνης μια σχισμή της άφησε να αναφανεί η αλήθεια.
Ιδιαιτέρως επιτυχημένη η σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη, που αναγνώρισε και ανέδειξε όλα αυτά τα στοιχεία του κειμένου. Έξυπνο το εύρημα με τις σφυρίχτρες και το σύνολο των ηθοποιών που δεν έπαιζαν μπροστά, καθισμένων στο βάθος της σκηνής σε ημίφως και σφύριζαν κατά την αλλαγή των μονοπράκτων. Πολύ καλή η απόδοση των ηθοποιών (Ελισάβετ Γιαννακού, Μαρία-Νεφέλη Δούκα, Τρύφων Ζάχαρης, Νίκος Μαυράκης, Ιωάννα Μπιτούνη, Λευτέρης Παπακώστας, Δανάη Παπουτσή, Βαγγέλης Ρόκκος, Μυρτώ Σαρρή, Δημήτρης Τσικούρας), που φάνηκε να μπαίνουν με ευκολία στους ρόλους τους και να τους αναδεικνύουν επιτυχημένα. Προσεγμένα και λιτά τα σκηνικά και ιδιαιτέρως τα κουστούμια (Λίζα Πεζανού), που αναδείκνυαν το ποιόν εκάστου ήρωα με τις ιδιαιτερότητές του. Όπως και οι χαρακτηριστικές μουσικές επιλογές της Πατεράκη, που ταίριαξαν απόλυτα με την κάθε ιστορία.