Γιος του μεγαλύτερου αστέρα που έχουν γνωρίσει ποτέ οι πολεμικές τέχνες οποιουδήποτε είδους σε οποιαδήποτε ήπειρο της υφηλίου, ο Brandon Lee έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του, για να αποσυνδέσει το όνομά του από ‘κείνο του πατέρα του. Παρ’ ότι πολύ βαριά για να τον αφήσει εύκολα να της ξεφύγει, ο Brandon φαινόταν πολύ κοντά στον να αποτινάξει από πάνω του τη σκιά του Bruce Lee, όταν το Μάρτιο του ’93 ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει τα γυρίσματα αυτής που θα γινόταν η break-out ταινία του. Ένα γοτθικό περιπετειώδες θρίλερ, που θα προσέφερε στον Brandon την αποστασιοποίηση που χρειαζόταν από τις πολεμικές τέχνες, για να μπορέσει να εδραιώσει τις αυτόφωτες υποκριτικές του ικανότητες.
Προορισμένη για μεσαίου βεληνεκούς μπιμουβιάρικο θριλεράκι κλασσικής ‘90s κοπής με φιλοδοξίες να γεννήσει το franchise που θα έβαζε τον Brandon Lee σε πορεία προς τ’ αστέρια, η ταινία στήθηκε με budget μόλις $15 εκατομμυρίων κι εκτός απ’ την ελαφρώς αναγνωρίσιμη μυθολογία του τίτλου της, είχε στα ατού της και τον Alex Proyas να σκηνοθετεί, έτοιμο σχεδόν κι αυτόν να συστηθεί στον κινηματογραφικό κόσμο ως μια στιβαρή υποσχόμενη δημιουργική δύναμη -η ίδια δύναμη που θα έκανε τέσσερα χρόνια αργότερα το Dark City/Σκοτεινή Πόλη. Αντ’ αυτού, η ταινία έμεινε στην ιστορία κερδίζοντας δικαιωματικά μια θέση στη λίστα με τις καταραμένες παραγωγές του Hollywood, διεκδικώντας ίσως και την πρωτιά απέναντι σε τίτλους όπως το Poltergeist/Το Πνεύμα του Κακού, το The Excorist/Ο Εξορκιστής, ή το The Omen/Η Προφητεία.
Οκτώ μέρες πριν τη λήξη των γυρισμάτων, τη βραδιά που θα γυριζόταν η τελευταία απ’ τις σκηνές που περιλάμβαναν όπλα, ο Brandon Lee, που υποδύεται τον Eric Draven (έναν μουσικό που δολοφονείται μαζί με την αρραβωνιαστικιά του κι ένα χρόνο μετά επιστρέφει απ’ τους νεκρούς για να πάρει εκδίκηση απ’ τους φονιάδες), εκφράζει τον ενθουσιασμό του για την ταινία στη μητέρα του, κλείνει το τηλέφωνο και κατευθύνεται στο πλατώ. Κρατώντας μια χαρτοσακούλα με ψώνια, ο Eric μπαίνει στο διαμέρισμα που μοιράζεται με την αρραβωνιαστικιά του, στο οποίο, σύμφωνα με το σενάριο έχουν εισβάλει τα τσιράκια του αρχινονού το εγκλήματος της πόλης, έχουν τρομοκρατήσει τη νεαρή κοπέλα κι αρχίζουν να τη βιάζουν. Ο επικεφαλής τους τον βλέπει να μπαίνει, στρέφει το όπλο του, και τον πυροβολεί. Η χαρτοσακούλα γίνεται χαρτοπόλεμος, ο Eric πέφτει στο πάτωμα αιμόφυρτος, κι οι λακέδες της νύχτας συνεχίζουν τη δουλειά τους.
Ο Proyas φωνάζει cut. Τεχνικοί και ηθοποιοί αρχίζουν να σηκώνονται, να μπαίνουν στη σκηνή, να ρυθμίζουν τα σκηνικά. Ο Brandon παραμένει στο πάτωμα, αθεράπευτος χαβαλές, κάνει το κομμάτι του. Οι ηθοποιοί κατευθύνονται στα καμαρίνια, οι τεχνικοί πιάνουν την κουβέντα, ο σκηνοθέτης βλέπει τα πλάνα με τους βοηθούς του. Όμως ο πρωταγωνιστής εξακολουθεί να μην κουνιέται, παρά μόνο για να κάνει σήμα ότι κάτι έχει πάει στραβά. Τα ξημερώματα της 31ης Μαρτίου του 1993, ο γιατρός κάνει την επίσημη ανακοίνωση: έχοντας εισέλθει στην κοιλιακή του χώρα, μια σφαίρα διακόρευσε ζωτικά όργανα και σφηνώθηκε στα δεξιά της σπονδυλικής του στήλης. Είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Brandon Lee είναι νεκρός από πυροβολισμό.
Στις 20 Ιούλη του 1973, εν μέσω των γυρισμάτων του Game of Death/Το Παιχνίδι του Θανάτου, και τρεις βδομάδες πριν την έξοδο της εικονικότερής του στιγμής, του Enter the Dragon/Ο Κίτρινος Πράκτωρ του Χονγκ Κονγκ, ο Bruce Lee βρίσκεται νεκρός στο Χονγκ Κονγκ, στο διαμέρισμα μιας συμπρωταγωνίστριάς του. Αν κι η επίσημη αιτία του θανάτου του ήταν η αλλεργική αντίδραση σ’ ένα συνταγογραφούμενο μυοχαλαρωτικό αναλγητικό που του χορήγησε εν αγνοία των συνεπειών η οικοδέσποινά του για να τον ανακουφίσει από πονοκέφαλο, το φολκλόρ του ξαφνικού του χαμού τροφοδότησε συνωμοσίες που περιλάμβαναν από την καθυστερημένη συνέπεια ενός καβγά στον οποίο είχε μπλέξει μερικές μέρες νωρίτερα κι είχε δεχτεί το «Φιλί του Θανάτου» –ένα χτύπημα που προκαλεί βραδυφλεγώς κλιμακούμενη εγκεφαλική κάκωση που κορυφώνεται σε ανεύρυσμα–, μέχρι εκτέλεση απ’ την μαφιόζικη κινεζική Τριάδα, που τον είχε βάλει στο στόχαστρό της χρόνια πριν, επειδή όχι μόνο αποκάλυπτε μυστικά του Κουνγκ Φου στους Δυτικούς, αλλά το έκανε αρνούμενος να παίξει στις δικές της ταινίες.
Και μολονότι η αιτία θανάτου του Brandon Lee δεν επιδέχεται παρερμηνειών, οι συνθήκες γύρω απ’ το ατύχημά του είναι ιδιαζόντως ομιχλώδεις. Το να πυροβοληθεί κατά λάθος ένας ηθοποιός από έναν συνάδελφό του, κατά τη διάρκεια γυρίσματος μιας πλήρως ελεγχόμενης σκηνής, είναι κάτι που δεν γίνεται ούτε σε ερασιτεχνική θεατρική παράσταση, πόσο μάλλον σε μια σοβαρή χολιγουντιανή παραγωγή της δεκαετίας του ’90, με δικηγόρους και σωματεία και ασφαλιστήρια συμβόλαια να απαιτούν την παρουσία ολόκληρων συνεργείων ειδικών να επιβλέπουν τη σωστή εφαρμογή πρωτοκόλλων ασφαλείας που εγγυώνται την αρτιμέλεια των εργαζομένων, διαφορετικά δεν παίρνεις καν την άδεια να κάνεις την ταινία. Η συγκεκριμένη βραδιά όμως, ήταν διαφορετική.
Η σκηνή απαιτούσε τη χρήση δυο ειδών πυρομαχικών: αβολίδωτα φυσίγγια με πυροδοτική ύλη που θα εξασφάλιζαν την φωτεινή πυροδότηση και το κάπνισμα της κάννης στα μακρινά πλάνα του πυροβολισμού, και βολιδωμένα φυσσίγια χωρίς πυροδοτική ύλη, για την απαραίτητη αληθοφάνεια στα κοντινά πλάνα των θαλάμων του περιστρόφου. Ελλείψει βολιδωμένων χωρίς μπαρούτι, και με τις απαιτήσεις της παραγωγής να πιέζουν το χρόνο των γυρισμάτων, μέλη του συνεργείου χωρίς την επίβλεψη του επικεφαλής όπλισμού της παραγωγής, αποφάσισαν να κάνουν τον Μαγκάιβερ. Αφαίρεσαν την πυρίτιδα απ’ τα βολιδωμένα φυσίγγια και τα χρησιμοποίησαν ως είχαν για τα κοντινά πλάνα. Κατά τη διάρκεια αυτών των μικρών σκηνών στις οποίες το όπλο δεν στοχευόταν σε κανέναν, ένα απ’ τα βολίδια αποκολλήθηκε απ’ τον κάλυκα και σφηνώθηκε στη θαλάμη. Ύστερα, στο όπλο τοποθετήθηκαν τα αβολίδωτα φυσίγγια με την πυρίτιδα. Και μη ακολουθώντας τον κανονισμό που απαιτεί το όπλο να στοχεύεται ένα με δυο μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι του ηθοποιού-θύματος, ο χειριστής του όπλου έστρεψε το περίστροφο προς τον πρωταγωνιστή, τράβηξε τη σκανδάλη, και η πυροδοτική ύλη ήταν αρκετή για να ξεσφηνώσει τη βολίδα και να την στείλει στα σπλάχνα του Brandon Lee.
Διάφοροι εμπειρογνώμονες κι ανεξάρτητοι ερευνητές έχουν κατά καιρούς εκφράσει κι αναλύσει την άποψη ότι η πιθανότητα να συμβεί ένα τέτοιο περιστατικό και να επιφέρει έναν τόσο τραγικό θάνατο είναι πιο ισχνή κι από εκείνη του Lee Harvey Oswald να έδρασε μόνος του στη δολοφονία του JFK. Η θεωρία του δεύτερου πιστολιού είναι η πιο δημοφιλής στις συνωμοσιολόγους που βλέπουν το θάνατο του Brandon Lee ως εκτέλεση, κι οι διάφορες θεωρίες που αναφέρονται σ’ έναν μυστηριώδη Ανατολίτη κομπάρσο ο οποίος εμφανίστηκε για να δουλέψει στην παραγωγή μονάχα στις σκηνές με τα όπλα κι έκτοτε εξαφανίστηκε μαζί με το φύλλο εργασίας του, μονάχα λάδι έχουν προσφέρει στη φωτιά που καίει άσβεστη, θεριεύοντας κάθε τόσο τις σκιές μυστηριωδών συμπλεγμάτων που μηχανεύονταν την διαγραφή από προσώπου γης του γενεαλογικού δέντρου ολόκληρου της οικογένειας Lee.
Όπως και να’χει, μετά το θάνατο του πρωταγωνιστή, τα γυρίσματα της ταινίας σταμάτησαν κι οι παραγωγοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με το αν θα πρέπει να την ολοκληρώσουν στη μνήμη του Brandon Lee, ή να την παρατήσουν, δεδομένου του άκομψου συνδυασμού του άτυχου περιστατικού με τη βία που χαρακτήριζε την ίδια την ταινία. Η Paramount απέσυρε το ενδιαφέρον της από τη διανομή, όμως η Miramax ανέλαβε τα δικαιώματα κι έριξαν άλλα $8 εκατομμύρια στην παραγωγή, η οποία συνεχίστηκε μετά από μερικές τροποποιήσεις του σεναρίου, που είχαν να κάνουν κυρίως με την εξάλειψη σκηνών απ’ το παρελθόν του χαρακτήρα του Brandon Lee, και που δεν είχαν ακόμη γυριστεί. Στις 15 Μαΐου του 1994 η ταινία βγήκε στις αίθουσες με διακριτικότητα ασυνήθιστη για τα δεδομένα των αδερφών Weinstein, όμως η αντιδράσεις ήταν εξίσου ενθουσιώδεις, τόσο από τους κριτικούς που την χαιρέτησαν ως την καλύτερη ως τότε κινηματογραφική μεταφορά κόμικ, όσο και απ’ το κοινό που την μετέτρεψε σε εισπρακτική επιτυχία και σε ένα cult favorite των 90s.