Ήξερα τον Χρήστο Παπαδόπουλο ως μέλος της «οικογένειας» του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Τον ανακάλυψα ως χορογράφο στην τρίτη του δουλειά και πρώτη για τη Στέγη, «Ιόν», μια παράσταση εμπνευσμένη από το φαινόμενο του ιονισμού (είχαν προηγηθεί οι «Elvedon» και «Opus»). Ακόμη θυμάμαι τον ενθουσιασμό και την έξαψη που είχε χαρακτηρίσει εκείνη τη βραδιά. Για την απρόβλεπτη χορογραφία. Τον μινιμαλισμό και το ιδιαίτερο κινητικό μοτίβο σε διαρκή επανάληψη. Τον κοφτό ρυθμό, την μικροφυσική στη λεπτομέρεια. Και βεβαίως την πλαστικότητα και το «ράγισμα» των σωμάτων στους δέκα χορευτές του. Που γινόντουσαν σμήνος πουλιών. Και «κοπάδι» από πυγολαμπίδες που χάνονταν στο φως.
Όσοι είχαν την εμπειρία του Ιόν ήξεραν τι να περιμένουν. Ακόμη ίσως, τι ήθελαν να ξαναδούν. Με τι ανυπομονούσαν να αναμετρηθούν. Οι υπόλοιποι δεν ξέρω. Δεν μπορώ να νοιώσω πως ήταν για αυτούς, η πρώτη επαφή με το παπαδοπουλικό μοτίβο, ειδικά μάλιστα όταν αυτή είχε την αίσθηση ενός «παγόβουνου» που χόρευε μέσα στις σκιές. Περισσότερο αυστηρά ίσως, από όσο θα άντεχε κάποιος μη μυημένος.
Μεταφέρω από το δελτίο τύπου: «Παγετώνας ή παγοκρηπίδα. Αυτός είναι ο επιστημονικός όρος του τεράστιου ακινητοποιημένου όγκου νερού Larsen C, ηλικίας 10.000 ετών, που βρίσκεται στην Ανταρκτική. Ο Larsen C, με έκταση διπλάσια της Ουαλίας, κινείται τόσο αργά, ώστε αυτή η κίνησή του δεν συλλαμβάνεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Λες και ο παλμός της κίνησής του απορροφάται από τον χώρο και τον χρόνο. Στην ομώνυμη νέα χορογραφία του Χρήστου Παπαδόπουλου, τα ανθρώπινα σώματα συντονίζονται στον ίδιο αέναο ρυθμό, σε μια ονειρική ακολουθία, όπου προοδευτικά φαντάζουν εξίσου απόκοσμα με το πολικό τοπίο».
Ο παγετώνας του Larsen C ταξίδεψε στην Ευρώπη πριν περάσει από τη Στέγη. Πήγε στο Παρίσι, πήγε στις Βρυξέλλες, πήγε στη Μαδρίτη, πήγε στη Ρώμη. Κατέκτησε όλες τις ευρωπαϊκές σκηνές. Έγινε sold out. Έγινε θέμα συζήτησης. Επαινέθηκε από κοινό και ειδικούς για την τόλμη του και την εκπληκτική του δεξιοτεχνία. Χειροκροτήθηκε με πάθος για τους εύπλαστους ερμηνευτές του. «Ήταν άραγε μια εφικτή αποστολή το να σφυρηλατήσεις ένα καινοτόμο καλλιτεχνικό ιδίωμα σ’ ένα δύσκολο περιβάλλον;» αναρωτήθηκε το βελγικό Le Vif. Προφανώς και ήταν. Ξεκάθαρα. Και συνέχισαν κι άλλοι σε ανάλογο ύφος: «ένας χορός που λιώνει όπως ο πάγος, εκπέμποντας φως», «τρελά ακριβής, διαολεμένα δυνατός και παρ’ όλα αυτά σχεδόν άπιαστος, αυτός ο χορός αιχμαλωτίζει και συγχρόνως απελευθερώνει το βλέμμα», «συναρπαστικό, με δυνατές, συνταρακτικές, απατηλές εικόνες».
Και ήρθε η στιγμή να δούμε κι εμείς τι είδαν. Και αν είναι δυνατόν, να νοιώσουμε το ανάλογο. Χτες βράδυ, όλα ξεκίνησαν με τη σύσπαση μιας φωτισμένης γυμνής πλάτης να ξεπροβάλει μέσα από το σκοτάδι. Και κάπως έτσι, σχεδόν αμέσως, πάνω στην πλάτη του χορευτή Γεώργιου Κοτσιφάκη, οριοθετήθηκε και η σημαντικότητα της Ελίζας Αλεξανδροπούλου και των φωτισμών της στη παράσταση. Οι σκιές της, οι έξοχοι υπαινιγμοί της, οι πότε τρυφεροί και πότε άγριοι εναγκαλισμοί της με τα σώματα των επτά χορευτών, ήταν το καταφύγιο όταν σε κάποιες λίγες περιπτώσεις, οι επαναλήψεις του μοτίβου έδειχναν να χάνουν την φρεσκάδα τους και τον συντονισμό τους. Ευτυχώς αυτές ήταν λίγες. Γιατί καθόλη τη διάρκεια της «σκοτεινής» παράστασης, το μοτίβο λειτούργησε (με τις περισσότερες ενστάσεις να συγκεντρώνονται στο τρίτο μέρος και στο δεύτερο μισό του). Οι χορευτές, περιέγραψαν τον πάγο και το νερό, σαν σε διαλογισμό, η αθόρυβη μετάβαση των σωμάτων τους από σημείο σε σημείο μαγνήτιζε το βλέμμα, κοντά σε αυτό και η μουσική, ειδικά στο δεύτερο μέρος που ξέφυγε από το industrial ηχοτόπιο του πρώτου και του τρίτου και άφησε τα beat να σπιντάρουν όπως σε υπόγειο Βερολινέζικου κλαμπ των 00ς.
Αν έκλεινες τα μάτια και τα ξανάνοιγες, δεν ξέρω αν έβλεπες το ταξίδι του παγόβουνου από το βορρά. Εγώ έβλεπα βυθό, νούφαρα να ανοιγοκλείνουν τα πέταλα τους, σμήνη πουλιών χαμένα στον ωκεανό να σουλατσάρουν (σχεδόν) ανέμελα, ακέφαλους ιππότες, διαδρόμους αεροδρομίων, έβλεπα αυτά που έβλεπα, γιατί όπως θα ανακάλυπτα μετά, στις συζητήσεις που ακολουθούν σε αυτές τις περιπτώσεις, οι άλλοι έβλεπαν άλλα.
Θυμάμαι πως πάνω κάτω είχα κάνει τις ίδιες σκέψεις όταν παρακολουθούσα και τη προηγούμενη δουλειά του Χρήστου Παπαδόπουλου. Πόσο με παρασύρει, σχεδόν με υπνωτίζει, το κινησιολογικό μοτίβο που έχει αναπτύξει αυτός ο «παρατηρητής της κίνησης του ελαχίστου». Αυτό το επαναλαμβανόμενο μέτρο που ασχέτως των προθέσεων του, καταφέρνει να διηγηθεί ιστορίες άγνωστες ακόμη και σε αυτό. Ένα , δύο, τρία, πάγωμα στο χρόνο και πάμε από την αρχή. Ξανά και ξανά. Τη στιγμή που σαν άλλο σώμα, τα πόδια γλιστρούν αθόρυβα και κυκλοφορούν τριγύρω. Ατάκτως. Ή πολύ τακτικώς. Πότε μόνα, πότε σαν σε μικρά μελίσσια.
Και πόσο τελικά, όλο αυτό έχει μια δυναμική ικανή να διασώζει τον παρατηρητή και να τον οδηγεί. Κάτω ή πάνω στο νερό!
Οι τυχεροί που θα δουν την παράσταση το Σάββατο στις 2 Απριλίου θα μπορούν να παραμείνουν στις θέσεις τους και να απολαύσουν μια live συζήτηση με τον χορογράφο. Την οποία θα συντονίσει ο Αλέξανδρος Μιστριώτης, Σύμβουλος Δραματουργίας στο Larsen C.
Συντελεστές
Σύλληψη & Χορογραφία: Χρήστος Παπαδόπουλος
Χορεύουν: Αντώνης Βαής, Χαρά Κότσαλη, Γεώργιος Κοτσιφάκης, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Μαρία Μπρεγιάννη, Αλέξανδρος Νούσκας Βαρελάς, Ιωάννα Παρασκευοπούλου
Μουσική & Ηχητική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Κοστούμια: Άγγελος Μεντής
Δραματουργία: Αλέξανδρος Μιστριώτης
Βοηθός Χορογράφου: Μάρθα Πασακοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Οργάνωση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη, Ζωή Μουσχή
Υπεύθυνοι Φωτισμών Περιοδείας: Σταύρος Καριωτόγλου, Εβίνα Βασιλοπούλου, Αλέξανδρος Μαυρίδης
Τεχνική Διεύθυνση Περιοδείας: Μιχάλης Σιούτης
Οργάνωση Περιοδείας: Κωνσταντίνα Παπαδοπούλου
Διεθνής Διανομή: Key Performance
Ένα έργο του Χρήστου Παπαδόπουλου // Λέων και Λύκος
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
H περιοδεία υποστηρίζεται από το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια» της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση