Η δική σας ερμηνεία για το αυξημένο ενδιαφέρον των ξένων φεστιβάλ για ελληνικές ταινίες, ποια είναι; Είναι η νέα κινηματογραφική μας γλώσσα, είναι η μόδα της κρίσης, είναι κομμάτι του κύκλου των φεστιβάλ;
ΓΚ: Δεν νομίζω ότι υπάρχει απόλυτη αλήθεια, όλα παίζουν ρόλο. Και trend έγινε, και οι σκηνοθέτες μας είναι πάρα πολύ καλοί, και focus στη χώρα υπήρξε απ’ τις μπροστινές σελίδες της εφημερίδας, οπότε κύλησε και προς τα πίσω στις πολιτιστικές. Είναι συνδυασμός. Αλλά είναι και οι παραγωγοί, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την προηγούμενη γενιά. Και δεν το λέω για τον εαυτό μου αυτό. Βγάλε εμάς έξω, όλα τα παιδιά κάνουν πολύ καλή δουλειά, και δεν έχουν καμία σχέση με παλιότερες νοοτροπίες, όπου έκανες τα γυρίσματα και η δουλειά σου τελείωνε εκεί. Εδώ συζητάμε τώρα ότι τελειώνεις το γύρισμα και μετά η ταινία έχει ενάμιση χρόνο δουλειά ακόμα. Είναι ριζική διαφορά αυτό. Όπως και το πριν την ταινία, που επίσης θέλει ενάμιση χρόνο δουλειά. Είναι ουσιαστικές διαφορές αυτές, συν του ότι πολλά νέα παιδιά, όπως ο Κώστας κι εγώ, έχουνε σπουδάσει έξω, έχουν γυρίσει την πιάτσα, έχουνε κάνει workshops ευρωπαϊκά, έχουν φτιάξει τους κύκλους τους, τις άκρες τους, ξέρεις, όλο αυτό το πακέτο.
ΚΚ: Εγώ νομίζω ότι υπάρχει κι ένας ιστορικός παράγοντας, με την έννοια ότι, στον ελληνικό κινηματογράφο, είχαμε τη δεκαετία του ’70, τη γενιά των μεγάλων πατριαρχών, ας πούμε, του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου: ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, και πάει λέγοντας. Αμέσως μετά, είχαμε μια γενιά σκηνοθετών που βγήκαν στα μέσα των 80s μέχρι και τα πρώτα 90s, οι οποίοι είχαν τόσο έντονη πάνω τους την επιρροή των προηγούμενων, που δεν μπόρεσαν να αποδεσμευτούν απ’ τον τρόπο που είχε διαμορφωθεί ο ΝΕΚ απ’ τους προηγούμενους σκηνοθέτες. Και ψυχαναλυτικά να το δεις, δηλαδή. Η σημερινή γενιά, που είναι άνθρωποι οι οποίοι ξεκίνησαν να δουλεύουν ως σκηνοθέτες, κυρίως απ’ τα τέλη των ‘90s, είναι μια γενιά ανθρώπων που, εκτός του ότι μεγάλωσε σε μια Ελλάδα καθαρά μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πια, είναι άνθρωποι που σε μεγάλο βαθμό σπούδασαν στο εξωτερικό, ή απέκτησαν βιώματα εκεί, κι επειδή ήταν και πιο απελευθερωμένοι απ’ την πατριαρχική φιγούρα των δημιουργών του ΝΕΚ, αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση μιας γλώσσας πιο ιδιαίτερης, και με πιο έντονες τις προσλαμβάνουσες απ’ το τι συμβαίνει έξω. Συν του ότι, εμείς μεγαλώσαμε και με μια τηλεόραση, που στη λίστα με τα κανάλια της, είχε το MTV. Αυτό, έχει επηρεάσει πάρα πολύ τον τρόπο που αρθρώνεται ο οπτικοακουστικός λόγος σήμερα.
Οι σκηνοθέτες σίγουρα έχουν αλλάξει τη γλώσσα που μιλάνε. Οι θεατές όμως, έχουν αλλάξει καθόλου αυτιά; Έχει αλλάξει ο τρόπος που θέλουν να τους μιλάει το ελληνικό σινεμά;
ΚΚ: Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Ο Θάνος Αναστόπουλος είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον γι’ αυτό: ο Έλληνας θεατής είχε μια ιδανική σχέση με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, του Φίνου κλπ, κι επειδή η σχέση του αυτή συνεχίστηκε μέσω της τηλεόρασης, όπου ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος κυριαρχεί σχεδόν αποκλειστικά, χάθηκε η επαφή του ελληνικού κοινού, με το ελληνικό σινεμά του ΝΕΚ. Διαμεσολάβησε βέβαια μια χούντα, που έπαιξε το ρόλο της, αλλά οι δρόμοι σκηνοθετών – θεατών, χώρισαν. Κι ενώ βλέπεις ότι σε άλλες χώρες, τα εθνικά κοινά μπόρεσαν να ακολουθήσουν τις μεταστροφές των εθνικών τους κινηματογραφιών, στην Ελλάδα αυτό δεν έγινε.
ΓΚ: Για μένα είναι βασικό και το ότι, με τα μέσα που έχουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Δηλαδή, αν τώρα η Ελίνα (σσ: Ψύκου, σκηνοθέτης της Αιώνιας Επιστροφής) μού έφερνε ένα σενάριο που θέλει ένα εκατομμύριο για να γίνει, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Και μπορεί να ‘ναι μια ταινία πολύ πλούσια, που να μπορεί να προσφέρει σ’ έναν σκηνοθέτη, ένα άνοιγμα σ’ ένα άλλο κοινό κλπ. Δηλαδή, πάει ο άλλος και βλέπει, ας πούμε, τον Σκορσέζε. Δεν συγκρίνω μεγέθη δημιουργών, προφανώς, αλλά πίσω από τέτοιου είδους παραγωγές, παίζει και μια υποδομή, η οποία βγαίνει στο πανί, και την οποία δεν μπορείς να την προσφέρεις, στον κόσμο που πηγαίνει σινεμά, απλά επειδή θέλει να γεμίσει τα μάτια του με κάτι, ας πούμε. Οπότε, δεν είναι τυχαίο που η θεματολογία των ελληνικών ταινιών είναι τόσο κοντινή. Λένε όλοι, «πάλι σπίτι, πάλι οικογένεια, πάλι τα ίδια», ε ναι ρε φίλε, πάλι σπίτι-οικογένεια, γιατί όταν έχεις 150 χιλιάρικα να κάνεις μια ταινία, δυο location και πέντε ηθοποιούς θα πάρεις, ένα κι ένα κάνει δύο. Κι οι σκηνοθέτες, δεν είναι μαλάκες. Όταν ξέρει ο άλλος ότι θα γράψει ένα σενάριο που δεν θα γίνει ποτέ, δεν θα κάτσει να το γράψει. Να, ο Λάνθιμος σηκώθηκε και πήγε στην Αγγλία, και βλέπεις τι πάει να κάνει τώρα. Και θα μπορούσε να έχει κάτσει, να ‘ναι ακόμα εδώ ο άνθρωπος, και να μαζεύει 500-600 χιλιάρικα να κάνει μια ταινία και να πρέπει να ‘ναι κι ευχαριστημένος. Και βλέπεις ότι, βγήκε έξω, και τον κυνήγησαν όλοι. Ατζέντηδες, εταιρείες, ηθοποιοί… Γιατί βλέπουν ότι αυτός, μπορεί να το κάνει. Και πιστεύω ότι μπορούν κι άλλοι Έλληνες να το κάνουν αυτό.
ΚΚ: Υπάρχει κι ένας άλλος μεγάλος παράγοντας σε σχέση με το κοινό, που είναι η πειρατεία. Δεν ισχύει μόνο για τις ελληνικές ταινίες αυτό, βέβαια, αλλά για όλο το art house κοινό. Γιατί, βλέπεις ότι μια ταινία που παλιά έκανε 30-50 χιλιάδες εισιτήρια, θεωρούνταν μέτρια επιτυχία, σήμερα αν κάνει 10 χιλιάρικα, είναι θρίαμβος! Και παρ’ ότι πιστεύω ότι υπάρχει το σινεφίλ κοινό που θα πάει να δει μια ταινία απ’ την Ουγγαρία, ή απ’ την Ελλάδα, ή απ’ την Ινδία, το κοινό αυτό πλέον ξέρει, πως αν δεν πετύχει την ταινία σε κάποιο φεστιβάλ, κάποια στιγμή, σίγουρα θα την βρει online.
Για τις ελληνικές ταινίες όμως, αυτό το φαινόμενο είναι ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα, όχι;
ΓΚ: Μην το λες. Το Wasted Youth, που κάθε τόσο το τσεκάρουμε μήπως υπάρχει πουθενά online, κάποια στιγμή είχε ανέβει στο YouTube, και περάσαν 25 μέρες περίπου μέχρι να το μαζέψουμε. Ξέρεις τι έγραψε; 6μιση χιλιάδες θεάσεις! Στη διανομή δεν ξέρω αν κάναμε 10 χιλιάδες εισιτήρια. Είδα τα νούμερα, πότε το ανέβασε και πόσα views είχε και κουφάθηκα!
ΚΚ: 11, σχεδόν 12 χιλιάδες εισιτήρια είχε κάνει το Wasted Youth. Αλλά έχει αλλάξει ρε παιδί μου κι η συμπεριφορά του κοινού. Δηλαδή ο άνθρωπος που ενημερώνεται, και που ξέρει, και ψάχνεται, ξέρει ότι την ταινία θα μπορέσει να την βρει και να την δει με την άνεσή του. Κι αυτό έχει ως συνέπεια να κρίνει πολύ αυστηρά πλέον, το ποια ταινία να θα παει να δει στην αίθουσα. Γιατί, εντάξει, υπάρχουν ακόμη σινεφίλ, που εξακολουθούν να πηγαίνουν στην αίθουσα, κι οι 10 ανεξάρτητες αίθουσες που έχουν απομείνει στην Αθήνα, απ’ αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους δουλεύουν. Αλλά οι επιλογές τους γίνονται πλέον πολύ πιο αυστηρά. Πολλές ταινίες τις αφήνουν για όποτε τις πετύχουν, και μπορεί και να μην τις δουν και ποτέ. Έτσι, αλλάζει η αντιμετώπιση του θεατή προς την αίθουσα, και βλέπεις ότι στην Ελλάδα, οι Έλληνες διανομείς, δεν κάνουν καμία προσπάθεια να συντονιστούν μ’ αυτό. Δηλαδή, πλατφόρμα online διανομής, δεν υπάρχει καν. Κι είναι τεράστια τρύπα αυτή στην αγορά, αλλά δεν τους βλέπω και πολύ ζωηρούς να την καλλιεργήσουν…
Και την ώρα, μάλιστα, που βλέπουμε ότι στο ευρωπαϊκό art-house κύκλωμα και τους boutique διανομείς, γίνεται μεγάλο σπρώξιμο στο day and date του video on demand.
ΚΚ: Μα ναι! Μάλιστα, με το Να Κάθεσαι και να Κοιτάς, αποφασίσαμε την παγκόσμια διανομή της ταινίας να μην την πάμε με τον παραδοσιακό τρόπο. Να μην την δώσουμε δηλαδή σε κάποιον sales agent, κι αυτός να την προωθήσει σε διάφορους διανομείς της παγκόσμιας αγοράς. Γιατί από την προηγούμενη εμπειρία μας, κι απ’ το πόσο συρρικνωμένη είναι πια η αγορά, οι πωλήσεις που θα γίνουν θα είναι ελάχιστες, και δεν πρόκειται να δούμε ποτέ εμείς, ως παραγωγοί, κάποιο έσοδο απ’ την ταινία. Οπότε αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο μοντέλο online διανομής, που να εκμεταλλευτεί την φεστιβαλική πορεία της ταινίας –γιατί ξέρουμε ότι θα έχει φεστιβαλική πορεία, ήδη έχει χτυπήσει δυο απ’ τα σημαντικότερα φεστιβάλ του κόσμου, ας πούμε (σσ: Τορόντο και Βερολίνο). Έχουμε κάνει επαφές με τη Vimeo, που ξεκινάει μια δική της πλατφόρμα VoD, και αυτό που θα κάνουμε, είναι ότι θα ακολουθήσουμε τα φεστιβάλ. Δηλαδή, παίζει η ταινία στο φεστιβάλ της Μελβούρνης; Διατίθεται η ταινία την επόμενη βδομάδα στο Vimeo της Αυστραλίας. Θα το δουλέψουμε αυτό σε επιλεγμένες αγορές, μπας και γίνει κάτι. Αν μπορέσουν να δουν την ταινία μας 10 χιλιάδες άνθρωποι παγκοσμίως, θα είναι ένα κατόρθωμα κι ίσως εν τέλει επιστρέψει και κάποιο έσοδο στην ταινία. Και θα έχουμε βρει ένα κοινό σε παγκόσμια εμβέλεια, που αλλιώς δεν θα το βρίσκαμε.
*Η ταινία Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 23 Γενάρη, ενώ το Να Κάθεσαι και να Κοιτάς, θα προβάλλεται από τις 20 Απριλίου, σε διανομή της Feelgood Entertainment.