– Χανς Φάλαντα –

Και τώρα, ανθρωπάκο;

Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου


῾Ο Πίνεμπεργκ μαθαίνει ἕνα νέο
γιά τό Μανάρι του καί παίρνει
μιά μεγάλη ἀπόφαση

Εἶναι τέσσερις καί πέντε. Μόλις τώρα τό πῆρε εἴδηση ὁ Πίνεμπεργκ. Αὐτός ὁ ἐμφανίσιμος ξανθός νεαρός στέκεται μπροστά στό σπίτι τῆς ὁδοῦ Ρότενμπαουμ 24 καί περιμένει. Εἶναι λοιπόν ἤδη τέσσερις καί πέντε καί στίς τέσσερις παρά τέταρτο ὁ Πίνεμπεργκ εἶχε ραντεβού μέ τό Μανάρι. ῾Ο Πίνεμπεργκ ξαναβάζει τό ρολόι στήν τσέπη καί κοιτάζει τώρα μιά πινακίδα κρεμασμένη στήν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ τῆς ὁδοῦ Ρότενμπαουμ. Διαβάζει:

ΔΡ ΣΕΣΑΜ
Γυναικολόγος
῟Ωρες ἐπισκέψεων: 9-12 & 16-18

῾Ορίστε μας! Καί εἶναι ἤδη τέσσερις καί πέντε. ῍Αν ἀνάψω τώρα ἕνα τσιγάρο, φυσικά τό Μανάρι θά φανεῖ ἀμέσως στή γωνιά τοῦ δρόμου. Καλύτερα νά τ᾽ ἀφήσω. ῎Ετσι κι ἀλλιῶς, σήμερα πάλι θά τ᾽ ἀκουμπήσουμε χοντρά.

Παίρνει τό βλέμμα του ἀπό τήν πινακίδα. ῾Η ὁδός Ρότενμπαουμ ἔχει μιά μόνο σειρά σπιτιῶν, στήν ἄλλη πλευρά τοῦ ἁμαξιτοῦ, στήν ἄλλη πλευρά τῆς λωρίδας τοῦ πρασίνου, στήν ἄλλη πλευρά τῆς προκυμαίας κυλᾶ ὁ Στρέλα, ἤδη στό σημεῖο αὐτό, λίγο προτοῦ ἐκβάλει στή Βαλτική, εἶναι ἀρκετά πλατύς. ῞Ενα δροσερό ἀεράκι φυσᾶ ἀπό κεῖ, οἱ θάμνοι κάνουν νεύματα μέ τά κλαδιά τους, τά δέντρα θροΐζουν ἐλαφρά.

῎Ετσι θά ᾽πρεπε νά ζοῦμε, σκέφτεται ὁ Πίνεμπεργκ. Αὐτός ὁ Σέσαμ θά ᾽χει σίγουρα ἑφτά δωμάτια. Θά βγάζει ἕνα κάρο λεφτά. Πρέπει νά πληρώνει ἕνα ἀπό ἐκεῖνα τά ἐνοίκια… διακόσια, τριακόσια μάρκα; Δέ βαριέσαι, δέν ἔχω ἰδέα. — Τέσσερις καί δέκα.

῾Ο Πίνεμπεργκ ψάχνει στήν τσέπη του, παίρνει ἀπό τήν ταμπακιέρα ἕνα τσιγάρο καί τό ἀνάβει.

᾽Από τή γωνιά τοῦ δρόμου τό Μανάρι καταφθάνει σάν σίφουνας μέ τήν πλισέ λευκή φούστα της, τό μπλουζάκι της ἀπό ἄγριο μετάξι, χωρίς καπέλο, μέ τό ξανθό κεφάλι της ἀναμαλλιασμένο ἀπό τόν ἄνεμο.

«Καλησπέρα, Μικρέ. Δέ γινόταν νωρίτερα. ῾Η Μπουρμάιστερ ἦταν σήμερα ἰδιαιτέρως περίεργη. Θύμωσες;»

«Οὔτε κατά διάνοια. Μόνο πού θά χρειαστεῖ νά περιμένουμε ἀτέλειωτες ὧρες. ᾽Από τότε πού εἶμαι ἐδῶ, μπῆκαν μέσα τουλάχιστον τριάντα ἄτομα».

«᾽Αποκλείεται νά πῆγαν ὅλοι στόν γιατρό. Κι ἐξάλλου, ἐμεῖς ἔχουμε κλείσει ραντεβού».


«Βλέπεις! Τελικά καλά κάναμε πού κλείσαμε ραντεβού».

«Καί βέβαια καλά κάναμε. ᾽Εσύ φυσικά ἔχεις πάντα δίκιο, Μικρέ!» Καί μπροστά στήν ἐξώπορτα παίρνει τό κεφάλι του μέσα στά δυό της χέρια καί τοῦ ρίχνει ἕνα ρουφηχτό φιλί. «῏Ω Θέ μου, πόσο εὐτυχισμένη εἶμαι πού σέ ξαναβρίσκω, Μικρέ. Σκέψου, σχεδόν δεκατέσσερις μέρες!»

«Ναί, Μανάρι», ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. «Καί δέν εἶμαι μουτρωμένος».

῾Η πόρτα ἀνοίγει καί μές στό μισοσκόταδο τοῦ διαδρόμου ἐμφανίζεται μπροστά τους ἕνα λευκό φάντασμα πού φωνάζει: «Βιβλιάρια ἀσθενείας!»

«Μά ἀφῆστε πρῶτα τούς ἀνθρώπους νά μποῦν μέσα», λέει ὁ Πίνεμπεργκ καί σπρώχνει τό Μανάρι μπροστά του γιά νά μπεῖ. «᾽Εξάλλου, ἐρχόμαστε ὡς ἰδιῶτες. ῎Εχω κλείσει ραντεβού. Τ᾽ ὄνομά μου εἶναι Πίνεμπεργκ».

Στό ἄκουσμα τῆς λέξης «ἰδιῶτες», τό φάντασμα σηκώνει τό χέρι καί ἀνάβει τό φῶς τοῦ διαδρόμου. «῾Ο γιατρός ἔρχεται ἀμέσως. Μιά στιγμή παρακαλῶ. Περάστε ἐδῶ παρακαλῶ».

Κατευθύνονται πρός τήν πόρτα καί περνοῦν μπροστά ἀπό μιάν ἄλλη μισάνοιχτη. Εἶναι ἡ συνήθης αἴθουσα ἀναμονῆς ὅπου μοιάζει νά κάθονται καί τά τριάντα ἄτομα πού εἶδε ὁ Πίνεμπεργκ νά περνοῦν ἀπό μπροστά του. Κοιτάζουν ὅλοι πρός τό μέρος τους κι ἀκούγεται ἕνας βόμβος ἀπό φωνές: «Δέν εἶναι δυνατόν!» — «᾽Εμεῖς ἐδῶ περιμένουμε ἤδη πολλή ὥρα!» — «Γιατί πληρώνουμε τίς ἀσφαλιστικές μας εἰσφορές;!» — «Καί περισσότερο ἀπ᾽ αὐτούς τούς ψευτοαριστοκράτες!»

Στήν πόρτα ἐμφανίζεται ἡ νοσοκόμα: «Μά ἐπιτέλους, κάντε μόνο λίγη ἡσυχία! ᾽Ενοχλεῖτε τόν γιατρό! Δέν εἶναι αὐτό πού νομίζετε. Εἶναι ὁ γαμπρός τοῦ γιατροῦ μέ τή γυναίκα του, ἔτσι δέν εἶναι;»

῾Ο Πίνεμπεργκ χαμογελᾶ κολακευμένος, τό Μανάρι γυρίζει τό κεφάλι της πρός τήν ἄλλη πόρτα. Γιά λίγο ἐπικρατεῖ σιωπή.

«῎Αντε τώρα, μόνο γρήγορα!» ψιθυρίζει ἡ νοσοκόμα καί σπρώχνει τόν Πίνεμπεργκ μέσα. «Αὐτοί οἱ κοινοί ἀσφαλισμένοι εἶναι πολύ καλομαθημένοι.* Μέ τά ψίχουλα πού δίνει τό Ταμεῖο τους, τί νομίζουν…»

Κλείνει ἡ πόρτα κι ὁ Μικρός καί τό Μανάρι κολυμποῦν μέσα σέ κόκκινη πορφύρα.


«Σίγουρα εἶναι τό ἰδιωτικό του σαλόνι», λέει ὁ Πίνεμπεργκ. «Πῶς σοῦ φαίνεται; Σοῦ ἀρέσει; ᾽Εγὼ τό βρίσκω φοβερά παλιομοδίτικο».

«᾽Εγὼ τό βρίσκω φρικαλέο», ἀπαντᾶ τό Μανάρι. «Κι ἐμεῖς κοινοί ἀσφαλισμένοι εἴμαστε. Κάπως ἔτσι μαθαίνουμε πῶς μιλοῦν γιά μᾶς στά ἰατρεῖα».

«Τί ἐκνευρίζεσαι;» ρωτᾶ ἐκεῖνος. «᾽Αφοῦ ἔτσι εἶναι. ᾽Εμᾶς τούς κοινούς ἀνθρώπους μᾶς κάνουν ὅ,τι θέλουν».

«Θυμώνω ὅμως…»

῾Η πόρτα ἀνοίγει καί ἐμφανίζεται μιά ἄλλη νοσοκόμα. «῾Ο κύριος καί ἡ κυρία Πίνεμπεργκ; ῾Ο γιατρός παρακαλεῖ νά κάνετε λίγη ὑπομονή, στό μεταξύ μπορῶ νά σᾶς ζητήσω τά στοιχεῖα σας;»

«Παρακαλῶ», λέει ὁ Πίνεμπεργκ, καί πρίν προλάβει νά ὁλοκληρώσει τόν ρωτᾶ: «᾽Ετῶν;»

«Εἰκοσιτριῶν».

Καί συνεχίζει: «῎Ονομα: Γιοχάνες». — Καί κομπιάζοντας λίγο: «Λογιστής».

Καί μέ περισσότερη ἄνεση: «῎Ημουν πάντα ὑγιής. Μόνο οἱ συνηθισμένες παιδικές ἀσθένειες, ἀπ᾽ ὅσο ξέρω, καί οἱ δυό ὑγιεῖς». Κομπιάζοντας πάλι: «Ναί, ἡ μητέρα ζεῖ ἀκόμα, ὁ πατέρας ὄχι. Δέ μπορῶ νά σᾶς πῶ ἀπό τί πέθανε».

Καί τό Μανάρι:

«Εἰκοσιδύο — ῎Εμα».

Τώρα εἶναι ἐκείνη πού κομπιάζει: «Τό γένος Μέρσελ. Ὑγιέστατη. Καί οἱ δύο γονεῖς ἐν ζωῆ. Καί οἱ δύο ὑγιεῖς».

«Μιά στιγμή ἀκόμη, παρακαλῶ. Σέ λίγο ὁ γιατρός θά εἶναι ἐλεύθερος».

«Τί ἐξυπηρετοῦν ὅλ᾽ αὐτά;» γκρινιάζει ἐκεῖνος μόλις ἔκλεισε ἡ πόρτα. «᾽Ενῶ θέλουμε μόνο…»

«Δέ σοῦ ἄρεσε πού εἶπες λογιστής».

«Κι ἐσύ ὅτι εἶσαι τό γένος Μέρσελ!» Γελᾶ. «῎Εμα Πίνεμπεργκ, χαϊδευτικά Μανάρι, τό γένος Μέρσελ.

῎Εμα Πίν…»


«Σταμάτα! ῏Ω Θέ μου, Μικρέ, πρέπει νά πάω ὁπωσδήποτε στήν τουαλέτα. ῎Εχεις ἰδέα ποῦ μπορεῖ νά εἶναι;»

«Πάντα ἡ ἴδια ἱστορία μαζί σου… ῍Ας πήγαινες πρίν».

«Μά πῆγα, Μικρέ. ᾽Αλήθεια, πῆγα. Στήν Πλατεία τοῦ Δημαρχείου, γιά μιά δεκάρα ὁλόκληρη. ᾽Αλλά ὅταν εἶμαι ἐκνευρισμένη…»

«Μανάρι, συγκρατήσου λίγο… ῍Αν πραγματικά μᾶς καλέσουν τή στιγμή πού ἐσύ…»

«Μικρέ, πρέπει…»

«Παρακαλῶ, περάστε», ἀκούγεται μιά φωνή. ῾Ο ξακουστός γιατρός Σέσαμ, γιά τόν ὁποῖον ἡ μισή πόλη καί τό ἕνα τέταρτο τῆς περιοχῆς ψιθυρίζει πώς ἔχει μεγάλη, κάποιοι λένε μάλιστα: χρυσή καρδιά. ῞Οπως καί νά ᾽χει, ἔχει γράψει μιά ἐκλαϊκευμένη μπροσούρα γιά τά σεξουαλικά προβλήματα, κι αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού πῆρε τό θάρρος ὁ Πίνεμπεργκ νά τοῦ γράψει καί νά κλείσει ραντεβού γιά τόν ἴδιο καί γιά τό Μανάρι.

Αὐτός λοιπόν ὁ δόκτωρ Σέσαμ στέκεται στήν πόρτα καί λέει: «Παρακαλῶ, περάστε».

῾Ο Πίνεμπεργκ τόν κοιτάζει ντροπαλά τή στιγμή πού περνᾶ ἀπό δίπλα του: ἕνας ἄντρας πού καθημερινά ἔχει νά κάνει μέ τέτοια πράγματα, ἕνας ἄντρας στόν ὁποῖον ἔρχονται ὅλες οἱ γυναῖκες.

Τό Μανάρι σκέφτεται: Φαίνεται σάν ἕνας στοργικός μπαμπάς, σάν καλός ἀλλά κουρασμένος πατέρας.

᾽Εγὼ θά τόν ἄφηνα μιά φορά νά κοιμηθεῖ μέχρι νά χορτάσει ὕπνο.

«Μοῦ γράψατε, κύριε Πίνεμπεργκ», λέει ὁ δόκτωρ Σέσαμ καί ψάχνει τήν ἐπιστολή πάνω στό γραφεῖο του. «Δέ θέλετε νά ἀποκτήσετε ἀμέσως παιδιά ἐπειδή δέ σᾶς φτάνουν τά χρήματα».

«Ναί», λέει ὁ Πίνεμπεργκ φοβερά ἀμήχανος.

«᾽Εσεῖς πηγαίνετε νά ξεντυθεῖτε, μή βγάλετε ὅλα τά ροῦχα σας», λέει ὁ γιατρός στό Μανάρι καί συνεχίζει: «῞Ωστε θέλετε νά μάθετε τόν πλέον ἀσφαλή τρόπο προστασίας. Τόν πλέον ἀσφαλή πού ὑπάρχει…» Χαμογελᾶ σκεφτικός πίσω ἀπό τά ἐπίχρυσα γυαλιά του.

«Διάβασα στό βιβλίο σας», λέει ὁ Πίνεμπεργκ, «γι᾽ αὐτά τά διαγράμματα…»

«Τά διαφράγματα», διόρθωσε ὁ γιατρός, «ναί, ἀλλά δέν ταιριάζουν σέ ὅλες τίς γυναῖκες. Κι ὕστερα, εἶναι καί περίπλοκα. Θά ἔχει ἡ σύζυγός σας τήν ἐπιδεξιότητα…»

Σηκώνει τό βλέμμα του νά τή δεῖ. Ξεντύθηκε, ἀλλά ὄχι ἐντελῶς, ἔβγαλε μόνο τή φούστα καί τή μπλούζα καί στέκεται ἐκεῖ ὄρθια μέ τίς λεπτές της γάμπες. Οἱ ὦμοι της εἶναι τόσο δυνατοί καί φαρδεῖς. «Πᾶμε τώρα δίπλα», λέει ὁ γιατρός. «Δέ χρειαζόταν νά βγάλετε τή μπλούζα σας, νεαρή μου κυρία».

Τό Μανάρι γίνεται κατακόκκινο.

«᾽Αφῆστε την τώρα ἐκεῖ πού εἶναι κι ἐλᾶτε. Μιά στιγμή μόνο, κύριε Πίνεμπεργκ».

Περνοῦν κι οἱ δυό τους στόν διπλανό θάλαμο. ῾Ο Πίνεμπεργκ τούς ἀκολουθεῖ μέ τό βλέμμα. Μέ ὅλο του τό μπόι, ὁ δόκτωρ Σέσαμ δέ φτάνει οὔτε μέχρι τούς ὤμους τοῦ Μαναριοῦ, κι ἔτσι μέ τά ἐσώρουχα, τό Μανάρι φαίνεται ἀκόμα πιό ψηλή. ᾽Ακόμα μιά φορά ὁ Πίνεμπεργκ διαπιστώνει πὼς εἶναι ὑπέροχη, τό καλύτερο κορίτσι τοῦ κόσμου, μία καί μοναδική. Αὐτός δουλεύει στό Ντούχεροβ κι ἐκείνη ἐδῶ στό Πλάτς, τήν βλέπει τό πολύ κάθε δύο ἑβδομάδες, γι᾽ αὐτό καί ἡ γοητεία πού τοῦ ἀσκεῖ εἶναι ἀκόμα ἔντονη καί ὁ πόθος του ἀμείωτος.

᾽Από δίπλα ἀκούει τόν γιατρό νά ρωτᾶ κάτι χαμηλόφωνα, ἕνα ἐργαλεῖο νά χτυπᾶ στό χεῖλος ἑνός δοχείου, τόν γνωρίζει αὐτόν τό θόρυβο ἀπό τόν ὀδοντίατρο, δέν εἶναι καθόλου εὐχάριστος.

Ξαφνικά πετάγεται ὄρθιος, δέν ἀναγνωρίζει αὐτή τή φωνή πού βγαίνει ἀπό τό Μανάρι — πολύ δυνατά, σχεδόν οὐρλιάζοντας, τήν ἀκούει πού λέει πολύ καθαρά: «῎Οχι, ὄχι, ὄχι!» Καί πάλι: «῎Οχι!» Στή συνέχεια πιό σιγά, ἀλλά ἀκούει αὐτό πού λέει: «῏Ω Θέ μου!»

῾Ο Πίνεμπεργκ κάνει τρία βήματα πρός τήν πόρτα — τί συμβαίνει; Τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό; ᾽Αλλά τώρα μιλᾶ πάλι ὁ γιατρός, ἀδύνατο νά καταλάβεις τί λέει, καί ξανακάνει θόρυβο μέ τό ἐργαλεῖο του.

Κι ὕστερα, μακρά σιωπή.

Εἶναι μιά μέρα τοῦ μεσοκαλόκαιρου, κατά τά μέσα ᾽Ιουλίου, ὁ ἥλιος λάμπει ὑπέροχα. ῾Ο οὐρανός ἔξω εἶναι βαθυγάλανος, κάποια κλαριά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο, τά ἀναδεύει ἡ θαλασσινή αὔρα. ῾Ο Πίνεμπεργκ ἀναθυμᾶται ξαφνικά ἕνα παλιό παιδικό τραγουδάκι:

᾽Αγέρα φύσα, ἀγέρα λύσσα,
μά τοῦ παιδιοῦ μου τό κασκέτο ἄσ᾽ το ἐσύ!
᾽Αγέρα φύσα, ἀγέρα λύσσα —
νά ᾽σαι γλυκός μέ τό καλό μου τό παιδί.

Οἱ ἄλλοι στήν αἴθουσα ἀναμονῆς ἔπιασαν τήν κουβέντα. ῾Ο χρόνος ἀναμονῆς τούς φαίνεται πολύς. Θά ᾽θελα νά ᾽χα τίς δικές σας ἔγνοιες, τίς δικές σας ἔγνοιες…

Βγαίνουν κι οἱ δυό. ῾Ο Πίνεμπεργκ ρίχνει ἕνα βλέμμα στό Μανάρι, ἔχει τόσο μεγάλα μάτια, σά νά μεγάλωσαν ἀπό τόν τρόμο. Εἶναι χλομή ἀλλά τοῦ χαμογελᾶ, στήν ἀρχή στενοχωρημένη, στή συνέχεια τό χαμόγελο ἁπλώνεται σ᾽ ὅλο της τό πρόσωπο καί γίνεται ὅλο καί πιό πλατύ, ὅλο καί πιό ἀνθηρό…

῾Ο γιατρός σέ μιά γωνιά πλένει τά χέρια του. Λοξοκοιτᾶ τόν Πίνεμπεργκ. Κι ὕστερα τοῦ λέει βιαστικά: «Λίγο ἀργά, κύριε Πίνεμπεργκ, γιά ἀντισύλληψη. ῾Η πόρτα ἔκλεισε. Νομίζω πὼς ἔχουμε μπεῖ στόν δεύτερο μήνα».

Τοῦ Πίνεμπεργκ τοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα. Καί λέει: «Μά εἶναι ἀδύνατον, γιατρέ! ῎Ημασταν τόσο προσεκτικοί. Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον. Πές κι ἐσύ, Μανάρι».

«Μικρέ!» λέει ἐκείνη. «Μικρέ…»

«Εἶναι ὅπως τά λέω», εἶπε ὁ γιατρός. «Δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἀμφιβολία. Καί πιστέψτε με, κύριε Πίνεμπεργκ, ἕνα παιδί εἶναι πάντα εὐλογία σέ κάθε γάμο».

«Γιατρέ», λέει ὁ Πίνεμπεργκ καί τρέμει τό χεῖλος του. «Γιατρέ, βγάζω ἑκατόν ὀγδόντα μάρκα τό μήνα! Σᾶς παρακαλῶ, γιατρέ…!»

῾Ο γιατρός Σέσαμ δείχνει φοβερά κουρασμένος. Αὐτά πού θ᾽ ἀκούσει, τ᾽ ἀκούει τριάντα φορές τή μέρα.

«῎Οχι», λέει. «῎Οχι. Καταρχάς μή μέ παρακαλᾶτε καθόλου γι᾽ αὐτό, δέν τό συζητῶ κάν. Εἶστε κι οἱ δυό ὑγιέστατοι, καί τό εἰσόδημά σας δέν εἶναι δά καί τόσο μικρό! Δι-ό-λου μικρό».

«Γιατρέ…!» τόν θερμοπαρακαλεῖ ὁ Πίνεμπεργκ.

Πίσω του στέκεται τό Μανάρι καί τοῦ χαϊδεύει τά μαλλιά. «῎Ασ᾽ το, Μικρέ, ἄσ᾽ το, θά πᾶνε ὅλα καλά».

«Μά εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο…», ξεσπᾶ ὁ Πίνεμπεργκ καί σωπαίνει. Μπαίνει ἡ νοσοκόμα.

«Γιατρέ, σᾶς ζητοῦν στό τηλέφωνο».

«᾽Ακοῦστε με», λέει ὁ γιατρός. «᾽Ακοῦστε με πού σᾶς λέω, θά εἶστε εὐτυχεῖς. Κι ὅταν ἔρθει τό παιδί, ἐλᾶτε νά μέ δεῖτε, θά δοῦμε τότε τί μποροῦμε νά κάνουμε μέ τήν ἀντισύλληψη. Μήν ἐπαφίεστε στό θηλασμό. Αὐτά λοιπόν… Κουράγιο λοιπόν, κυρία μου!» Καί σφίγγει τό χέρι τοῦ Μαναριοῦ.

«Νά σᾶς…», λέει ὁ Πίνεμπεργκ καί πιάνει τό πορτοφόλι του.

«῎Α, ναί», λέει ὁ γιατρός, πού εἶναι κιόλας στήν πόρτα καί κοιτάζει πάλι καί τούς δυό τους ζυγίζοντάς τους. «Λοιπόν, δεκαπέντε μάρκα, ἀδελφή».

«Δεκαπέντε…», λέει ὁ Πίνεμπεργκ τσιτωμένος καί κοιτάζει τήν πόρτα. ῾Ο γιατρός Σέσαμ ἔχει ἤδη φύγει. Βγάζει μέ δυσκολία ἕνα χαρτονόμισμα τῶν εἴκοσι, κοιτάζει μέ συνοφρυωμένο μέτωπο τήν ἀπόδειξη πού συμπληρώνει ἡ νοσοκόμα καί τήν παίρνει.

Ξαφνικά τό μέτωπό του φωτίζεται λίγο: «Θά μοῦ τά ἐπιστρέψει τό ἀσφαλιστικό μου ταμεῖο, ἔτσι δέν εἶναι;»

«Καί βέβαια ὄχι», λέει ἡ νοσοκόμα. «Τά ἀσφαλιστικά ταμεῖα δέν ἐπιστρέφουν ἔξοδα γιά διάγνωση ἐγκυμοσύνης».

«῎Ελα, Μανάρι!» λέει ἐκεῖνος.

Κατεβαίνουν τή σκάλα ἀργά-ἀργά. Τό Μανάρι σταματᾶ σ᾽ ἕνα πλατύσκαλο καί παίρνει τά χέρια του μές στά δικά της. «Μήν εἶσαι τόσο λυπημένος, σέ παρακαλῶ! ῞Ολα θά πᾶνε καλά».

«Ναί, ναί», λέει ἐκεῖνος βυθισμένος στίς σκέψεις του.

Περπατοῦν λίγο στήν ὁδό Ρότενμπαουμ, ἔπειτα στρίβουν στήν Κεντρική ῾Οδό. ᾽Εδῶ ἔχει πολλά σπίτια καί πλῆθος κόσμου. Δίπλα τους περνοῦν ἕνα σωρό αὐτοκίνητα, οἱ βραδινές ἐφημερίδες ἔχουν κιόλας κυκλοφορήσει, κανείς δέν τούς δίνει σημασία.

«Διόλου μικρό εἰσόδημα, λέει, καί μοῦ παίρνει τά δεκαπέντε ἀπό τά ἑκατόν ὀγδόντα μάρκα. ῞Ολοι τους ληστές!»

«Θά τά καταφέρω», τόν καθησυχάζει τό Μανάρι. «Θά τά καταφέρω».

«῎Αχ, ἐσύ!» ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.

᾽Από τήν Κεντρική ῾Οδό στρίβουν στό στενό Κρίμπερ, ἐδῶ ξαφνικά ὅλα εἶναι σιωπηλά.

Τό Μανάρι λέει: «Τώρα καταλαβαίνω κάποια πράγματα».

«Τί;» ρωτᾶ ἐκεῖνος.

«῎Ω, τίποτα, μόνο γιατί ἔχω ναυτία πάντα τό πρωί. Τέλος πάντων, ἦταν τόσο περίεργο…»


Για το έργο:

Αρχές της δεκαετίας 1930: Το γερμανικό κράτος αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του, οι ξένοι πιέζουν, οι μισθοί κατρακυλούν, οι απολύσεις είναι καθημερινό φαινόμενο, η ανεργία αυξάνεται ταχύτατα, οι Ναζί επίσης. Τρία χρόνια πριν ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ και η αγαπημένη του Έμα, το Μανάρι όπως την αποκαλεί, μαθαίνουν πως πρόκειται να αποκτήσουν παιδί και αποφασίζουν να παντρευτούν. Εκείνος ελπίζει σε μια δεύτερη δουλειά, αλλά τελικά απολύεται και από αυτή που έχει. Αναγκάζονται να μετακομίσουν στο Βερολίνο και εκεί, ανάμεσα σε κομμουνιστές, Ναζί, Εβραίους, φτωχά νοικοκυριά, πολυτελείς επαύλεις, καμπαρέ και καταγώγια, προσπαθούν όχι απλώς να εξασφαλίσουν το ψωμί τους, αλλά και να διασώσουν την αξιοπρέπεια τους.

Για τον συγγραφέα:

Η ζωή του Χανς Φάλαντα συχνά θυμίζει κεφάλαια από τα πιο γνωστά βιβλία του το Και τώρα, ανθρωπάκο;, το Μόνος στο Βερολίνο και τον Πότη. Γεννήθηκε το 1893 σε μια αστική οικογένεια. Από πολύ νέος, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα, εθίστηκε στα χάπια και στα ναρκωτικά. Οι αυτοκτονικές του τάσεις τον έκαναν να οργανώσει μια παλαιού τύπου μονομαχία με πιστόλια με έναν συμμαθητή του, η οποία κατέληξε στο θάνατο του δεύτερου, γεγονός που τον απομάκρυνε από το κοινωνικό του περιβάλλον. Έκανε διάφορα επαγγέλματα (τοπογράφος, διαφημιστής, έμπορος) μέχρι να βγάλει το πρώτο του βιβλίο και να προσληφθεί  στον εκδοτικό οίκο Rowohl. Με τα χρήματα που έπαιρνε πια έλπιζε σε μια καινούργια ζωή, αλλά, λόγω της οικονομικής κρίσης, ο Rowohl αναγκάστηκε να τον απολύσει και βρέθηκε καταχρεωμένος. Προσωρινά, με τα έσοδα από το Και τώρα, ανθρωπάκο;, η κατάσταση καλυτέρευσε. Το πάθος του όμως για το ποτό και τα ναρκωτικά τον κατέστρεψε. Πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του μπαινοβγαίνοντας από το ένα ίδρυμα αποτοξίνωσης στο άλλο και πέθανε το 1947.

ΣΕΛΙΔΕΣ: 636 ΤΙΜΗ: € 23,00 ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017