«Ανεβάσαμε την πρώτη εκδοχή της παράστασης και μετά όσοι την έβλεπαν έλεγαν “α, έχω κι εγώ έναν παππού που θέλει να μιλήσει” ή έρχονταν μεγάλοι και μας ζητούσαν “να σου πω και εγώ την ιστορία μου” και συνεχίσαμε να μαζεύουμε και να βάζουμε ή να βγάζουμε κάθε φορά. Μετά είδαμε ότι πολλές ιστορίες έχουν διαδραματιστεί παράλληλα με ιστορικά γεγονότα και αποφασίσαμε αυτός να γίνει ο άξονας της παράστασης.
Αποκλείσαμε τους ανθρώπους που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία -ηθοποιούς, πολιτικούς συγγραφείς- όσους δηλαδή με κάποιο τρόπο είχαν μια συμμετοχή στα γεγονότα και κρατήσαμε εκείνους που απλώς τα υπέστησαν, που δεν είχαν κάποια εμπλοκή σε αυτά, με την προϋπόθεση να μη δουλεύουν, να μην είναι ενεργοί. Άνθρωποι που να έχουν λίγο αποτραβηχτεί κι όλα αυτά να έχουν καταλαγιάσει μέσα τους. Και από τις ιστορίες προχωρούσαμε αυτές που μπορούσαν να πούν· διαλέξτε μια ιστορία από τη ζωή σας, όποια θέλετε».
Η πρώτη ιστορία είναι μια ιστορία μετανάστευσης από το 1920 όπου κάποιος φεύγει για μια καλύτερη ζωή με τελικό προορισμό την Αμερική και η τελευταία αφορά το μνημειώδες 2004 στους Ολυμπιακούς. Ωστόσο, η αγαπημένη ιστορία του Γιάννη Καλαβριανού είναι μια ιστορία που υπήρξε η αφορμή του όλου εγχειρήματος και που δεν έβαλε. Και αφορά τον παππού του.
«Ήταν η πρώτη ιστορία που με παρακίνησε. Ο παππούς μου ήταν στον τορπιλισμό της Έλλης όπου έχασε την ακοή του από την έκρηξη. Αυτό σε μας ήταν ένα θέμα στο σπίτι. Δηλαδή μονίμως ήμασταν “έλα ρε παππού δεν ακούς; κάνε μια προσπάθεια” Η γιαγιά μου πάντοτε έλεγε πως “ακούει σίγουρα αλλά το κάνει για να με νευριάζει”. Υπήρχε ένα ολόκληρο θέμα που ξεκίνησε από ένα ιστορικό γεγονός που είναι τεράστιο, η χώρα μπήκε μετά στον πόλεμο και σε εμάς λειτουργούσε ως ο παππούς που απλώς έχασε την ακοή του. Συνειδητοποιείς κάποια στιγμή πως κάποιοι άνθρωποι βρέθηκαν σε κάποια γεγονότα και άλλαξε η ζωή τους άρδην».
Όταν βλέπεις παντού ξένους, κάποια στιγμή θα μείνεις μόνος σου. Έτσι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Δεν είναι τωρινό το ζήτημα τού πως αγριεύει ο άνθρωπος απέναντι σε έναν άλλο άνθρωπο.
Η ιατρική βοήθησε τον Γιάννη Καλαβριανό να μην χάνει το μέτρο με τις καταστάσεις. «Να παίρνω γρήγορα αποφάσεις, γιατί όταν κάνεις τέτοιες δουλειές δεν έχεις χρόνο. Πρέπει να σκέφτεσαι πάρα πολύ γρήγορα, πολύ γρήγορα να ξεχωρίζεις τα πράγματα και να προσεγγίζεις τους ανθρώπους και τους συνεργάτες γύρω σου με περισσότερη προσοχή».
Όσο προσεκτικά δηλαδή προσέγγισε το αριστουργηματικό έργο της Λένας Κιτσοπούλου Άουστρας ή Η Αγριάδα που επαναλαμβάνεται κι αυτό στο θεάτρο Θησείον (υπό τη σκέπη του συλλογικού τίτλου Ξένος καθώς ανεβαίνει μαζί με την Αόρατη Όλγα του Γιάννη Τσίρου) μιλώντας με καταφανή τρόπο για το φόβο αποδοχής της ετερότητας του άλλου.
«Ο ξένος για μένα, ακούγεται λίγο ποιητικό, αλλά κατά κάποιο τρόπο είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας που μας είναι άγνωστο και μας ξαφνιάζει κι αυτό είναι και το ωραίο. Δηλαδή, που κάθε φορά μας ξαφνιάζουμε. Αυτή είναι η ποιητική εξήγηση. Το άλλο που φτάσαμε να θεωρούμε ξένο οποιονδήποτε δεν ταυτιζόμαστε είτε ιδεολογικά είτε σεξουαλικό είτε εμφανισιακά, αυτό είναι απάνθρωπο. Όταν βλέπεις παντού ξένους, κάποια στιγμή θα μείνεις μόνος σου. Και έτσι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Δεν είναι τωρινό το ζήτημα τού πως αγριεύει ο άνθρωπος απέναντι σε έναν άλλο άνθρωπο. Τώρα το αναγνωρίζουμε όλοι και νομίζουμε πως είναι σημερινό. Με αγριεύει το ότι υπάρχει μια οργή προς όλες τις κατευθύνσεις, που δεν ξέρεις από που θα σου έρθει».
Η παράσταση είναι βασισμένη σε συνεντεύξεις που πήραμε από παππούδες και γιαγιάδες από όλη την Ελλάδα. Αυτό το κάναμε για δεκατρείς μήνες.
Και το αντίδοτο στον παραλογισμό γύρω μας; «Με ευχαριστούν οι άνθρωποι που επιμένουν πολύ, που γελάνε πολύ, που γενικά συμπεριφέρονται σαν με τον τρόπο τους να μην υπάρχει αυτός ο γύρω κόσμος. Ακυρώνεις όλο το γύρω κάνοντας αυτό που πρέπει να κάνεις. Συνεχίζεις να ζεις σαν κανονικός άνθρωπος ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή τα πάντα γύρω σου θα μαλακώσουν από την κανονικότητα. Δεν μπορείς να ζεις με τόση τρέλα κάθε μέρα».
Μερικά από τα πράγματα που τον κάνουν κανονικό: «Οι φίλοι μου, “Ο φύλακας στη σίκαλη” του Σάλιντζερ, “Η Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση”, η Φλέρυ Νταντωνάκη, οι παραλίες της Χαλκιδικής, το σπίτι της γιαγιάς μου στην Πάτρα, τα ανίψια μου, τα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, το χιούμορ».
Info: Η παράσταση Γιοι και κόρες της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Η παράσταση Ξένος: Αόρατη Όλγα, Άουστρας ή Η Αγριάδα επαναλαμβάνεται στο θέατρο Θησείον.
Το Φεβρουάριο στο Bios ετοιμάζει το έργο Αβελάρδος και Ελοΐζα, τη μεσαιωνική-τραγική ιστoρία αγάπης ανάμεσα στο φιλόσοφο Πέτρο Αβελάρδο και τη δεκαεξάχρονη Ελοΐζα Φυλμπέρ.