Ήταν μάλλον η μέρα της γκρίνιας. Και των ανατροπών. Των καθυστερήσεων και των λάθος επιλογών. Με κάποιες βεβαίως φωτεινές αναλαμπές που έκαναν το ταξίδι σε αυτή την δεύτερη μέρα της συνεργασίας Release και Nostos σκανδαλιάρικο και διασκεδαστικό, αν όχι έστω υποφερτό. Η καλή μέρα που φαίνεται από το πρωί (δηλαδή από το απόγευμα) έδειξε τις διαθέσεις της αμέσως. Μιάμιση ώρα με μηχανάκι από Πατήσια στην Πλατεία Νερού μέσα από την ακινητοποιημένη και βαθιά εκνευρισμένη Κηφισίας και Καλλιρόης λόγω των σούρτα φέρτα του πρώην Πλανητάρχη Ομπάμα, δεν το λες και μια ωραία ευκαιρία, να ξεκινήσει τέλεια η συναυλιακή σου μέρα.
Αποτέλεσμα, να ακούσω τις νότες του «Η σειρά σου», την ώρα που πέρναγα την είσοδο και να θαυμάσω την πλάτη των Mikro όπως αποχωρούσαν από τη σκηνή, έτσι όπως έστριβα τη γωνία και άρχισα να βλέπω το stage να απλώνεται στο βάθος (εντωμεταξύ είχαν προλάβει να πουν και το Αυτή η Πόλη). Το τι γινόταν κάπου εκεί κοντά με τους Αμερικανούς Groundation και τους Γάλλους Dub Inc. δεν θα το μάθαινα ποτέ. Όπως με πληροφόρησε η Κική που όλα τα προλαβαίνει και είναι πάντα στη ώρα της, τα παιδιά από την Θεσσαλονίκη ήταν πάντως απολαυστικά όπως και το πανέτοιμο κοινό που αγνόησε ζέστη και ξανά ζέστη για να χορέψει με μεγάλο κέφι τις παλιές επιτυχίες του γκρουπ όπως το Απογειώνομαι, το Σε τροχιά και το Netrino. Λύσσαξα λίγο (έως πολύ) που έχασα τη Γέφυρα, που είναι κάτι σαν προσωπικός μου εθνικός ύμνος, αλλά αυτά συμβαίνουν είπα στον εαυτό μου και παρήγγειλα μια μπίρα -χωρίς να υποπτεύομαι βεβαίως τι θα ακολουθούσε.
Προσωπικά, η καλύτερη στιγμή της μέρας ήταν αυτή που ήρθε με τους Orchestral Manouvres in the Dark στη σκηνή και την εκδίκηση των μπούμερ πλας. Αιώνιοι έφηβοι με φωνές καμπάνα, όργωναν τα ιδρωμένα τετραγωνικά με κέφι εικοσάχρονου – ο Andy, όπως εύθυμα μας πληροφόρησε, μπήκε στα 64 – και παρουσίασαν την σημαντική τους ιστορία με την αγωνία πρώτης εμφάνισης – πολλά kudos στο νέο προσωπικό μου είδωλο, τον σταθερά καθισμένο στα keyboards Martin Cooper, ο οποίος έβλεπε με πονηριά τους συνομήλικους του να ιδρώνουν κυριολεκτικά τη φανέλα/ μαύρη πουκαμίσα, με τα πέρα δώθε τους και απλώς τους χαμογελούσε με κατανόηση, αραχτός στο σκαμπό του.
«Επηρεασμένοι περισσότερο από τους Kraftwerk παρά από τον ήχο της Μεγάλης Βρετανίας στα τέλη των 70s, οι Andy McCluskey και Paul Humphreys θέλησαν από την πρώτη στιγμή να είναι και οι ABBA και ο Stockhausen (όπως δήλωσαν από την πρώτη στιγμή στη δισκογραφική τους), πειράζοντας και μεταλλάσσοντας τις συμβάσεις του pop τραγουδιού». Έτσι λέει το συνοδευτικό ΔΤ και έχει δίκιο. Το synth-pop ντουέτο από το Wirral της Αγγλίας, με μια σειρά από αξεπέραστες καταθέσεις έδειξαν πως ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία αν σε τρώει το μέσα σου, επικοινώνησαν άριστα με το ενθουσιασμένο κοινό που έτρεξε «νωρίτερα» για να τους δει και πρόσφεραν μια σειρά από συγκινητικές στιγμές στις οποίες θα γυρνάμε ξανά και ξανά- ειδικά όταν θα συναντούμε αργότερα ό ένας τον άλλον με την υπενθύμιση “‘ήμουν και εγώ εκεί”.
Ξεχώρισα το Messages και το Souvenir με την μετρονομική τους γλυκύτητα, γέλασα με ένα τύπο στο Joan of Arc που πήρε ένα φίλο του σε βίντεο κλήση -είδα χιόνια στα κλεφτά- για να του φωνάξει “έλα”, κούνησα λίγο παραπάνω τη μέση στο (Forever) Live and Die, πλας χαμογέλασα με τον Paul βλέποντας τον να αναλαμβάνει με εμφανέστατη χαρά τα φωνητικά, άφησα τα πόδια ελεύθερα να κάνουν ότι θέλουν στο Locomotion και στο Sailing on the Seven Seas, φούσκωσα από ένα παράξενο είδος περηφάνιας λες και ήταν δικά μου με το Electricity και το Enola Gay, εκεί όμως που άφησα τα παράθυρα διάπλατα για να μπει το φρέσκο αεράκι του χρόνου, ήταν στο If you leave από την ταινία Pretty in Pink. «Ήμασταν αυτό το cool αγγλικό γκρουπ που κατακτούσε το Χόλιγουντ» είπε ο Andy πριν ακουστούν οι πρώτες νότες και εγώ είχα ήδη μεταφερθεί στο εφηβικό δωμάτιο με την μεγάλη αφίσα της ταινίας και τα ατελείωτα δωδεκάιντσα βινύλια.
Βασική υποσημείωση. Αν ακούει το εικοσάχρονο που τραγουδούσε με τόση ευχαρίστηση όλα τους τα τραγούδια, μέσα σε ένα κύμα κοινού από –‘αντα και πάνω, παρακαλούμε πολύ να αποκαλυφθεί. Και να μας συστήσει την οικογένεια που τον μεγάλωσε.
Και μετά ξεκίνησε το πάρτι. Η λανθασμένη μου απόφαση να δω τους M83 στην αρχή, να νιώσω λίγο το vibe, να πεταχτώ μια απέναντι στο ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ, στο πλάσμα Tash Sultana (ως gender-fluid χρησιμοποιεί για την ακρίβεια τις αντωνυμίες they/them) και μετά να ξαναγυρίσω για να τελειώσω με τους Γάλλους, ήταν το πρώτο βήμα για μια τύπου χαριτωμένη κόλαση. Το δεύτερο ήταν να φύγω χωρίς να δω τελικά καν την έναρξη τους, αφού αυτή καθυστερούσε και η απέναντι πλευρά ήταν ήδη σε εξέλιξη. Και το τρίτο το ότι δεν ακολούθησα την πεπατημένη – όταν αποφάσιζα την πρώτη μέρα να πάω και να κατσικωθώ στην Πλατεία Νερού περιμένοντας να δω την Rosalia (μου), ήταν και η σωστότερη απόφαση που έπαιρνα για την καλή μου διάθεση, την επερχόμενη απαραίτητη ενέργεια και την τελική απόλαυση.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Release Athens Festival (@release_athens)
Οπότε κάτσε να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα γιατί έχουμε και άλλες μέρες μπροστά. Και επίσης αυτή η συνεργασία μπορεί να επαναληφθεί στο μέλλον οπότε καλό θα είναι να ξέρουμε. Οι καλλιτέχνες δεν ξεκινούν στην ώρα τους. Ακόμη και μια δεκαπεντάλεπτη καθυστέρηση μπορεί να τινάξει το από εδώ και το από εκεί στον αέρα. Υπάρχει κίνδυνος, όπως έγινε στην περίπτωση μου, να περάσεις ένα μισάωρο θαυμάζοντας τα πράσινα παρτέρια αντί τους καλλιτέχνες που θες να συνδυάσεις. Επέλεξε καλύτερα ένα από τους δυο χώρους και μείνε σε αυτόν. Αν για παράδειγμα επιλέξεις το ξέφωτο θα έχεις όλη τη άνεση να είσαι εγκαίρως στην άλλη πλευρά και να δεις το headliner της ημέρας. Το ξέφωτο γεμίζει ασφυκτικά. Αν δεν είσαι εγκαίρως σε αυτό, το πιο πιθανό είναι να ακούς παρά να βλέπεις.
Οπότε να πω πως από αυτό που άκουσα περισσότερο, παρά είδα, μου άρεσε πολύ (ps. το σπρώξιμο κανείς δεν εκτιμά, ειδικά όταν μπαίνεις με αναίδεια για να πάρεις τη θέση κάποιου που έχει κατακτήσει με προσπάθεια). Το πλάσμα αυτό από την Αυστραλία που παίζει στα δάχτυλα του τα όργανα όλου του κόσμου (έγχορδα, πνευστά, κρουστά, πλήκτρα μεταξύ άλλων), αυτός ο άνθρωπος ορχήστρα (τόσο κλισέ και τόσο αληθινό). έχει τον ρυθμό μέσα του όπως και μουσικές εικόνες που συστήνουν αισθαντικότητα υψηλού επιπέδου. Το «παραμύθι» που έστησε πάνω στη σκηνή με τα όργανα και τον εαυτό του να περιφέρεται σαν ξωτικό ανάμεσα τους , είχε το άρωμα μιας άλλης εποχής ή έστω μιας άλλης άποψης περί του τι μπορεί να γίνει πάνω σε μια σκηνή- και αυτό λειτούργησε πολύ. Τα αποσπάσματα που επέλεξε από τα δύο άλμπουμ του, το Flow State τoυ 2018 και Terra Firma του 2021, αγκαλιάστηκαν με πολλά ικανοποιημένα βλέμματα και λικνίσματα από ένα κόσμο που ήξερε γιατί ήταν από αυτή την πλευρά. Και αυτό νομίζω φάνηκε και στο χαμόγελο του μετά από κάθε χειροκρότημα.
Επιστροφή και ένα μισάωρο από το live των M83 – ότι περίσσεψε για μένα – δεν φτάνει. Το υπερβατικό τους σύμπαν είναι σε εξέλιξη. Έχει προηγηθεί από ότι μαθαίνω μια βουτιά στο τελευταίο τους άλμπουμ Fantasy που ακόμη να αποφασίσω αν μου άρεσε ή όχι. Ο Γάλλος πολυοργανίστας συνθέτης και τραγουδιστής Anthony Gonzalez (μετά από σύντομο γκάλοπ μόνο εγώ βλέπω τον Harry Styles στο πρόσωπο του) εξερευνά το synth-pop, τη dreampop, το shoegaze και το rock με ένα δικό του ονειρικό τρόπο. Άγριο σαν κύμα, ατίθασο σαν στάχια σε ανεμοσκορπισμένο αγρό, κινηματογραφικό σαν διαστημική οπερέτα, χορευτικό σαν μπαλαρίνα on acid. Λίγες ώρες μετά, όλοι λένε πως παίρνει -δικαιωματικά;- τον τίτλο του καλύτερου live στιγμιότυπου της ημέρας. Αν είχα συμβουλέψει καλύτερα τον εαυτό μου και είχα κάτσει στη θέση μου και το είχα παρακολουθήσει από την αρχή, νομίζω θα τα ίδια θα έλεγα ή θα ένιωθα. Οπότε μένω με το όμορφο μούδιασμα του Teen Angst και μια θαυμαστή υπέρταση στις στιγμές που σκάνε τα Mirror και Midnight sky και προχωρώ.
Γιατί εγώ εδώ είμαι για του Νορβηγούς, για να δω αν η «καλύτερη συναυλία της ζωής μου» του 2017 μπορεί να επαναληφθεί. Το οποίο και ξέρω πως δεν γίνεται αφού αυτά σκάνε σαν κομήτες, δεν στήνονται, δεν προβλέπονται. Ξέρεις πως συμβαίνουν μόνο όταν όλα ταιριάζουν και λειτουργούν παρέα. Φέτος έλπιζα για μια ακόμη συμφωνία. Γι’ αυτό που σκάει χωρίς να έχει ειπωθεί από πριν. Μπα. Το ‘17 οι Sveine Berge & Torbjørn Brundtland είχαν τον Jamie Irrepressible και την Jonna Lee (με τον ανεμιστήρα της), φέτος είχαν ένα κασετόφωνο με προηχογραφημένες φωνές. Τότε είχαν τραγούδια Monument, Ι Had This Thing, Do It Again, What Else Is There, Running To The Sea. Τώρα είχαν αυτά και άλλα από τα τελευταία τους άλμπουμ, όπως το Impossible, το Feel it, το Breathe, χαμένα και χωμένα μέσα σε dj set. Τότε είχαν το καλύτερο κρυφό γιουροβιζιονικό πάρτι που έχεις -από το πουθενά- παρευρεθεί και τώρα την True Electric Tour ένα εξόφθαλμα μπιτσομπαρικό πακέτο ενοποιημένων ερεθισμάτων για όσους νοιώθουν πως η Μύκονος είναι ένα όνειρο που θα μείνει για πάντα μακριά.
Αν αφήσω στην άκρη αυτό το ανεκδιήγητο μπουκέτο χορευτών που τους συνόδευε και την ποιο γελοία χορογραφία που έχει σκεφτεί ποτέ χορογράφος, θα τους δώσω άνετα τη δύναμη και την αρτιότητα του ήχου, την τίμια εικαστική φωταγωγία, τα ωραία καπέλα (κάποιος να μου στείλει το καπέλο -καμπανούλα) και την σταθερή διάθεση του προγράμματος για non stop κούνημα σε όλα τα σημεία του κορμιού. Ο κόσμος το διασκέδασε. Εγώ όχι. Μου έλειψε το συναυλιακό τους κομμάτι. Και δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για ένα καθαρόαιμο djset. Και μόνο. Λάθος μου. Την άλλη φορά θα προσέχω περισσότερο.