1

Με Τον Μπαμπά Ή Τη Μαμά; (Papa ou maman) ***1/2**

Γαλλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Martin Bourboulon

Πρωταγωνιστούν: Laurent Lafitte, Marina Foïs, Alexandre Desrousseaux

Διάρκεια: 85’

Ενώ νεότεροι είχαν μια εκρηκτική σχέση, ο Vincent και η Florence μεγάλωσαν, έκαναν παιδιά και ηρέμησαν υπερβολικά, σε σημείο να μην αντέχουν την ανούσια, χωρίς πάθος συνύπαρξη. Αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο, αλλά δεν ξέρουν πως να το ανακοινώσουν στα παιδιά τους. Όταν ανοιχτούν επαγγελματικές ευκαιρίες και για τους δύο και ο Vincent πιαστεί στα πράσα με την ερωμένη του, αυτό το εμπόδιο θα ξεπεραστεί και ένας αγώνας δρόμου για το ποιος θα πάρει την κηδεμονία θα ξεκινήσει. Μόνο που κανείς από τους δύο δεν τη θέλει και γι’ αυτό τα μέσα προσέγγισης θα αλλάξουν. Μια διαφορετική γαλλική κωμωδία, βιτριολική, που το «πολιτικά ορθό» στο μεγαλύτερο μέρος της δεν ανήκει στο λεξιλόγιό της, έντονη σε ρυθμό και συνάμα διασκεδαστική. Μαζί με την Πωλέτ, η γαλλική κωμωδία της χρονιάς.

Η φάση που τα περισσότερα ζευγάρια φοβούνται είναι αυτή της εξάντλησης των έντονων συναισθημάτων. Η φάση που οτιδήποτε έντονο αντικαθίσταται από τη ρουτίνα, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο ως «σε βαρέθηκα, δεν έχει νόημα πλέον». Αρνούμενοι την αποδοχή της φυσικής πορείας του ερωτικού δεσμού, τρομοκρατούνται και αρχίζουν να αναλογίζονται μήπως ήρθε η ώρα να τελειώνει και αυτό το κεφάλαιο. Οι πρωταγωνιστές του Με Τον Μπαμπά Ή Τη Μαμά μόλις έχουν περάσει αυτή τη φάση και, ανώριμοι όντες, αποφασίζουν να «το λήξουν». Και η ανωριμότητά τους είναι αυτή που θα γιγαντώσει τον ανταγωνισμό που προκύπτει σε αυτές τις καταστάσεις και θα τον οδηγήσει σε τραβηγμένα ευτράπελα. Μια άλλη όψη της προσπάθειας να βγει κάποιος ως ηθικός νικητής μέσα από την όλη διαδικασία; Μπορεί.

Στη συγκεκριμένη ταινία, γυρνάμε πίσω στην πρώιμη άποψη της κινηματογραφικής κωμωδίας, το έντονα σωματικό και λεκτικό χιούμορ που θυμίζει πως, ως επί το πλείστον, η κωμωδία στην 7η τέχνη γεννήθηκε από το screwball. Βέβαια, ο τρόπος με τον οποίο δίνεται αυτό το χιούμορ απέχει από το να χαρακτηριστεί στείρα παλαιικός, καθώς δείχνει περισσότερο «μαύρο» από τους προπάτορές του και πολιτικά μη ορθό (δε θα υπήρχε περίπτωση να υπάρξει τέτοιου είδους βία ή λεξιλόγιο στον πρώιμο κινηματογράφο χωρίς να επέμβει ο δρακόντειος κώδικας παραγωγής). Από την άλλη, φυσικά και θα ενδώσει άνευ όρων στο ρητό που θέλει αν κάτι να αξίζει να γίνει, να αξίζει και να παραγίνει, και έτσι επιλέγει να καθοδηγήσει την πλοκή μέσω της υπερβολής. Μια φανταχτερά νοσηρή υπερβολή που τα ιερά και τα όσια περί παιδικής κακοποίησης και σεβασμού των δύο φύλων καταρρίπτονται και σοκάρουν με την αυξανόμενη έντασή τους.

Κάποιος πονηρός θα έλεγε «καλά όλα αυτά, αλλά αν έβγαινε από κάποιο αμερικάνικο στούντιο αυτή η ταινία θα την χαντάκωνες ως αμερικανιά λόγω όσων ανέφερες παραπάνω». Σύμφωνοι, υπάρχει και αυτό το επιχείρημα επί χάρτου, αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε μια αντίστοιχη «υπερατλαντική» παραγωγή και αυτήν εδώ. Και αυτή δεν είναι άλλη από το μέσον που καθοδηγεί το σκοπό. Είναι απολίτιστη όταν δείχνει όλα τα παραπάνω; Ναι, είναι. Καταντά στο τέλος σε ασφαλή, κοινότοπα μηνύματα περί αγάπης και αλληλοκατανόησης; Ασφαλώς –αν και ο τρόπος που έρχεται ο επίλογος, τηρουμένων των αναλογιών, γίνεται αποδεκτός. Το θέμα είναι στο πως αντιμετωπίζονται όσα αναφέρθηκαν. Σίγουρα «το κακό παραγίνεται», αλλά δεν υπάρχει κανένα μέτρο στο ενδιάμεσο που να μετριάζει κάπως την πρόσκρουση. Οι χαρακτήρες μπορεί να είναι κακομαθημένοι εγωιστές, αλλά δεν τους λες ανόητους, ξέρουν τι κάνουν και πως το κάνουν. Οι ατάκες που πρέπει να σε κάνουν να γελάσεις, δεν έχουν sitcom παύσεις προκειμένου να γελάσει το κοινό με το πόσο αστείο είναι αυτό που ειπώθηκε. Και παρά την έλλειψη αιδούς, δεν καταλήγει να είναι μια ταινία απολίτιστη, που το έκφυλο υπάρχει για να υπάρχει και ούτε το λες απερίσκεπτο.

Και εκτός των παραπάνω, υπάρχει και μια θέληση για προσωπικό ύφος. Αν και κινείται στο μεγαλύτερο μέρος της στα μονοπάτια της συμβατικής σκηνοθεσίας, έχει στυλ και αισθητική ταιριαστή με το χτίσιμο της πλοκής. Αλλά εκτός αυτών έχει και μια ιδανική επίδειξη ικανοτήτων στην πρώτη σκηνή, ένα υπερκινητικό μονοπλάνο, άρτια χορογραφημένο και δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μας δείξει πως δεν ανατέθηκε απλά μια δουλειά στο σκηνοθέτη και αυτός την κάνει μπακαλίστικα. Τουναντίον, ξέρει τι κάνει και γιατί. Έστω και με μια κωμωδία περί αγάπης.

Αν θέλετε να ξεσκάσετε και να απολαύσετε μια ανάλαφρη κωμωδία, που να σας σοκάρει και λίγο αλλά να σας κάνει να διασκεδάσετε με τα όσα βλέπετε, εδώ είστε. Το αν θα τη θυμάστε μόλις τελειώσει το καλοκαίρι δεν το γνωρίζω, αλλά πιστεύω πως το σκοπό της τον φέρνει εις πέρας, έστω και αν αυτός είναι η καλοκαιρινή παύση. Το μετά το βλέπουμε. 


Η Μαφία Σκοτώνει Μόνο Το Καλοκαίρι (La Mafia Uccide Solo d’ Estate) *****

Ιταλία, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Pif

Πρωταγωνιστούν: Pif, Alex Bisconti, Cristiana Capotondi

Διάρκεια: 90’

Ο  Arturo από τη γέννησή του είναι συνυφασμένος με τη μαφία. Λογικό, εφόσον μεγαλώνει στο Παλέρμο της δεκαετίας του ’70, το οποίο κυβερνείται από τον δήμαρχο – αρχηγό της μαφίας. Ταυτόχρονα είναι ερωτευμένος με την καλλονή της τάξης του, τη Flora και προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να την κερδίσει. Όσο ο καιρός περνά, τόσο αρνείται να συμβιβαστεί με το μαφιόζικο καθεστώς και άλλο τόσο αρνείται να προχωρήσει την ερωτική του ζωή από τότε που η Flora έφυγε για την Ελβετία με την οικογένειά της. Γλυκύτατη κωμωδία, με τη μαύρη χρήση της παιδικής αθωότητας ως μέσον για να εξιστορήσει με τρόπο ανάλαφρο τα γεγονότα που συνέβησαν στη γειτονική χώρα. Η αλήθεια, όμως, είναι πως πρέπει κανείς να είναι και σχετικά διαβασμένος σε σχέση με τη μαφία για να την καταλάβει πλήρως, πράγμα σχετικά αδύνατο για το ελληνικό κοινό. Αλλά, όσο και να την «δυσκολεύει», δεν της στερεί αυτό το εύθυμο κλίμα που την κάνει απολαυστική. 


Μπερδέματα στο Broadway (She’s Funny That Way) *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Peter Bogdanovich

Πρωταγωνιστούν: Owen Wilson, Imogen Poots, Jennifer Aniston

Διάρκεια: 93’

Ο Arnold, επιτυχημένος σκηνοθέτης του Broadway, ετοιμάζει το νέο του θεατρικό και καλεί σε οντισιόν κάστινγκ τους επίδοξους πρωταγωνιστές. Μια από τις κοπέλες που θα διεκδικήσει έναν από τους κεντρικούς ρόλους είναι η Isabella, μια πρώην πόρνη που άλλαξε ρότα στην καριέρα της, στοχεύοντας στην υποκριτική. Ο Arnold θα την ερωτευτεί, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: η σύζυγός του πρωταγωνιστεί επίσης στο θεατρικό, όπως και ο εραστής της. Αυτό το περίεργο ερωτικό σχήμα θα είναι η αιτία για την πρόκληση πολλών περίεργων καταστάσεων. Σίγουρα ευχάριστη, καλοκαιρινή κωμωδία, με αρκετό αβίαστο γέλιο και screwball καταβολές στις υπερβολικές καταστάσεις που απεικονίζει (και η Aniston με τον καιρό έχει αρχίσει να δείχνει όλο και μεγαλύτερη όρεξη). 


Η Πριγκίπισσα το’ Σκασε (A Royal Night Out) **1/2***

Ηνωμένο Βασίλειο, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Julian Jarrold

Πρωταγωνιστούν: Sarah Gadon, Emily Watson, Bel Powley

Διάρκεια: 97’

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις λήξει και ο κόσμος αναθαρρεί. Στο Λονδίνο οι γιορτές καλά κρατούν, με τον κόσμο να βγαίνει στους δρόμους για να απολαύσει τη λήξη του τρόμου. Το βράδυ που ο Βασιλιάς Γεώργιος ετοιμάζεται να βγάλει το βασιλικό λόγο της λήξης του πολέμου, οι κόρες του, Margaret και Elizabeth ζητούν την άδεια του παλατιού για να γιορτάσουν με τον απλό λαό. Η πειστική σκηνογραφία και η κατά τόπους fun πλευρά της ταινίας του Julian Jarrold σίγουρα μπορούν να ξεκουράσουν το φιλοθεάμον κοινό, αν αυτό αρέσκεται στο παλαιάς κοπής χιούμορ του και τη διαρκή posh συμπεριφορά των πρωταγωνιστών του. Άλλους θα τους κουράσει όλος αυτός ο «βρετανικός πλούτος» και η έλλειψη καυστικότητας. Που καταλήγουμε; Πως η αλήθεια βρίσκεται στο μέσον.


Οικογενειακές Ανισορροπίες (Infinitely Polar Bear) *****

ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Maya Forbes

Πρωταγωνιστούν: Mark Ruffalo, Zoe Saldana, Keir Dullea

Διάρκεια: 90’

Προσπαθώντας να κερδίσει πίσω τη γυναίκα του, ο μανιοκαταθλιπτικός Cameron αναλαμβάνει την κηδεμονία των δύο φασαριόζικων θυγατέρων του. Το πρόγραμμά του γίνεται άνω-κάτω, και τελικά ένας νευρικός κλονισμός τον οδηγεί στην κλινική. Όταν έρχεται η σειρά της πρώην συζύγου του να αναλάβει τα παιδιά, αυτή θα ανακαλύψει πόσο δύσκολη είναι η ζωή του ατόμου που αναγκάζεται να βιοποριστεί για οικογενειακούς λόγους. Πολύ μελόδραμα ρε παιδί μου και δεν οδηγεί και πουθενά ουσιαστικά για να πεις ότι σώζεται, ενώ το σενάριο και πιο συγκεκριμένα οι χαρακτήρες αντιμετωπίζονται δυσανάλογα, δεδομένου του βάθους των προβλημάτων που υποτίθεται πως περνούν. Το λες κι εκβιαστικό ώρες-ώρες.


Pixels *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Chris Columbus

Πρωταγωνιστούν: Adam Sandler, Peter Dinklage, Sean Bean

Διάρκεια: 105’

Κάποτε ήταν φανατικοί gamers (τη δεκαετία του ’80 συγκεκριμένα), σε επίπεδο «πρωταθλητισμού» και τώρα είναι απλά τέσσερις ενήλικες. Οι Sam, Will, Ludlow και Eddie θα λάβουν μια πρόσκληση σε μια επικίνδυνη αποστολή από το μόνο φίλο τους που πέτυχε στη ζωή του –τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Εξωγήινοι παρερμήνευσαν τα σήματα που αυτά τα παιχνίδια έστελναν και, παίρνοντας τη μορφή των χαρακτήρων τους, επιτίθενται στη Γη. Ποιοι καλύτεροι να σώσουν την ανθρωπότητα από τέσσερις άνδρες που ανταγωνίζονταν στα hi scores; Απογοήτευση. Από τη μια το χιούμορ δεν αγγίζει ούτε τα υψηλά επίπεδα των inside αναφορών που απαιτεί μια τέτοια ταινία –και, προφανώς, το κοινό της-, ούτε, όμως, και τις βλακώδεις «χαμηλές» που υπόσχεται μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Adam Sandler προκειμένου να καταλήξει σε μια καλή κακή ταινία. 


Νοσταλγία (Nostalghia)

Ιταλία, Σοβιετική Ένωση, 1983, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Andrei Tarkovsky

Πρωταγωνιστούν: Oleg Yankovskiy, Erland Josephson, Domiziana Giordano

Διάρκεια: 125’

Με το παρελθόν του να τον καταδιώκει ακόμα και στο τωρινό του ταξίδι, ο Andrei, συνοδεία της διερμηνέως του και πιθανής ερωμένης του, Eugenia , αναζητά αθέατα κομμάτια της ζωής του συνθέτη Pavel Sovnovsky στην Ιταλία. Θα γνωρίσουν τον Domenico, αποδιοπομπαίο τράγο μιας ολόκληρης κοινότητας που επίσης πνίγεται από τον καπνό του παρελθόντος του. Η ταύτιση μεταξύ των δύο ανδρών και των ζητημάτων που τους απασχολούν δε θα αργήσει να έρθει στο προσκήνιο. Χρειάζεται να ειπωθεί κάτι για τον άνθρωπο που έφερε το ψυχικό τοπίο με μοναδικό τρόπο στο προσκήνιο; Για αυτόν που άγγιξε με την αισθητική του την έννοια του Θείου με τρόπο που κανείς (εκτός, ίσως, του Tarr) δεν έχει ξανακαταφέρει μέχρι στιγμής; Που μας φέρνει αντιμέτωπους με τον τρόμο του να είσαι άνθρωπος με αυτή τη γοητευτική αισθητική; Πλέον δε χωρούν κριτικές στον Andrei Tarkovsky και σε έργα σαν τη Νοσταλγία του. Οτιδήποτε προσπαθήσει να περιγράψει εν συντομία το έργο του σε λίγες μόνο λέξεις, το περιορίζει δραματικά. Μένουμε στις λέξεις «παντοτινό αριστούργημα» και κάπως αγγίζουμε μια σύνοψη.