Ο Αινείας Τσαμάτης είναι  φουλ γοητευτικός. Σε κερδίζει με την μία ο τόνος της φωνής, η καλή του διάθεση, η ενέργεια και κυρίως μια παιδικότητα που αναβλύζει τόσο ανεπιτήδευτα που δεν μπορείς να τον φανταστείς αλλιώς. Φέτος, μεταξύ άλλων, ξεχώρισε στον θρίαμβο του Ξύπνα Βασίλη, και τώρα περιοδεύει μαζί με τον υπόλοιπο θίασο παρουσιάζοντας τις Νεφέλες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.

Αυτή είναι η συνέντευξή του σε πρώτο πρόσωπο. 

«Αντιλαμβάνομαι την επαγγελματική πορεία ως εξέλιξη. Κάθε δουλειά κάτι σκάβει μέσα σου, κάτι οργώνει, κάτι ψάχνει. Όταν το βρεις το παίρνεις μαζί σου».

Ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες γράφει όχι για τους θεούς, αλλά για το ενδιάμεσο στάδιο που μας χωρίζει από αυτούς. Γράφει για την προσπάθεια του ανθρώπου να σηκώσει το κεφάλι του και να δει λίγο πιο πάνω από αυτό.

Ο Φειδιππίδης είναι ένα κωθώνι σαν τον πατέρα του που καταφέρνει να μεταστραφεί λίγο χάρη σε αυτό που προτείνει ο Σωκράτης και οι Νεφέλες. Με συγκινεί το πώς επιστρέφει και προσπαθεί να δείξει στον πατέρα του τη διαφορετικότητα, ότι υπάρχει κι ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης.

Έφυγα στα 19 μου από το Βραχάτι Κορινθίας με μια τεράστια αγωνία να ανακαλύψω τι άλλο υπάρχει εκεί έξω. Ήρθα στην Αθήνα, είδα όλο αυτό το πράγμα να απλώνεται μπροστά μου και είπα «κοίτα εδώ δυνατότητες» σε θέατρο, συναυλίες, εκδηλώσεις, πράγματα που δυστυχώς η επαρχία δεν προσφέρει. Βέβαια, αυτό πέρα από τα μέρη, το προσφέρουν και οι καινούριοι άνθρωποι στη ζωή σου, αυτοί που σου δίνουν νέα ερεθίσματα.

Πάντα είμαι ανοιχτός σε ανθρώπους και ταξίδια∙ για μένα είναι το ίδιο.

Δεν θα μπορούσα να ζήσω στο εξωτερικό και να δουλεύω ως ηθοποιός, λόγω γλώσσας κυρίως. Εδώ παλεύεις τόσα χρόνια ώστε να ανοίξεις ένα κομμάτι του εαυτού σου να απελευθερωθεί. Εάν αλλάξεις ξαφνικά θα είναι σαν να πρέπει να εφεύρεις τον εαυτό σου από την αρχή. Κι αυτό ωραίο είναι, δε λέω, αλλά σκέφτομαι ότι έχω ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία, σκάβουν οι εκσκαφείς μέσα μου και νομίζω ότι θέλω να δω τι ακόμη υπάρχει.

Αντιλαμβάνομαι την επαγγελματική πορεία ως εξέλιξη. Κάθε δουλειά κάτι σκάβει μέσα σου, κάτι οργώνει, κάτι ψάχνει. Όταν το βρεις το παίρνεις μαζί σου. Οπότε αποκτάς πράγματα είτε τα λέμε εργαλεία, είτε συναισθήματα. Ανακαλύπτεις πόσο λεπτά μπορούν να είναι τα συναισθήματα. Μ’ αρέσει κάθε φορά να μαθαίνω πόσες προεκτάσεις και εκφράσεις μπορεί να έχει ένα χοντροκομμένο συναίσθημα πχ η λύπη. Νομίζω ότι περισσότερη αξία από το να ανακαλέσεις συναισθήματα που έχεις νιώσει στο παρελθόν, έχει να τα ανακαλύψεις στην πρόβα.

Έχω τρελή ανασφάλεια κάθε φορά για το αν ανταποκρίνομαι σε αυτό που ζητιέται και αν έχω βρει πραγματικά αρκετά στοιχεία ώστε να μπορώ να φέρω τον χαρακτήρα επί σκηνής, έναν χαρακτήρα που θα μπορεί ο θεατής να αναγνωρίζει.

Στην αρχή όταν ήρθα στην Αθήνα γράφτηκα στο Ωδείο και τελείωσα, στα τέσσερα χρόνια, τύμπανα. Είχα μια μπάντα, τα «Σκάγια» και παίζαμε ρέγκε, σκα, πανκ . Αλήθεια, δεν ξέρω πώς προέκυψε το θέατρο, λίγο από φίλους, λίγο από μια δική μου ανάγκη να κάνω και κάτι άλλο. Ήμουν στη φάση «με τα τύμπανα δεν πάμε πουθενά». Μπορεί να σου ανοίγονται 10.000 δρόμοι. Διάλεξες έναν κι αυτό ήταν; Το θέατρο έβλεπα ότι τα συνδύαζε όλα. Έτσι πήγα στη σχολή της Νέλλης Καρά.

Η Νέλλη μπορούσε να διαχειριστεί το χάος. Αυτό έκανε και με εμένα. Το Εθνικό δεν το σκεφτόμουν καν, τόσο αδιαχείριστο ήταν το άγχος μου. Η Νέλλη δουλεύει πολύ με το σώμα. Εγώ τότε ήμουν σε μια φάση που χόρευα πολύ, χόρευα σε μαγαζιά, έκανα και ακροβατικά. Μου άρεσε πολύ όλο αυτό, ήμουν και είμαι υπερκινητικός.

Τότε που ήμουν ανασφαλής αλλά δεν το παραδεχόμουν έβγαζα μια επιθετικότητα απέναντι σε όλο αυτό. Τώρα πάω με ηρεμία στα πράγματα άλλωστε με τα χρόνια αυτό που φαντάζεσαι μέσα σου ως θηρίο σιγά σιγά μικραίνει,  γίνεται πιο αδύναμο κι εσύ πιο ισχυρός απέναντι του. Από την άλλη η ανασφάλεια, που ποτέ δε θα φύγει, με κινεί γιατί δίνει μια ψευδαίσθηση ενέργειας που είναι καλή σε πρώτο στάδιο.

«Στο θέατρο μπορείς να απεγκλωβίσεις ό,τι σκατό κουβαλάς μέσα σου και ταυτόχρονα έχεις ένα τρελό δίκτυ ασφαλείας».

Κάποιες φορές πριν από την πρεμιέρα υπάρχει όλο αυτό το τρέμουλο, νιώθεις ότι η καρδιά σου πάει να σπάσει, το μυαλό σου είναι έτοιμο να διαμελιστεί, θες να γίνει κατακλυσμός ή οτιδήποτε άλλο για να μη βγεις στη σκηνή. Αυτά ισχύουν μέχρι να βγεις.  Μετά τα θέλεις όλα. Προφανώς μένει η υπερένταση μόλις τελειώσει η παράσταση, ή ακόμη και μετά από μια δυνατή τρίωρη πρόβα. Γι’ αυτό όλοι οι ηθοποιοί είναι έξω στα μπαράκια, μετά τις παραστάσεις. Κι αυτό ωραίο είναι απλώς καμιά φορά λες «άντε να τελειώσει τώρα, να μπορέσω να κοιμηθώ».

Για κάποιο λόγο μου αρέσουν οι ειδήσεις στην τηλεόραση. Οι περισσότεροι γύρω μου γκρινιάζουν «τι είναι αυτό τώρα, άλλαξε το». Θυμάμαι τον παππού μου που στη μία το μεσημέρι και στις εννιά το βράδυ καρφωνόταν μπροστά στην τηλεόραση για να δει τις ειδήσεις και μας έκανε «σςςςςςςςςς». Νομίζω ότι γι’ αυτό το παθαίνω κι εγώ. Από εκεί και πέρα παρατηρώ πώς μιλάνε οι πολιτικοί και μου φαίνεται αδιανόητο το πώς είναι τόσο μπροστά το ψέμα, το «θα θα θα θα», μου φαίνεται αδιανόητο που υπάρχει ακόμη κόσμος που μπορεί να πιστέψει ότι «μπορεί και να το εφαρμόσει αυτό που λέει». Ναι, μου αρέσει να τον βλέπω μπροστά μου και να λέω «κοίτα πόσο εύκολα λέει ψέματα». Οι τρόποι του να υπάρχει ένας πολιτικός στην Ελλάδα είναι αρχαίοι. Είναι λες και έχουν περάσει όλοι από το φροντιστήριο του Ανδρέα Παπανδρέου.

Η κοινωνία είναι πάντα πιο έτοιμη από τους πολιτικούς αυτού του τόπου. Ένα πεντάχρονο ξέρει καλύτερα από μένα πώς δουλεύει ένα smartphone, με έχει ήδη ξεπεράσει.

Γεννήθηκα στην Αλβανία, ήρθα στην Ελλάδα το 1990, ήμουν 5, 5 ετών. Θυμάμαι τα πάντα. Ήρθε ο πατέρας μου, έπιασε δουλειά, νοίκιασε σπίτι και μετά μας κάλεσε. Θυμάμαι πολύ έντονα όταν μπήκα στο σπίτι με την μητέρα μου και την αδερφή μου, όλα ήταν μέσα σε σελοφάν, μας περίμενε για να τα ανοίξει. Ο πατέρας μου είναι σιδεράς, το είχε επισκευάσει το σπίτι, το είχε βάψει, τα είχε κάνει όλα μόνος του. Θυμάμαι πολύ έντονα πόσο καινούρια ήταν όλα και την αυλή μας, μέχρι τότε ζούσαμε σε εργατική πολυκατοικία στο Ελμπασάν.

Θυμάμαι το 1987 είχε έρθει ο παππούς μου στην Ελλάδα και μας έφερε ένα ψυγείο. Ξέρεις τι σήμαινε ψυγείο σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς; Ήταν το μοναδικό σε ολόκληρη την πολυκατοικία και οι γείτονες μας έφερναν τα πράγματα τους για να τα βάλουμε στο ψυγείο, ο καθένας μια σακούλα με το όνομά του. 

Θυμάμαι και την πτώση του Χότζα. Έχω μια εικόνα: που με πήγαινε ο πατέρας μου από το σπίτι μας στο σπίτι της γιαγιάς και βλέπαμε τα λεωφορεία που καίγονταν, θυμάμαι τις φωτιές αλλά σαν παιδάκι που ήμουν ήταν σα να έβλεπα ταινία. Εντυπωσιαζόμουν, δεν φοβόμουν. 

Οι γονείς μου ήταν ελληνικής καταγωγής, είχαν γεννηθεί στα χωριά της βορείου Ηπείρου και μετά πήγαν στο Ελμπασάν γιατί εκεί υπήρχαν δουλειές. Στο σπίτι μας μιλούσαμε ελληνικά, ο παππούς πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά όταν μεταναστεύσαμε όλοι εδώ, έζησα κι εγώ στο σχολείο καταστάσεις που ήμουν «το αλβανάκι». Αυτά πρέπει να τα λύσει ψυχολόγος, όχι εγώ, πολλά δικά μου έχουν, πιθανόν, τις ρίζες τους σε εκείνη την περίοδο, π.χ. η ανασφάλεια μου ίσως οφείλεται σε τραύματα εκείνης της εποχής. Όμως είχα 2-3 πολύ καλούς φίλους τότε και αυτό με βοήθησε. Προφανώς όλο αυτό που ζούσα με ακουμπούσε αλλά ήξερα πού θα πάω για να ηρεμήσω, πού θα πάω για να νιώσω ξανά την ισότητα. Προφανώς δεν έφταιγαν οι συμμαθητές μου, τα παιδιά έφερναν ότι μάθαιναν στα σπίτια τους. Αλλά φυσικά δεν ήταν όλοι έτσι, υπήρχαν και αυτοί που έβλεπαν έναν άνθρωπο και όχι έναν μετανάστη, έναν ξένο. Δεν μπορεί να χωρέσει στο κεφάλι μου πώς ένας γονιός θα πει στο παιδί του «είσαι καλύτερο από εκείνο το παιδάκι».

«Τώρα πάω με ηρεμία στα πράγματα άλλωστε με τα χρόνια αυτό που φαντάζεσαι μέσα σου ως θηρίο σιγά σιγά μικραίνει, γίνεται πιο αδύναμο κι εσύ πιο ισχυρός απέναντι του».

Πιστεύω ότι το θέατρο είναι μεγάλο σχολείο, τα κείμενα δεν εκφέρουν, ευτυχώς, έναν δεξιό λόγο αλλά είναι ανθρωπιστικά: μιλούν για τον θάνατο, τον έρωτα, την ίδια την ύπαρξη, πιο πυρηνικά ανθρώπινα πράγματα. Δε θα στενέψει ο σωλήνας της αγάπης και της κατανόησης μέσα από το θέατρο, με τίποτα∙ ίσα ίσα θα σπάσει και θα ξεχειλίσει.

Μου αρέσει και το θέατρο της αφήγησης αλλά μου αρέσουν και πιο πρωτοποριακά πράγματα όπως ο Καστελούτσι. Ειδικά αυτό το θέατρο ανοίγει περιοχές που κάπως στην κοινωνία μας τις συγκρατούμε γιατί δεν είναι κοινώς αποδεκτές σε μια καφετέρια, σε έναν μπαρ, σε έναν δημόσιο χώρο. Στο θέατρο μπορείς να απεγκλωβίσεις ό,τι σκατό κουβαλάς μέσα σου και ταυτόχρονα έχεις ένα τρελό δίκτυ ασφαλείας.

Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι ότι θα χάσω τους δικούς μου, που κάποια στιγμή είναι αναπόφευκτο. Και τον δικό μου θάνατο επεξεργάζομαι, κάνω κάτι παιδικές σκέψεις,  πώς θα είμαι μέσα στο φέρετρο, ποιοι θα έρθουν στην κηδεία, πώς θα αντιδράσουν. Το έχω προχωρήσει όμως: σκέφτομαι πώς θα πεθάνω, πχ με χτυπάει ένα αυτοκίνητο. Σαν παιχνίδι το κάνω, και σαν σκέψη του πόσο αναλώσιμη είναι η ζωή μας άρα οφείλουμε να τη χαρούμε. Νομίζω ότι δεν φοβάμαι τον θάνατο. Καλά εντάξει, μπορεί να λέω τρελά ψέματα και στον εαυτό μου ακόμη αλλά…Δεν ξέρω, νομίζω ότι δεν φοβάμαι τον ακαριαίο θάνατο, μια νταν και τέλος.

«Νεφέλες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Παίζουν: Γιώργος Γάλλος (Στρεψιάδης), Νίκος Καραθάνος (Σωκράτης), Αινείας Τσαμάτης (Φειδιππίδης), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Δίκαιος Λόγος), Θεοδώρα Τζήμου (Άδικος Λόγος), Χρήστος Λούλης (Ποιητής), Γιάννης Κλίνης (Δανειστής), Πάνος Παπαδόπουλος (Μαθητής Α’), Παναγιώτης Εξαρχέας (Μαθητής Β’), Κορυφαίες: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη,Έμιλυ Κολιανδρή, Ελίνα Ρίζου, Χορός (με αλφαβητική σειρά): Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Παναγιώτης Εξαρχέας,Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιάννης Κλίνης, Εμιλυ Κολιανδρή, Χρήστος Λούλης, Πάνος Παπαδόπουλος, Θεοδώρα Τζήμου. Τετάρτη 17/07 και Πέμπτη 18/07  Ηράκλειο Κηποθέατρο Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, Παρασκευή  19/07 Ρέθυμνο Θέατρο ΕΡΩΦΙΛΗ ΦΟΡΤΕΤΖΑ, Δευτέρα 22/07 και Τρίτη 23/07 Πάτρα Ρωμαϊκό Ωδείο, Τετάρτη 24/07 Ανοιχτό Θέατρο Φλόκα, Παρασκευή 02/08 και Σάββατο 03/08 Επίδαυρος, Τετάρτη 28/08 Πειραιάς Βεάκειο Θέατρο, Τετάρτη 04/08 Βριλήσσια Θέατρο Αλίκη Βουγιουκλάκη, Πέμπτη 05/09 Παπάγου Κηποθέατρο, Παρασκευή 06/09 Ηρώδειο, Σάββατο 07/09 Πετρούπολη Θέατρο Πέτρας, Κυριακή 08/09 Ηλιούπολη Δημ. Θέατρο Άλσους Δ. ΚΙΝΤΗΣ, Τρίτη 10/09 Βύρωνας Θέατρο Βράχων.