«Οι Mekons απέδειξαν ότι το να μένεις αληθινός σε αυτό που κάνεις είναι πιο σημαντικό από το γνωρίζεις την επιτυχία. Πάντα θα βρίσκεις έναν τρόπο να βάζεις κάτι στο τραπέζι σου, αλλά το να μετατρέπεσαι σε προϊόν ποτέ δεν ήταν ο σωστός τρόπος για να προχωράς». Μόλις στο 5ο λεπτό του ντοκιμαντέρ, ο βέλγος συγγραφέας και πιστός fan της μπάντας από το Λιντς, Luc Sante, συμπυκνώνει την ουσία αυτών των 38 χρόνων της πορείας τους. Μια πορείας που άρχισε το «έτος-μηδέν» 1977, όταν στο αναβράζον University of Leeds μερικοί φίλοι αποφάσισαν να φτιάξουν μια μπάντα. Χωρίς να έχουν ακούσει τη λέξη punk, αυτό θα συνέβαινε μερικούς μήνες μετά με την έκρηξη των Sex Pistols, απλά γιατί έπρεπε να κάνουν κάτι. Γιατί όλοι έκαναν κάτι γύρω τους για να αντιδράσουν στις άσχημες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Οι Mekons δεν έγιναν εμβλήματα της punk σκηνής. Σαν τους Clash ή τους Pistols. Όμως ήταν «η μπάντα που πήρε την punk ιδεολογία περισσότερο σοβαρά από κάθε μία άλλη» σύμφωνα με τον Greil Marcus ή «είναι η πιο επαναστατική μπάντα στην ιστορία του ροκ εν ρολ» σύμφωνα με τον Lester Bangs, για να κουοτάρουμε απλά και μόνο δύο θρύλους του μουσικού γραψίματος. Δεν ήξεραν στην αρχή να παίζουν, ήταν φριχτά άτεχνοι, αλλά έχτισαν το όνομά τους απλά επειδή δεν έδιναν δέκαρα και προσπαθούσαν να μείνουν πιστοί στις αρχές τους. Αποδεικνύοντας, όπως λέγεται κάποια στιγμή και στο doc, ότι «μέρικές φορές ο τρόπος που κάνεις τα πράγματα έχει μεγαλύτερη σημασία από το αποτέλεσμα». Απαιτούσαν απόλυτο έλεγχο της δραστηριότητάς τους και δεν παραχωρούσαν τίποτα σε δισκογραφικές, μάνατζερ, promoters και κάθε λογής ενδιάμεσους – ούτε καν τα πόστερ των live τους. Live που σταμάτησαν για λίγο να δίνουν όταν δεν ήταν ικανοποιημένοι από το πώς εξελίσσονταν (εμπάργκο που έσπασαν για να σταθούν στο πλευρό των ανθρακωρύχων κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας τους όταν κι έδιναν benefit gigs για να τους βοηθήσουν). Δεν συνθηματολογούσαν, παρότι είχαν μια αυθεντική αριστερή και συγκινητικά σοσιαλιστική στάση απέναντι στα πράγματα. Η άρνησή τους στον «λαϊκισμό», τους ώθησε να γράψουν το “Never Been On A Riot” ως απάντηση στο hit των Clash “White Riot». Ο λόγος; «Απλά δεν ξέραμε πώς είναι να συμμετέχεις σε riots και στην πραγματικότητα φοβόμασταν να συμμετέχουμε», απαντούν αφοπλιστικά. Την ίδια ώρα που προϊόντων των 80s, το punk γινόταν μια καραμέλα και οι ήρωές του ξεπουλιούνταν, εκείνοι δε φλέρταραν με πιο εμπορικά ακούσματα, αλλά το γύρισαν στη βρετανική folk φτάνοντας πιο μετά στο να ανακαλύψουν την λαϊκή μουσική του Σικάγο κι επιστέφοντας στις ροκ εν ρολ ρίζες τους όταν πια το ροκ –στα τέλη των 80s- ήταν εντελώς ντεμοντέ.
Το Revenge of the Mekons, σε σκηνοθεσία Joe Angio, είναι μια συγκινητική κατάθεση αυθεντικότητας μιας κολεκτίβας που πια μετράει 26 άλμπουμ, από την οποία πέρασαν 20 μέλη και παρότι αρχικά ήταν το εντελώς αντίθετο μπορεί πια να διακηρύσσει ότι μοιράζει διαπιστευτήρια καλλιτεχνικότητας (sic). Κι όμως στην αρχή, σε εκείνους, και όχι στους συντοπίτες Gang of Four, είχαν προσφέρει πρώτα δισκογραφικό συμβόλαιο. Χώρια που ο μάνατζερ των U2 είχε μπει στον Bono και την παρέα του ότι έπρεπε να αντιγράψουν το attitude τους.
Καλή προβολή – τα εύσημα στους Popaganda comrades, Δημήτρη Πολιτάκη και Θεοδόση Μίχο, στους «τοίχους» των οποίων ψάρεψα το φιλμ…
(μη φοβηθείτε από κάποια ηχητικά κενά στο ξεκίνημα, διαρκούν ελάχιστα)